Όρος που περιγράφει χριστιανοσλάνγκ φαινόμενο. Είναι το αρσενικό του θεούσα, οπότε μιλάμε για θεοσεβούμενο αγριοχρίστιανο/ χριστιανοταλιμπάν.

Τα πάμπολλα χτυπήματα στον γούγλη μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω, ως προς τις συνηθέστερες διαδικτυακές χρήσεις του όρου:

  1. Χρησιμοποιείται συχνότατα ως Argumentum ad hominem για να υπονομευθεί η αξιοπιστία δημοσίου προσώπου. Στοχεύονται ως θεούσοι όχι μόνο οι συνήθεις ύποπτοι δεξιοί και ακροδεξιοί πολιτικοί, αλλά και επαναστάτες που ήταν θεούσοι στα νιάτα τους, λ.χ. μέλη θρησκευτικών οργανώσεων, και μαρξορθόδοξοι, και αριστεροί που τυχαίνει να συμπέσουν με απόψεις της Εκκλησίας, λ.χ. κατά της παγκοσμιοποίησης, υπέρ της τοπικής ιδιαιτερότητας, κατά του νεοφιλελευθερισμού και ταλιμπάν. Επίσης, ως θεούσοι λοιδωρούνται καλλιτέχνες με reborn στρεϊτάδικο υφάκι που ανένηψαν από ναρκωτικά χάρη στον τζίζα και τα ρέστα παγωτά.

  2. Ο συντηρητικός, συμβατικός στο σεχ. Και εδώ υπάρχει μια εύκολη ταμπελοποίηση ως θεούσου σε όποιον αρνηθεί κάτι κίνκι.

  3. Φαινόμενα χριστιανοτρόλ και e-λληναράδων που καταγγέλλουν ό,τι ανταλαμβάνονται ως δίχτυα του εξαποδώ στα διαδίχτυα. Ο θεούσος χρήστης του Διαδικτύου κάνει μπαμ από μακριά, όπως φαίνεται στο τελευταίο παράδειγμα, καθώς είναι συχνά φωνακλάς, αρχαιόκαυλος και πολυτονιστής και άλλοτε άκων άλλοτε εκών τρολιάζει ασύστολα.

Θα επιθυμούσα στην συνέχεια να προβώ σε ανάλυση του θεούσου που να τον διακρίνει από τους συναφείς τύπους του αγριοχρίστιανου και του χριστιανοταλιμπάν.

Το σημαντικό με τον θεούσο είναι ότι προκύπτει από το θηλυκό θεούσα, άρα είναι κατά βάση μεταφορά ενός θηλυκού τύπου στο αρσενικό (ο Θεός να τον κάνει!). Είναι, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Jeanoir για τους φιλόλογους, «κάποιος που μοιραία έχει αναπτύξει τις θηλυκές πτυχές της προσωπικότητάς του».

Ο αναγεννησιακός θεούσος είναι συχνά απελπιστικά πλαδαρός, θηλύγλωττος, τοιουτιέν, πάσχων από οξεία κλαψομουνίαση, υποχόνδριος, υστερικός και με πολλά αισθήματα αυτομεμψίας. Φροντίζει να κάνει μια δουλειά με λίγες υποχρεώσεις, λ.χ. δημόσιο φορέβα, ώστε να του μένει αρκετός χρόνος να γίνεται γκομενοφύλακας σε μια οικοδομή από θεούσες, με τις οποίες πάνε μαζί στις αγρυπνίες και με τις οποίες μοιράζεται το ίδιο πάθος για τον παπά που οργανώνει τα τοιαύτα χάπενινγκς. Στον παπά αυτόν τηλεφωνεί συνέχεια στο κινητό για να κάνει καθημερινό update των αμαρτωλών λογισμών του. Αν τον βαρεθεί ακόμη κι ο παπάς, τότε εξομολογείται τις αμαρτίες στον αυτόματο τηλεφωνητή. Στα πνευματικά χάπενινγκς, η συντριπτική πλειοψηφία είναι γυναίκες, και ο θεούσος είναι μια μοναχική ανδρική παρουσία, πολύ ευαίσθητη, οπότε είναι μια παρέα που παρηγορεί τις παντρεμένες από τις θεούσες για την σκληρότητα των ανδρών τους, που δεν τις ακολουθούν στις θείες ηδονές. Το ίδιο και στις προσκυνηματικές εκδρομές, όπου ο θεούσος αναδεικνύεται σε μέγιστο θεουσοβοσκό. Στην απίθανη περίπτωση που ο θεούσος είναι παντρεμένος, τότε χρησιμοποιούμε την έκφραση για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ο οποίος δεν ικανοποιεί σεξουαλικά την γυναίκα του, βλ. λ.χ. το ανέκδοτο.

Πρόκειται, λοιπόν, αφετηριακά για διαφορετική χριστιανόφατσα και διαφορετικό τύπο θρησκευτικού ζήλου από τον αγριότερο αγριοχρίστιανο ή από το κομιλφό παιδί του κατηχητικού, αν και δεν αποκλείεται καθόλου ο θεούσος να υπεραναπληρώσει εβέντουαλjυ τα αισθήματα μειονεξίας του με την βία του ιερού, που λέει κι ο René Girard.

Βέβαια συνήθως δεν γίνεται αυτή η λεπτή περιπτωσιολογία και ως θεούσος χαρακτηρίζεται γενικά ο αγριοχρίστιανος, ή ακόμη και ο ήμερος τοιούτος.

  1. Θεούσος αντίστοιχα είναι ο άντρας με το πατροπαράδοτο κουστουμάκι χρώματος καφέ, το μουστακάκι στυλ Χίτλερ, το αυστηρό βλέμμα και την ήσυχη ομιλία που επίσης δείχνει ανασφάλεια και αδυναμία να προσεγγίσει τον δρόμο του Κυρίου. Αυτήν την εντύπωση έχω, μπορεί να κάνω λάθος και συγνώμη από αυτούς που ανήκουν σ' αυτήν την κατηγορία, αν τους λύπησα. (Ενδοχριστιανικός ορισμός του θεούσου στο athos.gr).

  2. α. Και τί έχει να μάς πεί ο 'θεούσος« Αντώνης Σαμαράς για την αντίχριστη προγιαγιά του; (Εδώ).

β. ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στα νιάτα του ήταν θεούσος. (Εδώ).

3.α. Νήμα: Δεν με χαϊδεύει στο σεξ.
- Α, ναι.
Παίζει και το ενδεχόμενο να είναι θεούσος και να μη κάνει τέτοια πράγματα , του σατανά.
- τωρα εγινε θεουσος Ζουμερη μου γιατι παλια με τις πρωην του τα εκανε ολα αυτα τα βιαια.... (Εδώ).

β. καταλαβαίνω λίγο για ποιο λόγο \»φορτώνει\« η ρέμεντυ. φάνηκε λίγο από το θέμα ότι αν δεν είσαι swinger είσαι θεούσος.... από την άλλη οι swingers απαιτούν να μην χαρακτηρίζονται αρνητικά από όσους δεν συμφωνούν με τις τακτικές τους. οξύμωρον... (Εδώ).

  1. τι πρεπει να κανετε,για να φαινεστε θεουσος στο φορουμ.
    1.να μη δηλωσετε κανενα προσωπικο σας στοιχειο.
    2.να μη βαλετε στο προφιλ σας καθολου αβαταρ,υπογραφη,κτλ.
    3.το νικνειμ σας να ειναι με κεφαλαια ελληνικα γραμματα.
    4.να κανετε συχνη χρηση των κεφαλαιων ελληνικων.
    5.να μη χρησιμοποιειται greeklish.
    6.να μη χρησιμοποιειται εμοτικονς.
    7.να μην κανετε quote.
    8.να δειξετε οτι ειστε ασχετοι με τους υπολογιστες κ το ιντερνετ.
    9.να μπαινετε ωρες γραφειου.
    10.τουλαχιστον το 70% των δημοσιευσεων σας να βρεισκεται στη »θρησκειολογια«. (Εδώ).

Λ.χ. τραγουδάκι με ριμπόρν υφάκι που μπορεί ένας θεούσος να αφιερώσει σε αδελφή θεούσα. (από Khan, 02/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι λιώμα ύστερα από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, ο κομμάτιας/ κομματιανός, η πίτα/ λιάρδα, αυτός που πάσχει από χαμόβερ. Η έκφραση λιώμας μάλλον αποδίδει μια πιο πάγια ιδιότητα στο υποκείμενο, δηλαδή μιλάμε για κάποιον που γενικά είναι αποδιοργανωμένη προσωπικότητα και αλκοολικός ή ναρκομανής και διαλυμένος, γενικά σε μια ρευστή κατάσταση.

  1. Οι 10 φίλοι του Facebook που δεν αντέχεις άλλο:

Ο λιώμας: Πάντα με φωτό στις οποίες απεικονίζεται να κατεβάζει σφηνάκια ως σαφή απόδειξη ότι περνά καλά («Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο…»).

  1. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΛΙΩΜΑΣ; Ο πιτσιρικας που παιρνει ένα ταλιρο φουντα με αλλους 3 φιλους του και καπνιζουν στην πλατεια σαν ηλιθιοι ή ο κυριος Μαλακας που καταθετει αποψεις περι ηθους στην κορη του και μετα, αφου δειρει τη γυναικα του πηγαινει στα μπουζουκια με τους φιλους του και τις νοικιασμενες γκομενες τους. (Εδώ).

  2. είχε κοντέψει να πέσει κάτω ο λιώμας τραγουδιστής-με το ζόρι κρατιόταν όρθιος. (Εδώ).

(από Khan, 03/02/11)Ο αρχετυπικός λιώμας του ελληνικού κινηματογράφου (από joe909, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για γκόμενα που έχει περιέλθει σε απελπισία από παρατεταμένη αγαμία. Μένει αγαμήτου και απάρτου γωνία και έχει επειγόντως ανάγκη από σέρβις. Η έκφραση σχηματίζεται κατά το χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο από απελπισία. Οι γυναίκες δεν έχουν μεν κάτω κεφάλι, όμως το μουνί είναι άργκιουαμπλjυ ένα κέντρο της προσωπικότητας, ιδίως όταν τις πιάνουν τα μουνικά τους, (πρβλ. και ετυμολογία της υστερίας από την υστέρα) οπότε τέσπα, αυτό έχουν, αυτό βαράνε, ακόμη κι αν σαν εικόνα είναι τιραμισουρεαλιστική.

Πάσα: Vikar.

- Τι κάνει η Μαριλού;
- Απ' όταν την άφησε εκείνος ο τραγουδιστής, δεν τα έχει φτιάξει με άλλον. Και πάνε τέσσερα χρόνια!...
- Καλά, θα χτυπάει το μουνί της στον τοίχο, μιλάμε...
- Ναι, αλλά είναι και δύσκολη, δεν της αρέσει ο ένας, δεν της αρέσει ο άλλος... Ήθελε οπωσδήποτε καλλιτέχνη...

Κορίτσια χαϊδεύουν ένα χταπόδι (από Vrastaman, 04/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του χριστουγεννιάτικου παιδικού τραγουδιού Ο Μικρός Τυμπανιστής και του τούμπανο δηλαδή της σλανγκιάς που περιγράφει τον μυώδη άνθρωπο που δεν έχει καθόλου λίπος, αλλά είναι πρησμένος και σφριγηλός με την καλή έννοια. Ο μικρός τουμπανιστής είναι ο ανθρωπότυπος που περιέγραψα και στο μισή μπουκιά σπανακόρυζο, δηλαδή αυτός που προσπαθεί να υπεραναπληρώσει μια φυσική του μειονεξία, εν προκειμένω το χαμηλό ανάστημα, με το να γίνει μπιλντέρι σφίχτερμαν.

Προσωπικά, το χρησιμοποιώ για γκόμενες τ. πιπινέζα οι οποίες αναπληρώνουν το μη λεβέντικο παράστημα με το να γίνουν πολύ σφριγηλές και τουμπανιασμένες, και επαληθεύουν έτσι το ρητό του λαού μας ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι. Λόγω προδιαγραφών δεν μπορεί βέβαια να αρθεί στο ύψος ενός θεόμουνου, μπορεί όμως να αποτελέσει ένα καθ' όλα τίμιο καυλέτο και δη μανιτζέβελο στις κρεβατικές εχθροπραξίες λόγω χαμηλού κέντρου βάρους και έλλειψης λίπους. Το αρσενικό γραμματικό γένος δεν πρέπει να προβληματίζει, γιατί οι γυναίκες τούμπανα συχνά αποδίδονται με αυτό όπως στα μούναρος, κόμματος, τσολιάς, πούτανος/ κοντοπούτανος, και εξάλλου το κοντό ανάστημα παραπέμπει σε gender-neutral παιδί τ. γουτσιστικού διπαί, πρβλ. και τη συνήθεια των γυναικείων υποκοριστικών σε ουδέτερο γένος, λ.χ. Αννιώ, Μαρινιώ. Βρασταμανιστί: τουμπανομεζές.

Σημείωση για τον γερμανό μεταφραστή: Πρόκειται για λολοπαίγνιο με χαμηλή διάδοση. Το ίδιο δε παιδικό άσμα έχει σλανγκιστεί και ως μικρός τυμπανιστηρτζής.

  1. Το Άσμα:

ο μικρος τουμπανιστης

Σε λιγο θα μαι τουμπανο
και ποιος θα μου μηλαει
του χρονου οΤακης ο κουβας
τα δερνει τα γαμαει

θα μπω στο γυμναστηριο
και κατω απο της μπαρες
θα φτιαξω χερια ατσαλινα
θα σπασω της αμπαρες

268 κιλα θα παιζω παγκο στηθος
χτηστος θα γινω νταβατζης
που θα τρομαζει πληθος

ειμαι οτακης ο κουβας
μελλοντικος mister hellas. (Δες).

  1. Η ο μικρός τουμπανιστής. Στα νιάτα του έκανε body-building. Λέει, ότι είχε πάρει και τίτλο. Είχε βάλει και μπράντιφερ με τον Σβατζενεγκερ (έχει πει) και ήρθαν ισοπαλία. (Δες).

  2. -Έχει κανά τούμπανο στο γυμναστήριο που πας, γιατρέ μου;
    - Νταξ, δεν παίζει κανάς τσολιάς, αλλά υπάρχει ένας μικρός τουμπανιστής μούρλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωπότυπος που, σύμφωνα με τους ψυχανάλατους, έχει ένα θεματάκι με το πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης. Περιφραστικά λέγεται πρωκτικά κατακρατητικός ή πρωκτικά εγκρατής. Με απλά λόγια είναι αυτός που δεν φχαριστιέται το χέσιμό του, ο δυσκοίλιος που αφήνει μόνο φασόλια και μικρές κουραδίτσες να ξεπροβάλλουν και χάνει την ηδονjή ενός γερού χεσίματος. Ο πρωκτικά στείρος. Εξάλλου, σύμφωνα με τον ορισμό της εξειδικευμένης στα σιχαμερά Ιρονίκ για το σφιχτοκούραδο, «αν είναι μικρούλι το σφιχτοκούραδο απλώς γαργαλάει λιγουκάκι. Μας αφήνει όμως με την έκφραση μη ικανοποίησης στη μούρη. Ότι δεν χέσαμε καλά σήμερα». Οπότε ο σφιχτοκουράδας είναι ο κατ' εξοχήν ξινίχλας.

Αγγλιστί λέγεται anally retentive, ενώ παρόμοιες σλανγκιές που τον περιγράφουν είναι τα πρωκτικάντζα(ς), σφιχτοκώλης και δυσκοίλιος. Υποπερίπτωσή του ο κακός πούστης. Ο σφιχτοκουράδας θέλει να ελέγχει τα πάντα και να μην επιτρέπει κανένα μοίρασμα ή ρίσκο, γι' αυτό και είναι φοβερά τσιγκούνης, φειδωλός, συγκρατημένος, ενίοτε δε επιδίδεται και σε παιχνίδια εξουσίας. Άλλο σύμπτωμα είναι η εντρύφησή του στην κορεκτίλα και το πολιτικά ορθόν (παν Νιντέντο άριστον).

Σύμφωνα με τους γιαλόμες, όμως, δεν φταίει αυτός. Φταίει η μαμά του που δεν τον ικανοποίησε (gratification) μικρό. Ο ψυχολογικός μηχανισμός που παράγει τους τοιούτους συμπολίτες μας λέγεται καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο και είναι απλός! Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πρωκτικών καθηλώσεων, σύμφωνα με την ψυχανάλατη μεταφυσική/ μυθολογία. Αυτοί που έλαβαν υπερβολική ικανοποίηση/ επιβράβευση για να κάνουν τα κακάκια τους στα ένα με δύο χρόνια τους γίνονται anally expulsive, δηλαδή αποδιοργανωμένοι, απρόσεχτοι, χυμαδιό. Αντιθέτως, αυτοί που δεν επιβραβεύτηκαν/ χεζαγωγήθηκαν αρκούδως, γίνονται κατακρατητικοί, ψυχαναγκαστικά τακτικοί και ξεροκέφαλοι.

Αν τυχόν κάνουν ψυχανάλα, είναι εξαιρετικά φειδωλοί σε αυτό που αφήνουν να διαφανεί και να εκφραστεί προς τον ψυχανάλατο, τ. να ονειρεύεται ο θεραπευόμενος και στον θεραπευτή να μην δίνει. Εφαρμόζουν ένα είδος ξυραφιού του Όκαμ με το οποίο ξυρίζουν το φροϋδικό μουσάκι και εκνευρίζουν τον ψυχανάλα τους, που θέλει περισσότερο νταραβέρι και μένει ανικανοποίητος και ματαιωμένος.

παντα ηθελα να σου πω τη γνωμη μου για σενα. Εγω σε θεωρω σφιχτοκουραδα. Δηλαδη παντα σφιγμενη λες κι εχεις καταπιει μπαστουνι, παντα ηθικολογος και δηθεν σοβαρη. Το διαζυγιο το ξεχασες;; Και να δουμε πως θα ξεχασης και το δευτερο που θα παρης συν τω χρονω. Πηγες και παντρευτηκες τον πιο Μ..... (γνωστο αυτο σε ολο τον κυκλο πελατων),οποτε ειναι αναμενομενο ενα ακομα διαζυγιο. Καλα μην αυτοκτονισης οταν ερθει αυτη η ωρα! Θα βγεις παλι με το υφος της θεουσας και θα βρης καμμια δικαιολογια.Αλλωστε ειναι της μοδας η συλογη διαζυγιων κρεμασμενα σε καδρα στον τοιχο.Γενικα εισαι τοσο σφιγμενη και κρυα που θα σε βλεπουμε να δροσιζομαστε το καλοκαιρι με τους καυσωνες.Και οσο κι αν μας το παιζεις παρθενοπη, μην ξεχνας οτι εισαι διπλοπαντρεμενη,πραγμα οχι και τοσο πρεπον για μια ΘΕΟΥΣΑ!. (Εδώ).

Ο μεσαιωνικός φιλόσοφος William του Okham (1288-1348) έμεινε διάσημος για την αρχή "αν μπορείς να χέσεις ένα σφιχτοκούραδο, τότε ΜΗΝ χέσεις ένα γεννητούρι". (από Khan, 08/02/11)(από Vrastaman, 14/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Κάπως πιο κυριολεκτικά σημαίνει γαμώ με έμφαση στην ενέργεια της τοποθέτησης του τσουτσουνιού εντός της δεχομένης οπής.

  2. Πιο σλανγκικώς σημαίνει μια γενική συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο φάσμα διαφορετικών στοιχείων, όπως αυθάδεια, προπέτεια, επιδειξιομανία, επιθετικότητα, αυτοπεποίθηση υπερβολική ως προς την αξία του τσουτσουνίζοντος υποκειμένου, ασοβαρότητα και τα συναφή. Βασικά, σαν να πρόκειται για κάποιον εφηβικής ή νεαρής ηλικίας, ο οποίος θέλει να επιδείξει το τσουτσούνι του, ή και να το χρησιμοποιήσει, κάνοντας διάφορα πεσίματα με άκομψο τρόπο. Ο όρος, δηλαδή, μάλλον παραπέμπει σε επίδειξη και επίθεση η οποία είναι δυσανάλογα άκομψη σχετικά με την μικρή αξία του νεαρού ή νεαρόφρονος τσουτσουνιστή. Επίσης, σε γενικότερα φαινόμενα νεανικής ανησυχίας, ακράτειας και πεσίματος για γαμήσι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) σε αντίθεση με την υποτίθεται υστερότερη σοβαρότητα και εγκράτεια του ώριμου άντρα. Συναφώς, μπορεί να σημαίνει ότι λέω βλακείες και πράγματα στερούμενα σοβαρότητας, κλαπαρχιδιές.

  1. - Πώς πήγε με το Μαιράκι στην Πάρο; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;
    - Άσε, πάνω που ήμουν έτοιμος να την τσουτσουνίσω, μου είπε ότι είχε περίοδο. Ε, την άλλη μέρα φλέρταρα με κάτι τουρίστριες και στράβωσε η φάση.
    - Καλός καλημεράκιας είσαι και του λόγου σου...

  2. - Τι τσουτσουνίζει μωρέ το τσουτσέκι; Ποιος νομίζει ότι είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βαφτίζω τον μπέμπη, δηλαδή γαμώ, συνουσιάζομαι. Ο Αλβανός δηλαδή είναι μεταφορικώς το πέος -και η ένυδρη κολυμπήθρα είναι το αιδοίο.

Η έκφραση βγάζει μια ναϊντίλα, καθώς τότε έρχονταν πολλοί Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες στην Ελλάδα, πολλοί εκ των οποίων ήθελαν να βαφτιστούν για να ενσωματωθούν στην ελληνική κενωνία, ή μπορεί να ήταν από παλιές ορθόδοξες οικογένειες και να ήθελαν να επαναλάβουν την οικογενειακή παράδοση την διακομένη από τον κομμουνισμό. Πάντως το θέαμα συχνών βαφτίσεων ενηλίκων από την Αλβανία ήταν παράδοξο για την ελληνική κοινωνία που έχει συνηθίσει στο νηπιοβαπτισμό, τώρα και στις γαμοβαπτίσεις.

Δεν είναι παράξενο που η κολυμπήθρα παρομοιάζεται με το αιδοίο, καθώς υποτίθεται κατά τον θρησκευτικό συμβολισμό ότι πρόκειται για γεννήτρια ζωής και ότι έχει ζωηφόρα νάματα / ύδατα. Ούτε είναι παράξενο που ο πέων παρομοιάζεται με τον κατά την ελληνική ρατσιστική αντίληψη άξεστο Αλβανό, καθώς πολλές φορές γίνεται αυτή η ταύτιση του πέοντα με τον ξένο, τον αλλοδαπό, τον απόβλητο, τον ανατροπέα.

Στην μορφή τον βαφτίζει τον Αλβανό χρησιμοποιείται και ως μπανεύκολο υπονοούμενο για γκέι του στυλ την τρίζει την όπισθεν, ωστόσο νομίζω ότι αξίζει ξεχωριστή καταχώρα, επειδή αναφέρεται συχνά σε ετεροφυλόφιλο σεξ.

  1. - Πώς πήγε με την Μαιρούλα; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;

  2. Ειμαστε καλά παιδία...
    Καθαρά ... γιατι ξεσκονίζουμε τον κουραμπιέ και το σακάκι οπως επίσης γυαλίζουμε το πόμολο.
    Αντιρατσιστές γιατι βαφτίζουμε τον Αλβανό
    Εξυπηρετικά γιατι το πάμε το γράμμα. (pisoglendis.blogspot.com).

(από Vrastaman, 09/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε ορισμένοι αστειάτορες το τιμής ένεκεν, κάνοντας λολοπαίγνιο με την μπίρα Heineken.

Πάσα: Jonas.

- Μα καλά, γιατί το λες το παιδί θείο;
- Ετς, τιμής Heineken, μου βγάζει ένα κύρος...

(από Khan, 10/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι μεταφέρεται στα ελληνικά το ουίσκι Johnnie Walker, κατά ακριβή μετάφραση με μια κώφωση (ο αντί ε) στην πρώτη συλλαβή του περπατάει, όπως συνηθίζεται σε περιφερειακά ιδιώματα, λ.χ. στα βλάχικα, αλλά και σε μάγκικα ιδιώματα. Πρόκειται για ατάκα που καθιερώθηκε από την ταινία Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη (1968) του Ντίνου Δημόπουλου. Την λέει ο μαγκευόμενος Αθηνόδωρος Προύσαλης, όπως και την έκφραση τσιριμπίμ τσιριμπόμ.

Βλ. και καραουισκάκι (στο οποίο έχει παραλείψει αδικαιολόγητα να αναφερθεί το πρόσφατο ντοκιμαντέρ για την επανάσταση του '21).

Πάσα: Γκάτσμαν.

  1. Από την ταινία «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη»:

ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Ε, καλά, ψέματα λέμε; Με το που μπουκάρησε μου λέει: «Γουστάρω τραπέζι κεντρικό». Κι έπειτα λέει: «Τσάκω ένα μπουκάλι ουίσκυ!». «Τι μάρκα;» Της κάνω. «Το Γιάννη που πορπατάει!» μου λεει.
ΤΖΩΝ: Johnie Walker!
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Εγώ δεν ήρθα εδώ για φροντιστήριο! Ήρθα να πλερωθώ!
ΤΟΥΛΑ: Λοιπόν;
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Λοιπον, «Δεν έχεις κανένα αλμυρό ρε μισόμαγκα;» μου κάνει. Ωραίες κουβέντες!
ΤΟΥΛΑ: Μαμά ζαλίζομαι. Θα πέσω!
ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Που ´σαι; Δε με ξοφλάς και να πέσεις μετά; (Δες).

  1. Τώρα ανακάλυψα ότι πρέπει να λιποθύμησα από μπομπαρισμένο «Γιάννη που πορπατάει»... (Δες).

πορπατάει, και πίπες κάνjει... (από MXΣ, 21/03/12)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από την εισβολή των τροϊκανών, ασημικά είναι η περιουσία του Δημοσίου που καλείται να εκποιηθεί (κατ' άλλους να «αξιοποιηθεί», στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν τα καταφέρουμε), προκειμένου να καλυφθεί μέρος του δημοσίου χρέους. Η μεταφορά είναι προφ από το ζευγάρι ή οικογένεια που, σε δύσκολες στιγμές, όταν δεν έχει τι άλλο να δώσει, εκποιεί τα οικογενειακά ασημικά, προικιά κ.τ.λ. για να σωθεί. Τα ασημικά, όταν μιλάμε για μια χώρα βέβαια, είναι γαίες, ακίνητη περιουσία, κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις, πακέτα μετοχών και πολλά άλλα. Το κάψαμε το λίπος πατριώτη!

  1. «Ασημικά» αξίας 50 δις ευρώ πουλά η κυβέρνηση. (Δες).

  2. Η συνταγή του ΔΝΤ: Σε δανείζω, δεν πληρώνεις, πουλάς κοψοχρονιάς και αγοράζω τα ασημικά.. (Δες).

  3. Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια (γιατί τ' ασηµικά δεν έφτασαν) (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified