Ο κολλημένος σε παρωχημένες ιδέες, που παρουσιάζει μια ψυχαναγκαστική επαναληπτικότητα, λέγοντας ξανά τα ίδια και τα ίδια. Βλ. και κολλάει η βελόνα, βάζω την κασέτα.

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

  1. Και πάντα σκαλώνω σαν χαλασμένο βινύλιο στην ίδια απορία: «Κατάλαβε τίποτα για μένα από μένα;». (Εδώ).

  2. - Διάβασες το κυριακάτικο άρθρο του στην Καθημερινή;
    - Έλα μωρέ, τα ίδια έλεγε, σαν χαλασμένο βινύλιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, χρησιμοποιείται ως εικονοποιία για να αισθητοποιήσει την περίφημη «θεωρία των δύο άκρων», δηλαδή την αντίληψη ότι τα δύο πολιτικά άκρα, ήτοι αφενός η Ακροδεξιά και αφεδύο η Αριστερά, συναντώνται, τρέφουν ή και προκαλούν το ένα το άλλο και μοιράζονται κοινά στοιχεία, όπως λ.χ. η βία, ο ολοκληρωτισμός ή, έστω, ο αυταρχισμός, ο κρατισμός, ο αντισημιτισμός κ.ά.

Το ντίσκουρς αυτό του πετάλου χαρακτηρίζει κυρίως τους νεοφιλελέδες, που προβάλλουν τον φιλελευθερισμό ως τη λύση απέναντι στα συγγενή κακά της Ακροδεξιάς και της Αριστεράς, αλλά μπορεί να βρεθεί και μεταξύ απλών δεξιούληδων, μικροαστούληδων και κεντρώων.

Μια κλασική μορφή που παίρνει είναι η σύγκριση του χιτλερισμού με τον σταλινισμό και μια ορισμένη αγανάχτηση γιατί ο Στάλιν δεν καταδικάζεται εξίσου όσο ο Χίτλερ στην συνείδηση της Ιστορίας. Επίσης, η θεωρία του πετάλου είναι πολύ της μοδός στην Ελλάδα της κρίσης, όπου θεωρείται ότι η άνοδος της Αριστεράς είναι υπεύθυνη για την άνοδο της Χρυσής Αυγής ως αντιαριστερή αντίδραση, ή ότι μια ορισμένη περιφρόνηση της Αριστεράς προς τους θεσμούς και τη νομιμότητα προς την μεταπολίτευση εξέθρεψε ανάλογα φαινόμενα από την Ακροδεξιά.

Η επιμονή βεβαίως πολλών ας πούμε «συστημικών» αρθρογράφων που έχουν κάνει την θεωρία του πετάλου εργόχειρο και οι σχετικές υπερβολές, δημιουργούν εύλογες αντιδράσεις στον αριστερό κυρίως χώρο, όπου το αντίστοιχο ντίσκουρς είναι ότι ο ακροδεξιός και δη ο φασίστας είναι το μαντρόσκυλο του καπιταλιστή που βγαίνει να γαβγίσει ή και να κατισχύσει σε μία δύσκολη για τον καπιταλισμό περίοδο, και μετά αφήνει και πάλι τους φιλελέδες όταν πλέον έχει ολοκληρώσει την δουλειά του. Οπότε η Ακροδεξιά παρουσιάζεται ως ένα εργαλείο του καπιταλισμού ή ακόμη και ως μια άλλη όψη του φιλελευθερισμού.

Προφ. η μεταφορά βασίζεται στο ότι στο πέταλο, τα δύο άκρα του είναι πολύ κοντά.

Η ελληνική άκρα αριστερά (κομμουνιστική και αναρχοειδής) ευθύνεται, σε μεγάλο βαθμό, για την επανεμφάνιση της άκρας δεξιάς και των νεοφασιστικών και νεοναζιστικών ομάδων. [...] Ο ΣΥΡΙΖΑ και η άκρα αριστερά απορρίπτει, ως «απλοϊκή» και ανιστόρητη (look who’s talking!) τη θεωρία του πετάλου –κατά την οποία η άκρα αριστερά συναντιέται με την άκρα δεξιά. Κι όμως, το πολιτικό φάσμα δεν είναι γραμμικό· είναι, θα λέγαμε, πολυδιάστατο. Τα δύο άκρα μοιράζονται τον αυταρχισμό και τον κρατισμό, περιφρονούν τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και περιορίζουν την ελευθερία του λόγου στην ελευθερία του δικού τους λόγου. Σε πολλές περιπτώσεις μοιράζονται ακόμα και τον αντισημιτισμό αν και, πράγματι, με διαφορετικά επιχειρήματα. («Περί της θεωρίας του πετάλου» της Σώτης Τριανταφύλλου εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έδεσμα ακριβώς αντίθετο από το κουτόχορτο. Όταν το τρως γίνεσαι αίφνης πονηρός και εξυπνάκιας. Με άλλα λόγια, ρωτάμε έναν συνομιλητή αν έχει φάει πονηρόπιτα σε περιπτώσεις που προσπαθεί να μας ξεγελάσει και νομίζει ότι δεν θα το καταλάβουμε, ή που το παίζει έξυπνος, εξυπνίδης, αλητίστας.

Μερικές φορές το τρώω πονηρόπιτα μπορεί να δηλώσει ότι πέφτω θύμα πονηριάς, αν και μάλλον κατά παραφθορά της αρχικής σημασίας της φράσης κττμγ, ενώ κερνάω πονηρόπιτα ότι προσπαθώ να πιάσω κάποιον κότσο.

  1. γεννηθήκατε έξυπνοι η φάγατε πονηρόπιτα; 2 μήνες στο πεύκο και 3 μήνες παραμεθώριο έκανα..και μαγκιά μου που είχα βύσμα και μπήκα σε γραφείο..εγώ τουλάχιστον πήγα..και δεν κόπηκα σαν γιωτόμπαλο όπως εσείς.. (Εδώ).

  2. πονηροπιτα φαγατε το πρωι ε;αντι να πειτε ενα μπραβο που ελληνες διαπρεπουν στο εξωτερικο το παιζετε γατακια.χαζεψατε απο τη φαπα και γινατε μαγκες στο ιντερνετ. (Εδώ).

  3. έλα αγορίνα, αλλού η πονηρόπιτα, σε αυτούς που σε πέρνει και την τρώνε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδεχθής τύπος συνανθρώπων μας, ο οποίος από τον Δεκαπενταύγουστο περίπου και μετά, ενώ σκάει ο τζίτζικας, και ενώ τα πέριξ ζευγαράκια ατενίζουν χέρι με χέρι την αυγουστιάτικη πανσέληνο, αρχίζει και εύχεται «καλό χειμώνα!», στη λογική ότι το μεγαλύτερο μέρος των θερινών διακοπών έχει παρέλθει και αφού γεμίσαμε τις μπαταρίες οφείλουμε να ετοιμαζόμαστε για μια παραγωγική νέα εργασιακή χρονιά.

Ανεπιβεβαίωτες φήμες θέλουν τον τοιούτο καλοχειμωνάκια να παραδίδεται στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, από κοινού με τον σταλεγάκια, τον δεφταισεσυτζή, τον πλακακανωτζή κ.ά.

Αντίθετο του καλοχειμωνάκια σύμφωνα με τιτιβίσματα που υπέπεσαν στην αντίληψή μου, είναι ο ναμαγαπάκιας, που προσπαθεί να παρατείνει ακόμη λίγο την θερινή ραστώνη παίζοντας ναμαγαπάδικα στην κιθάρα.

  1. Θάνατος στους καλοχειμωνάκηδες! (Από έκκληση στο Φέισμπουκ).

  2. Αντισταθείτε στους ΚΑΛΟΧΕΙΜΩΝΑΚΗΔΕΣ που μας την πέφτουν μέσα Αυγούστου :)). (Από το Τουίτερ).

  3. Έχετε γαμηθεί οι «καλοχειμωνάκηδες» με τον καιρό λες κ' πέρσι τον Οκτώβρη κάναμε σκί η' παίζαμε χιονοπόλεμο ξέρω γω. (Εδώ).

(από Khan, 26/08/13)(από Khan, 14/09/14)

βλ. και καλό χειμώνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάς, ο ιερέας στα καλιαρντά εκ των βακουλή (= Εκκλησία) και πουρός.

Το βακουλή χρησιμοποιείται σε πολλές λέξεις της καλιαρντής που σχετίζονται με την Εκκλησία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) αναφέρει ως πιθανή ετυμολογία την προέλευση από τα αβάς (abbé στα γαλλικά) και kule = πύργος στα τουρκικά.

Ο δεύτερος, σπούδασε μαθηματικός ο Μιχάλης, ήσυχο παιδί, μαζεμένο, του Θεού. Της προσευχής και της μετανοίας. Τα κατάφερε αυτός, διορίστηκε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι, ασφαλίστηκε, έκανε και μια λατσή κρεμάλα με μια μούτζα με μπερντέ, τη νύφη μου, τη Γαρυφαλλιά. Η νύφη μου είναι ψυχικιάρα, του «Κυργιελέησον» κι αυτή και με συμπονά. Τα πάμε καλά, μου στέκεται στα δύσκολα. Στο τέλος έγινε παπάς το θεόπαιδο. Τρία αδέρφια, το καθένα κι άλλο μπαϊράκι. Ο πρώτος, καππακάππας, ο δεύτερος, βακουλοπουρός, ο τρίτος, καραλούγκρα. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπάθεια να αποδοθεί στα ελληνικά ο αγγλικός όρος island-hopping, που σημαίνει να ταξιδεύεις θαλασσίως από νησί σε νησί και να κάθεσαι για ένα μικρό διάστημα στο καθένα προτού να μεταβείς στο άλλο.

Νησιωτικά συμπλέγματα, όπως οι Κυκλάδες, και γενικότερα το Αιγαίο, είναι ιδανικά για κάτι τέτοιο, εξ ου και το άιλαντ χόπινγκ φορέθηκε πολύ ως ούμπερ-τρέντι τα τελευταία χρόνια τιμώμενο και από κορυφαίες μορφές της εγχώριας βλαχοκυριλοσύνης.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το κάνεις, είτε σκαφάτος με το γιωτ σου, είτε με πιο αλτέρνατιβ τρόπους που βγάζουν ένα φυσιολατρικό ζενεσεκουά, ως ιστιοφλώρος, αλλά και ως τουριστίκλας που επιλέγει ένα έτοιμο πακέτο νησοπηδήματος (τσου ρε βραχιολάκη).

Το ιδανικό είναι βέβαια το νησοπήδημα να μεταφράζει όχι μόνο το island-hopping αλλά και το island-fucking, ήτοι τις one night stand up comedies που διαδραματίζονται στα ελληνικά νησιά, κατά προτίμηση με τουρίστριες από την Σουηδική Αραβία.

Για το island-hopping στην βιολογία, ζωολογία και στρατιωτική τακτική δες την Βικούλα

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman.

Τον άκουσα σε μια συναυλία του στη Νάξο, που έτυχε να βρεθώ στις 17 Αυγούστου στο πλαίσιο νησοπηδήματος, άιλαντ χόπινγκ που λέμε και στο χωριό μου.

(από Khan, 27/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλιαρντή λίγο-πιο-μεγάλη λέξη για το κρεμιέμαι στην βακουλή = Εκκλησία, δηλαδή παντρεύομαι με βακουλοπουρό και με κρεμαλότεκνο και χάνομαι (μέχρι νεωτέρας) από τον κόσμο των τζιναβωτών.

Μουτζωτός ήταν πάντοτε, στο τέλος βακουλοκρεμάστηκε με ένα μουτζό με μπουτ μπερντέ και χάθηκε.

Got a better definition? Add it!

Published

Η στοματική κοιλότητα που συμπολίτες μας δεν την χρησιμοποιούν μόνο για λειτουργίες όπως η βρώση, η πόση και η ομιλία, αλλά επιπλέον και για την χρήση που σύμφωνα με την -πολύ πασέ ομολογουμένως θεώρηση- επιφυλάσσεται μάλιστα στο μουνί.

Πρόκειται, δηλαδή, για μια λέξη αντίστοιχη με το κωλόμουνο, με την διαφορά ότι, σε αντίθεση με το τελευταίο, το στόμα δεν χρειάζεται και τόοοση υπομονή για να γίνει μουνί (το σάλιο το έχει από μόνο του άλλωστε), μόνο καυλή θέληση και λίγη αντοχή, γι' αυτό και είναι μάλλον ένα μουνί του παρόντος ή και του παρελθόντος παρά ένα μουνί του μέλλοντος.

Όπως ο όρος τσιμπουκόστομα, το μουνόστομα χρησιμοποιείται και για να εξάρει την πχοιότητα ενός στόματος που έχει καταστήσει εαυτό φιλόξενο αιδοίο (λ.χ. κατά την διάρκεια γαμησιάτικων μπινελικίων), και ακόμη περισσότερο -φευ- ως βρισιά για συνομιλητές μας που θεωρούμε προσβλητικώς ότι θα ήταν καλύτερο να μην χρησιμοποιούσαν το μουνόστομά τους επιπλέον και για την λειτουργία της ομιλίας (βλ. τη ρόκα σου εσύ!).

Μια σημαντική λογοτεχνική εξαίρεση αποτελεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, που χρησιμοποιεί με ένα ορισμένο θάμβος την καθαρευουσιάνικη έκφραση στοματομουνίς νύμφη για να περιγράψει νυμφίδια που έχουν προβεί στην συγκεκριμένη μεταλλαγή είτε καυλοπυρέσσοντα όντα, είτε λόγω της ανάγκης ένεκα κοινωνικών συμβάσεων παρωχημένων εποχών να διατηρηθεί άθικτος ο παρθενικός υμήν ακόμη κι αν χρειαζόταν να φτάσουν στο αμήν!

  1. α. Τρελαίνομαι να ξαπλάρω με τα πόδια ανοιχτά και τις αρχιδάρες μου να παίρνουν αέρα και ένα υγρό μουνόστομα να κόβει βόλτες πάνω στον πούτσο μου. (Από σάιτ για ενήλικες).

β. «Σου αρέσει καριόλα που σου γαμάω το στόμα; Αν δεν καταπιείς και την τελευταία σταγόνα, δεν τον βγάζω απ' το μουνόστομα σου. Τ' ακούς;« (Αναπολούμενα γαμησιάτικα μπινελίκια σε σάιτ για ενήλικες).

  1. α. μαλακα αν δεν γουσταρεις εμινεμ (που για μενα ειναι απο τους καλυτερους ALIVE) κλεισε το μουνοστομα σου ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΟ (Εδώ).

β. κ επειδη το μουνοστομα σου πισω απο μια οθονη ξερει να κανει μονο το τζαμπα μαγκα... (από διαδικτυακό βρις-οφ).

  1. Ήτο φανερόν ότι ο τυχηρός αυτός άνδρας εγέμιζε τώρα ραγδαίως το στόμα της μικράς με άφθονον ψωλοχυμόν, που με ακατάσχετον ορμήν ανέβλυζε εις την ελάχιστα διαφέρουσαν κατά τας στιγμάς εκείνας από γλυκό μουνί θερμήν στοματικήν κοιλότητα, ενώ η παις, σφίγγουσα με ηδυπαθή απόγνωσιν, γύρω από την ασπαίρουσαν ψωλήν, τα χείλη της, ώστε να μην της διαφύγη ούτε μία σταγών του λιπαρού αρσενικού χυμού, πιπίλιζε και κατέπινε αδιακόπως το πτυόμενον εντός του στόματός της πυκνόρρευστον σπέρμα, κρατούσα πάντοτε αβρώς την δονουμένην πούτσαν με την μίαν χείρα (προς σχετικήν ίσως σταθεροποίησίν της) και πιέζουσα με την άλλην τον ασκόν των όρχεων, ώστε να υποβοηθήση το δονούμενον γεννητικόν μόριον εις την πλήρη εκκένωσιν, την τελείαν αποστράγγισιν του γλοιώδους αρσενικού οπού του, που με έγκαυλον λαιμαργίαν η μικρά στοματομουνίς νύμφη περιπαθώς απομυζούσε και κατέτρωγε. (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Τόμος 4, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 4η εκδ., 2011, σ. 239-240).

(από Khan, 29/08/13)Σεξουαλικό γκατζετάκι που μετατρέπει μια ερωμένη κυριολεκτικά σε στοματομουνίδα νύμφην. (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα, μια κάπως πιο «ελληνική» λέξη για το γκρηκλιστικό πέοτζους.

Ξυπνάς επιθυμίες για χύσιμο για να χορτάσεις φρέσκο πουτσοχυμό. (Μια από τις χρήσεις σε σάιτ για ενήλικες, ανάλογης αισθητικής).

H Sibel Kekilli παραλίγο να χάσει το φως της (από σφυρίζων, 29/08/13)(από Khan, 09/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

«Τύπος μικρού ξύλινου πλοιαρίου στη περιοχή κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου, χαμηλού και άφρακτου (χωρίς κατάστρωμα) που κινούταν με κουπιά και ιστία (πανιά), φέροντας τρία λατίνια και αρτέμονα» (δες). Ετυμολογείται από το ιταλικό feluca και ίσως πρόκειται για αντιδάνειο < γαλλικό felouque < αραβικό felūka < ελληνιστικό ἐφόλκιον = βαρκάκι που ρυμουλκείται από το καράβι (δες).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι χρησιμοποιείται ως βρισιά παλαιάς κοπής, με την οποία προσάπτουμε ευτέλεια στον υβριζόμενο. Κατά τον πασαδόρο Gatzman δηλώνει κυρίως επιπολαιότητα.

Εϊτίλα αθάνατη:
Τρέχει προς τον Λάκη Τρέχει προς τον Τάκη
Συναντιούνται στα μισα
Αντρικά, βαριά, ζόρικα, κολλάνε τα χέρια χειραψία, ΚΛΑΤΣ, έτσι να ακουστεί ρε παιδί μου, αγκαλιάζονται στο πολύ βαρβατίλα, σαν την αρκούδα που πιάνει θήραμα ρε παιδί μου. χτυπάει ο ένας την πλάτη του άλλου και το παιχνίδι ανεβαίνει λέβελ, φτάνοντας στην επικοινωνιακή ολοκλήρωση.
Που είσαι μωρή τσιμούχα
Ελα μωρή κελεμπία
Καλά;
Καλά!
Που γυρνάς μωρή φελούκα, σε φάγανε οι γκόμενες και χάθηκες
Ααααααααααααντε μωρή γλυμούτσα, τα μάθαμε και τα δικά σου
Αραξε το όχημα να πιούμε καμμιά μπύρα να δροσιστούμε.

(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified