Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν επιθυμούμε να τονίσουμε το ανέφικτο, απράγματο, άτρεπτο μιας κατάστασης. Όταν θέλουμε να επισημάνουμε τη διαφορά μεταξύ Επιθυμίας και Εκπλήρωσης, Φαντασιακού και Πραγματικού, Θέσης και Αντίθεσης, Διαλεκτικής και Δογματικής, Λογικής και Τυχαιότητος, Πόθου και Ίμερου.

Διότι για να συγκεκριμενοποιηθεί το μυθικό περιεχόμενο της σκηνής αυτής στη σφαίρα της Ύπαρξης, πρέπει πρώτα να διακτινιστεί ακέραιο στη χοάνη της Παρεκτροπής.

α) κι οι δυο από πάνω μ' έναν / μια άλλο /-η από κάτω;
β) κι οι δυο από πάνω κι όλοι οι άλλοι από κάτω;
γ) κι οι δυο από πάνω κι ό,τι άλλο από κάτω;
δ) η περίπτωση το Πέρι να την έχει τόσο μακριά που να τη φοράει στο Λίλιαν από το χωλ.

- Ρε συ Μήτσο, ο Μπάμπης πέρασε όλα τα μαθήματα πρώτη περίοδο!
- Σσσώπα ρε, κι οι δυο από πάνω, ας το δω κι ας πεθάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτιμητικός χαρακτηρισμός ατόμου, συνήθως άρρενος, ηλικίας πενήντα φεύγα και άνω.

Απαραίτητη προϋπόθεση, κιλά και μπόι ύπερθεν του κανονικού. Χρώμα δέρματος προς το χωματί, ένεκα καταχρήσεων ουσιώνε, κυρίως αλκοόλ (το φτηνότερο και το καλύτερο) και τσιγάρου, εξ ου δείκτης παράμεσος ενός χεριού επιχρωματισμένοι προς τσιρλί και μύτη μελιτζάνα. Μάτια θολά με το ασπράδι κιτρινίζον. Από τη μύτη ρέει υγρό υψηλού ιξώδους, υποπράσινο, σε κατάσταση αμφιταλάντευσης (να πέσω να μην πέσω). Χείλη οιδηματώδη, μπλαβιά στις γωνίες τους, παρατηρούνται κομματάκια άσπρα (σάλιο πηγμένο) στο κέντρο, βλέννα διάφανη (σάλιο άπηχτο). Βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ημιμέθης.

Ενδυμασία: σακκάκι παλιοκαιρισμένο, μανίκια με «αγκώνες» και γυαλάδα, έχει σχήμα κρεμάστρας καφενείου. Πουκάμισο κάποτε άσπρο, το μισό απέξω (βγήκε μετά το τελευταίο κάτουρο, δεν το πήρε χαμπάρι). Ζώνη, απαραίτητο αξέσορυ του adra, σχόλιο ουδέν. Παντελόνι «μελεκέ», αναλόγως των πολιτικών πεποιθήσεων ο λεκές δεξιά ή αριστερά, γιατί η διαρκής μπυρο-κρασο-ουζο τσιπουροκατάνυξη ανοίγει τα νεφρά και γιατί όσο και να την τινάζεις η τελευταία σταγόνα μένει στο σώβρακο. Παπούτσια χιλιοπατήμενα και σαβουριασμένα, τόσο που διαγράφεται το σχήμα του έσωθεν ποδαριού καταλεπτώς.

Οσμή: έντονη αποφορά νηστείας και υπογλυκαιμίας, ανάκατη με ξινίλα. Κάτι σαν σκατίλα απ' το στόμα ένα πράμα. Αυτό και η κοιλιά σωσίβιο, μου βγάζει το εσάνς του λήμματος.

- Κοίτα ρε, ποιος κάθεται στη γωνία...
- Ωμπωωωω, ο Χεσταίας ... η σκατοσακούλα... παναφύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) “Richeiner e bitte” είναι η σωστότερη γραπτή απόδοση της προφορικής εκφοράς της συγκεκριμένης φράσης, καθότι οι ομιλούντες την γλώσσα, ενίοτε, κατά την απαγγελία του e, χρησιμοποιούν το κατώτερο τμήμα του λάρυγγα, με αποτέλεσμα να ακούγεται κάτι σαν ae, ήχος ο οποίος εις την Σλανγκικήν διάλεκτο παραπέμπει στην αντίδραση μετά από εφαρμογή ψυχολογικής πίεσης, ή (διαζευκτικό) στην έκφραση άμετρου αηδίας.

Η φράση πράγματι αποτελεί κλασικό faux-ξενισμό και πρωτακούστηκε κατά την εποχή του Χαλκού, ήτοι όταν κατήλθαν τα πρώτα κελτικά φύλα στις παραλιακές περιοχές της χώρας. Υπάρχουν δύο εκδοχές για την προέλευσή της, η πρώτη κοινή για όλες τις ανάλογες εκφράσεις, όπως θα δούμε παρακάτω, η δεύτερη φορτισμένη με άλλοτε άλλο συναισθηματικό περιεχόμενο.

[Α] Aντίδραση του ιθαγενούς στην έντονη επιθυμία του αφενός να κατανοήσει τους ακατάληπτους ήχους της ομιλίας των αλλοεθνών περιηγητών, αφεδύο να εξορκίσει την σύγχυση που του προκαλούσε η ταυτόχρονη συνύπαρξή του με άτομα τόσο διαφορετικής απόχρωσης, ανατομίας, και νοοτροπίας. Ήταν η εποχή που τα φροντιστήρια «Στρατηγάκη» μόλις άνοιγαν .

[Β] Κατά τον ρουν των γεγονότων , οι πολιτιστικές εμπειρίες των κατοίκων εμπλουτίζονται και το αμιγώς Αριστοφανικό χιούμορ του λαού αφομοιώνοντας την αρχική αμηχανία μπροστά στο Νέο, Άγνωστο, Ψηλό, Ξανθό, Ηλιοκαμένο, Ημίγυμνο περιβάλλον, μετέτρεψε την έκφραση σε προτροπή καθησυχαστικού χαρακτήρα μεταξύ ατόμων ομιλούντων την ίδια μητρική γλώσσα. Η εποχή του «μι γκρίκ κις κουίκ» έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα πια η δήλωση αυτή εκφράζεται πιο περιφραστικά.

2) Αγγλισμός: Tallum to you. Καταδεικνύει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Εκφέρεται για να δείξει στον συνομιλητή ότι είναι εκτός θέματος, εκτός χρόνου, ότι τεσπά δεν ενδιαφέρει την ομήγυρη το θέμα, καλά θα κάνει ν αλλάξει σταθμό.

3) Γαλλισμός: Qu'est-ce que c'est que ce bol. Έκφραση συγκατάβασης δεικνύουσα διάθεση εξομαλυντική, απαλοιφής των διαφορών, κατάργησης των κοινωνικών αδικιών, άμεσης κατάσβεσης των εστιών, αναστολής εχθροπραξιών. Liberté Egalité Fraternité!

4) Ιταλισμός: Addiamo tsimento che la mia volo olo me caro. Αποχαιρετιστήρια έκφραση προερχόμενη από μετάφραση της πρώτης λέξης που ενώ σημαίνει «πάμε» συνεκδοχικά έλκει και τη λέξη «γεια». Ο αποδέκτης της εν λόγω φράσης συνειρμικά την αντιλαμβάνεται σαν «άντε γεια».

1)
Ο Σήφης έχει καλέσει τη Μερούλα στο δωμάτιό του να δούνε σι-ντι. Μόλις ανοίγει την πόρτα μπόχα από κάλτσες, βρακιά και σκόρδο αναδύεται έντονη. Το τοπίο, πλίνθοι τε κέραμοι ατάκτως ειρημένοι. Φυσικά η Μερούλα κοντοστέκεται...
Σ: Ρηχά είναι μπείτε… παρακαλώ… (Μεταφορικά κ πολύ-πολύ ευγενικά.).

2)
- Γιωργάρα, θα μου δώσεις, ρε, το Χοντάκι να ρίξω κάνα γκαζάκι στο βουνό, άντε ρε, θα πάω και για τσιγάρα...
- Το Χοντάκι είναι τ΄ άλλου μ του γιού. - Ποιανού;
- Τ΄ άλλου μ’ του γιου. Που σπουδάζει στο Λονδίνο.
(Μεταφορικά και κυριολεκτικά συγχρόνως).

3)
α) Ο Θύμιος έρχεται από τη στάνη το βράδυ στο σπίτι. Η Παγώνα ετοιμάζει φαί.
Π: Πού να στα βάλω τα κορ-φλέξ μανάρ μ;
Θ: Κι σι κισέ κι σι μπολ κοκκώνα μ’. Όπου κι να τα βαλς θα σι φάου… (Πλησιάζει. Κυριολεκτικά).

β) Ο Πέρυ στρίμωξε το Λίλιαν στην κουζίνα.
Π: Κοίτα να δεις Λίλιαν . Πως θες νά ‘σαι με μένα η το Βαγγέλα; Σκέψου! Λ: Qu'est-ce que c'est que ce bol, cherie! (Μεταφορικά).

4)
Μερούλα: Και μετά ρε Λίλιαν, τι έγινε μετά;
Λίλιαν: Μετά φιλενάς, ακολούθησαν κάνα-δυο επιμορφωτικά σεμινάρια.
Μερούλα: Και μετά;
Λίλιαν: Μετά το Πέρυ και ο Βάγγελας έβγαλαν εισιτήρια με το φέρυ για Τήλο. Νάτοι, εκεί πάνω είναι. Χαιρέτα τους (τη σκουντάει).

Υ.Γ. Το 4) το λένε οι Πέρυ και Βάγγελας, αλλά καθώς το φέρυ απομακρύνεται τις φωνές τους σκεπάζει το βουητό της θάλασσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που χρησιμοποιείται σαν απάντηση (κι όμως) / δήλωση / κριτική σε συγκεκριμένη κατάσταση, κατά την οποία ο ερωτών επιθυμεί να αφυπνίσει, διεγείρει, συνεφέρει, ή, κατ’ άλλη εκδοχή, να γελοιοποιήσει, ξεφτιλίσει, ξεπουπουλιάσει, ξεμπροστιάσει, το υποκείμενο.

Διότι έρχεται μια στιγμή στη ζωή καθενός, που οι απλές χαρές της καθημερινότητας του φαίνονται αναποτελεσματικές, ανούσιες, ρηχές και ο ίδιος νοιώθει «Άχθος Αρούρης». Μια ανύποπτη στιγμή που η Πύλη μισανοίγει και κάτι δυσδιάκριτο, φασματικό, σχηματοποιείται. Τότε σαστίζει, κάθεται παράμερα και σιωπά. Η ψυχή του, επιλήσμων, πλημμυρίζει από τις απαντήσεις στα ερωτήματα που καιρό πριν εγείρονταν επιτακτικά και από αμηχανία έναντι της ανυπακοής, της απειθαρχίας, της ανομοιομορφίας, του ανένταχτου, του περιθωριακού, του οκταώρου, της τεκνοποιίας, των μπατζανάκηδων, των λογαριασμών κινητής τηλεφωνίας, κάλυψε, με φροντίδες ευτελείς, όσο και θορυβώδεις, ικανές να μεταμορφώσουν το ουσιώδες σε ιταμό, ανύπαρκτο, ικανές να το εξατμίσουν.

Όταν λοιπόν βιώνει τη συναισθηματική κατανόηση της κατάστασης αυτής, νοιώθει ανόητος. Γνωρίζει ότι είναι ανέγγυος ωστόσο εκρήγνυται, δεν επιλέγει, ακολουθεί το πεπρωμένο του.

Αν ο ερωτών είναι τσμπιστοσύνης, η συζήτα λαμβάνει τέλος με τους δύο ήρωες να στρέφουν το βλέμμα προς το εσώτερο εγώ ατενίζοντας σκεφτικοί, ο καθείς με τις Ερινύες του τα απομακρυσμένα φώτα των προαστίων...

Αν ο ερωτών είναι εκδοχή δύο και το υποκείμενο μουρόχαυλο, τότε μένει άφωνο (σαν να μένει Παλαιών Πατρών και Γερμανού γωνία).

Αν είναι γατόνι, τότε ανταπαντά πάραυτα:
- Γιατί δεν σ' έχει γαμήσει ποτέ χοντρός;, ψηλός , λεπτός, κοκκινοτρίχης, βρωμοποδαράς, κτλκτλ.

- Τι μου συμβαίνει, ρε Παυλάρα; Ζω με ορούς. Έχω χάσει δέκα κιλά σ’ ένα μήνα. Κοιμάμαι μία ώρα την ημέρα. Προς τι τόση όχληση και φασαρία; Τι κάνω τόσο καιρό; Τι έχω καταφέρει; Νοιώθω ότι απομακρύνομαι από τον εαυτό μου. Ότι σε λίγο θα εξαφανιστώ. Τι σκοπούς έχω; Τι ήρθα να κάνω σ’ αυτόν τον κόσμο; Το έκανα; Το ήθελα; Σα να υπάρχω από σύμπτωση. Γιατί νοιώθω τόσο νέος ενώ βλέπω την ημερομηνία λήξης να πλησιάζει όλο και πιο κοντά; Γιατί δεν μπορώ να βάλω τάξη; Το χάος είναι εγγενές κομμάτι του εαυτού μου; Κι αν είναι γιατί το βλέπω και ζαλίζομαι; Γιατί μου λείπει η αίσθηση ταυτότητας; Μήπως να πέσω στο χάος μου σαν σταγόνα στο ποτάμι; Τι κρύβεται μέσα στο χάος, ξέρεις;
- Ρε συ, Ιππόλυτε, γαμείς καθόλου;

(από Khan, 07/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκαρφαλώνω, γραπώνομαι με κόπο, γαντζώνομαι, αγκομαχώντας, τρώγοντας νύχια, ματώνοντας πόδια, ιδρώτας με τους κουβάδες, τα χέρια μου έχουν βγάλει βεντούζες à la Spiderman ένα πράμα, το σώμα μου έγινε ένα με το βράχο, τα μάτια μου καθηλωμένα εκεί πάνω, θα ξοδέψω και την τελευταία σταγόνα ενέργειας και την τελευταία μου ανάσα, όσο πάει. Και να κατρακυλάω πίσω, δεν καταλαβαίνω Χριστό, συνεχίζω με περισσότερη ορμή.

Ο μαρτυριάρης Σίσυφος πρωταθλητής στο σπορ.

Τα αγριμάκια του Ψηλορείτη επιδίδονται με απαράμιλλο στυλ. Η φύσις γαρ...

Το' χω ακούσει και καρκατζαλώνομαι μάλλον για να μοιάζει με το γραπώνομαι που περιγράφει περισσότερο το φύλλινγκ του υποκειμένου (καρκατζάλωμα ή πιθανώς καρκάτζαλο).

Godfather: o Αυτοκτώ, η αφεντομουτσουνάρα μου κι ένας φίλο.

Άσε ρε Μπάμπουρα, είπα να κάτσω να δω τα exit polls 2009 στο σπίτι αλλά παπάρια Μήτσου τα δίδυμα καρκατζαλώνονταν συνέχεια πάνω μου και που... Ούτε πίτσες ούτε μπύρες.

(από gaidouragathos, 04/10/09)κι άλλο στυλάτο καρκατζάλωμα (από gaidouragathos, 04/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπάκι λέγεται και ο μόνιμος, ημιμόνιμος ή ευκαιριακός θαμώνας των Κ.Α.Π.Η. Συνήθως πρόκειται για άτομο που έχει καβατζάρει τα δεύτερα –ήντα και επιπλέον λανσάρει κοιλίτσες, πατσαδάκια, καμιά ψιλοαναπηρία, διπλοσάγωνο, φάτσα πλισέ, ασιδέρωτη, σε συνδυασμό με συμπεριφορά αφήστε με να εκφραστώ, αφήστε με να ζήσω κι ας είμαι κάπως.

Η εξουσία προωθεί πολιτική ίσων ευκαιριών προς όλες τις μη προνομιούχες ομάδες (ηλικιωμένοι, άτομα με ειδικές ανάγκες –δεξιότητες, άτομα εξαρτημένα από ουσίες) κι έχει εξοβελίσει ακόμα και απ ’τη γλώσσα την μιζέρια, την ασθένεια και την ατυχία στη φυσική επιλογή λόγω μιας γενικής τάσης να φαίνεται πολιτικά ορθή αφενός, αφεδύολόγω του ότι όλοι οι πολίτες της χώρας είναι δυνητικοί καταναλωτές (βλ. γιαγουμποδάνεια).

Στη δεκαετία του ’60 ο συνταξιούχος έβγαινε μόνο στο καφενείο. Η φιγούρα της μαυροφορεμένης γιαγιάς-νίτζα ακόμα πουλιέται στα νησιά το καλοκαίρι σαν σουβενίρ. Από την άλλη πλευρά τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης θεοποιούν και βαλσαμώνουν τη νεότητα θεωρώντας την υπέρτατο αγαθό. Κορίτσια που μόλις βγήκαν από τη θερμοκοιτίδα (δεν τα γνωρίζει ούτε η μάνα τους), αιώνια ποθητά, μεγαλοστελέχη και νοικοκυρές ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν όλη μέρα πιστωτικές, αγόρια βελούδινα οδηγούν αυτοκίνητα αστραπές σε εξωτικά μέρη, δεκαπέντε αδύνατοι άνθρωποι γύρω από το τραπέζι με τις μακαρονάδες, μικρά, έξυπνα παιδάκια τρώνε νόστιμο, χρωματιστό, γρήγορο φαγητό. Έτσι, το καπάκι αποκτά μια ψυχολογία ό,τι φάμε ό,τι πιούμε...

Αλλά η Ελλάδα δεν συνορεύει με το Λουξεμβούργο. Ζει στα γεωπολιτικά της αδιέξοδα. Και η πολιτική των ίσων ευκαιριών, εκτός από τη λαϊκίστικη χροιά που παίρνει λόγω μεσογειακού κλίματος, διηθείται αργά, αφού μέσα στη μάζα υφέρπει ο ρατσισμός (παράλjυτε, μόγκολε, ρετάρντ) και τα ανυπόστατα πρότυπα που προωθούνται από την τηλεόραση, τα περιοδικά, τον κινηματογράφο, θεωρούνται υπαρκτά (δεν ξέρω πότε, αλλά εγώ εκείνη την παρέα που πίνει καφεδούμπες κάνοντας ιππασία στο Λούρο θα τη βρω όπως και δήποτε).

Βέβαια δεν χαρακτηρίζεται εύκολα «καπάκι» ο ευθυτενής, περιποιημένος, ιδανικού βάρους ηλικιωμένος/-η που γνωρίζει από αμοιβαία κεφάλαια και κάνει διακοπές στην Βενετία. Ούτε ο Μπάρμπα –Γιώργος, ο θείος του Καραγκιόζη, που ζει σε στενή συνάφεια με τη φύση (εκτός αν πάει στο κεφαλοχώρι για ουκρανιζερί). Αυτοί εμπίπτουν σε άλλες κατηγορίες. Έχει δηλαδή το καπάκι και μια εσάνς παρακμιακού ξεσαλώματος.

Τηρουμένων των αναλογιών, καπάκι, για έναν δεκατριάχρονο είναι ο τριαντάρης που τα δίνει όλα στα μπουζούκια, για τον τριαντάρη, ο πενηντάρης που γλείφεται για τα πιπίνια και για τον πενηντάρη, μια ορατή και αναπόφευκτη απειλή όποτε παύει να χρησιμοποιεί τη λέξη μπας και τη γλυτώσει (αμ δε...).

Βροχερό Πάσχα σε επαρχιακό ξενοδοχείο Δ΄φεύγα κατηγορίας μυρωδιές οβελία και βε-σε ομού. Στη γωνία νέουρες με γυαλί, μαλλί και παντελόνι λη και κινητό σα προέκταση του χεριού.
- Κόψε ρε Νίνο τα καπάκια πάνω στα τραπέζια, χτυπιούνται σα να μην υπάρχει αύριο. Όρε πλάκες. Να φωνάξουμε τον αγροτικό λέω γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λίμνη των Ιωαννίνων Παμβώτιδα, υπήρχε ένα σημείο, λίγο μακρύτερα από τα ταβλοκαφενεία, που το λέγανε «το δώδεκα». Ο μύθος επισημαίνει ότι επειδή ήταν το βαθύτερο, (δώδεκα μέτρα έως το βυθό) εκεί ρίχνονταν όσοι ξέφευγαν από το Ψυχιατρείο, που τότε ήταν παραλίμνιο και ακόμη όσοι απελπισμένοι αποφάσιζαν να κόψουνε την άλυσο αφήνοντας τον μάταιο τούτο κόσμο για πάντα.

Εκτός του ότι οι λίμνες είναι φορτισμένες αιώνες τώρα με θρύλους για τέρατα, για απόκοσμες υπάρξεις, για στυγερές δολοφονίες αθώων, πλην εκπάγλου καλλονής νεανίδων που ανατάρασσαν τα πάθη, για παλικάρια που χάνονται στα νερά τους αναζητώντας την άπιαστη θηλύτητα, το μέρος εκείνο ανέδυε και κάτι από τη μοιραία και σκοτεινή γοητεία της εθελουσίας εξόδου στο Επέκεινα.

- Ρε συ, θυμάσαι τον Παντέλα;
- Ποιόν ρε, εκείνον που χρωστάει σ’ όσους μιλάνε Ελληνικά;
- Α γειά σου.
- Εκείνον που τ’ ανοίξανε το μαγαζί και τα σήκωσαν όλα τις προάλλες;
- Ετς.
- Ε…
- Τον παράτησε η γυναίκα του και του άφησε και τα τρία τους παιδιά.
- Ώι-ντάαα… είναι κατευθείαν για το δώδεκα ο τζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοξική κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού (τα ζώα ουδέποτε πίνουν ως γνωστόν) στην οποία υποπίπτει ούτος μετά από κατανάλωση άμετρου ποσότητας ξυλοπνεύματος. Το ξυλόπνευμα παράγεται και από την ξηρή απόσταξη του ξύλου όπως αναφέρεται εδώ. Κάθε πότος περιέχει ίχνη ξυλοπνεύματος και επαφίεται στην δεξιοτεχνία του μάστορα πότε και σε ποια ποσότητα θα πέσει στο μπουκάλι μας. Στην καθαρή του μορφή είναι συστατικό πολλών χημικών, διαλυτικών, καυσίμων και τροφίμων σαν υποκατάστατο της αλκοόλης. Η γλυκιά γεύση και η διαφάνειά του το καθιστούν μη ανιχνεύσιμο και ως εκ τούτου ευκόλως προστιθέμενο στα πιόματα με σκοπό τη νοθεία από διάφορους οπορτουνιστές, λαμόγια, κερδοσκόπους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Σε μεγάλες ποσότητες η χρόνια χρήση επιφέρει τύφλωση.

Η λέξη, αναφερόμενη στην εκούσια αλλά φευ παροδική επίδραση της ουσίας στα πάνω πατώματα, αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην ατέρμονη αλυσίδα των εκφράσεων που, σαν μαλακές, γλωσσικές φασκιές, διαφυλάττουν αλώβητη την επιθυμία του έλλογου όντος να κατακερματίσει τα όριά του, να κολυμπήσει, να πνιγεί η ακολουθώντας τον πνευματικό του άνεμο να στρέψει το πανί για τη δική του Γη της Επαγγελίας.

Ο μεθυσμένος πάσχων από έλλειψη πραγματικότητας, μετουσιώνεται στην φρυκτωρία του νου του σε αυτόν που αλήθεια είναι. In vino veritas. Ο έρωτας ανταποδίδεται, ο φόβος και οι συμβάσεις καταργούνται. Το αλκοόλ ρέοντας στα πιο βαθειά αυλάκια του εγκεφάλου θα εκμαιεύσει δια διηθήσεως την απάντηση στην αιώνια απορία μπρος στο απελπιστικά εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό και είναι άρρηκτα δεμένο με τον άνθρωπο, το γέλιο του, το κλάμα του το τελικό ναυάγιο.

Και καμία σχέση ο Βάκχος βεβαίως-βεβαίως. Ο Διόνυσος είναι η ελληνική μετάφραση του Βάκχου όπως η νταρντανομούνα είναι η ελληνική μετάφραση της παρενδυσίας. Οι μαινάδες που πίνοντας μόνο γάλα «κάραν πάλλουσι» και κραδαίνοντας εγχειρίδια και φίδουλες σκαρφαλώνουν ξυπόλυτες τα βουνά, που με τα χέρια ξεσκίζουν θηρία κ ανθρώπους, καταβροχθίζοντας και πετώντας τα κομμάτια στη γη, αυτές που με νυκτιπολίες στο τέλος του χειμώνα λυμαίνονται τους αγρούς καλώντας τους νέους χυμούς ν’ ανεβούν και να γονιμοποιήσουν το χώμα γι’ άλλη μια φορά, ουδεμία σχέση έχουν με διάφορα αναγώγια και καταγώγια όπου γίνεται φάση. Ίσως μια φευγαλέα πνοή τους φτάνει σε μας σήμερα σαν Αναστενάρια. Ιδού και ο εκφραστικός πλούτος που συλλέχτηκε σ’ αυτό το μέρος που ώρες - ώρες η εικονική πραγματικότητα είναι πιο πραγματική από την πραγματική πραγματικότητα και επιπροσθέτως, εξόχως απενοχοποιητική.

Assist: ένας φίλο από το διπλανό τραπέζιμεγάλε α γειά σου χίκ!).

Βλέπε: αλκοόλα, Άλκης, Άλκηστις, αλάμπαρση,έμτυ φιούελ, είμαι κομμάτια, ζάντα, ζαμπόν, γίνομαι Γκόγκολ, γκαργκάνιασμα, γίνομαι γκολ, γίνομαι κουδούνι, γκρούγιος, κροκόδειλος, γίνομαι κώλος, γίνομαι χημείο, γκούμπριτος, καύσιμα, κουρούμπελο, κωλοτρυπίδι, ξίδια, κόκκαλο, κοκαλίγκα, τα κοπανάω, κουνουπίδια, κουστώ, κρασίς, κρασοπατινάδα, κρασοκατάνυξη, κραιπαλιάζω, λιώμα, λιάρδα, λιώσιμο, λυώνω, λιωσμάρα, λικερώνομαι, λιόστ, λιουμίδης, μεθυσμενάκι, μπέκρα, μπέβα, μπεκρίλα, μπεκροκανάτα, μπεκρόχεσα, Μπομπ Ντίρλαν, Μπυρακλής, μπυρούζο, μπυρόβιος, μπυρουέτες, ντίρλα, ντέφι, νεροχύτης, οινόπνευμα, Ορέστης Μακρής, ούζερ, πατημένος, πίνω τον κώλο μου, πίτα, πιώμα, ποτάκιας, πότης της ασφάλτου, πετρέλαιο, πλακάκι, ρούκουνας, σούρα, στρακόττο, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, την πίνω, τσικουδόχοιρος, τάπα, τζάλα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τα τσούζω, Τζακ ο αντεροβγάλτης, τύφλα, υγρόν πύρ, φορτωμένος, φιλτιμπίνι, φέσι, φέτες, φτιάχνω-ομαι, φυσέκι, χαϊντιρλάντερ, χάλια, χαλιέμαι, Χανγκάιβερ, χώμα

Ο Μήτσος και ο Τάκης κουτσοπίνουνε στο μπαράκι της Μπουμπούκας τα σχετικά Λιώσε Κουέρβο, Θήβας Ρίγκαλ, Kαυτή Σάρκα κ.τ.λ. Στο σβήσιμο πάνε μέσα από το πάρκο ρομαντικά, άντε και για κανένα τυχερό και άξαφνα ο Τάκης σκοντάφτει στο ποτιστήρι του γκαζόν, πέφτει πάνω σε κάτι πέτρες και σπάει ό,τι προεξέχει: μύτη, δυο δόντια, τρία δάχτυλα. Την άλλη μέρα, μετά την ανάταξη ο Τάκης κατάλαβε. - Μητσάρα, εγώ δεν ήπια απλώς, εγώ έπαθα ξυλοπνευματίαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θήλεος κυρίως. Γυναίκα αργή, πλην όμως επιβλητική. Μυαλό να πλέει στα πελάγη. Στήθος πλούσιο, περίσσια λίπους στο σώμα (φουλ τα οιστρογόνα). Δέρμα λευκό και ζουμερό. Σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδος.

Κυρίαρχος προβληματισμός: γιατί δεν πιάνει το ντεκαπάζ; ποιος είναι ο αρχιτέκτων των χτιστών νυχιών; γιατί φουσκώνει ο καφές και ταυτοχρόνως χτυπάει το κουδούνι; και άλλα τέτοια υπαρξιακά.

Ο χαρακτηρισμός παραπέμπει στα θηλαστικά και μάλλον στα χαμηλότερα πατώματα της αλυσίδας, εκεί που σκέφτεται κανείς ένα χνουδωτό μαλακό πλάσμα, αραχτό, να θηλάζει οχτώ νεογνά, κρεμασμένα από τα βυζιά του.

Το αντίστοιχο σερνικό είναι «μάμαλος», αλλά εμπίπτει σε άλλη κατηγορία.

Δώρα: - Χτες πήγαμε στη Νίκη για καφέ. Τα τρίδυμα ξεσαλώναν, η ρωσίδα ήθελε να κάνει πάστρα, ήρθαν και τα μαστόρια για τις πόρτες, πέντε ώρες κάναμε να τον πιούμε, πολύ μαμάλω μωρέ παιδί μου.
Σοφία: - Δηλαδή τι έκανε; (άλλη μαμάλω αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοκοποτάτη έκφραση μαθητικής εσοδείας, υπονοούσα ότι το παλαιό ρητό εκφερόμενο σε στιγμές απελπισίας και αδιεξόδων επιβάλλεται ναρετουσαριστεί, ν’ αλλάξει ούτως ειπείν η απτική του μνήμη που παραπέμπει σε επώδυνα και τραυματικά ερεθίσματα, να αντιστοιχιστεί εννοιακά με φιλικότερο προς το υποκείμενο περιβάλλον.

Έτσι, προσεγγίζοντας τη γνώση που αποκωδικοποιεί έναν φαινομενικά αυθαίρετο και αναπάντεχο συσχετισμό, αποκαλύπτεται η σχέση ανάμεσα στην κυριολεξία και την ιδιωτισμικότητα, καθώς ο χρήστης συμφύρεται μ’ ένα σύμπαν όπου δεν υφίσταται η απειλή της βαρύτητας, όπου η αγνότητα, η καθαρότητα, η μυρωδιά της λεβάντας και της βανίλιας, η βελούδινη γεύση στη γλώσσα τον ωθούν απαλά προς την λησμονημένη παιδική ηλικία, πολύ πριν τους εξαναγκασμούς των κανονιστικών συμπεριφορών.

Οι λέξεις, κρατώντας μόνο την μουσική και το μέτρο τους σαν λεπτές σχεδόν αόρατες χορδές, συνδέουν ανεπαίσθητα τις αιχμές και την τραχύτητα του βουκολικού τοπίου με το θρόισμα των συμφώνων τους, το πλατάγισμα των κυμάτων, την εκούσια διολίσθηση σε αργιλώδη λυτρωτικά λουτρά.

Αυτά, για τα μούλικα!

Σε μια διαφορετική προσέγγιση τώρα, ψηλαφώντας τυφλά ανάμεσα από τη γλώσσα, οι πληροφορίες που υποσυνείδητα κατέχει ο διαστροφικός λεξιλάγνος χρήστης στο... πίσω μέρος του εγκεφάλου του, συντελούν ώστε να αποκαλυφθεί από ποια επιπλέον στοιχεία αποτελείται η ιδιωτισμική σημασία της έκφρασης.

Γνώστης της βοτανικής, ευλόγως συνδέει τον αφρό με την διασπερμάτευση σε πιο λάιτ εκδοχή, κάτι σαν με τρία τοις εκατό λιπαρά ένα πράμα.

Οι ανήσυχες αισθήσεις του από την άλλη πλευρά, τον κάνουν ν’ αναρωτιέται: τι χρώμα κρέμα; Σοκολατί; Κερασί; Κοκακολί;

Και φτάνοντας αναπότρεπτα στην ιδιάζουσα συνδυαστική του αντιληπτικότητα, συνθέτει το τρελό σκηνικό: Πάντελας και Βάγγελας κάπου στις Κυκλάδες, στη 99η στάση μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και ώτα, τρία δεύτερα πριν το τέλος του κόσμου:
- Ναι, ναι, ΝΑΙ,ΝΑΙ, ΝΑΑΑΙΙΙΙ!!!
Αποτέλεσμα: μπρος αφρός και πίσω κρέμα.

Είναι βεβαίως βεβαίως αδιευκρίνιστο αν τα μούλικα κατέληξαν σε αυτό το επίπεδο ερμηνείας -κι ούτε μπορεί να διαπιστωθεί γιατί δεν λένε.

Το μέλλον θα δείξει.

Πω ρε κοίτα, η Τζούλια με περιμένει στις βρύσες κι η Μαριάννα στους καμπινέδες. Λες να τους σφύριξε κανένας ότι φασώθηκα με τη Σάσα;
- Τώωωρα, μπρός αφρός και πίσω κρέμα, δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified