Ως γνωστόν, η μεγάλη φουρτούνα χτυπάει περισσότερο τα μικρά καράβια - οπότε μην πει κάποιος ότι δεν είναι σλανγκ. Στην παρούσα έκφραση η φουρτούνα χρησιμοποιείται έντεχνα (από το λαό μας) με το νόημα της έγνοιας, των προβλημάτων.

Κλασικός μπαρμπαδισμός, που αφορά το μέγεθος των πραγμάτων με τα οποία κάποιος καταπιάνεται, και το ρίσκο που ενέχεται. Και πιο συγκεκριμένα, τις συνέπειες όταν κάτι πάει στραβά.

  1. - Ρε πόσο πλήρωσα τον καθρέφτη της μερκεντέ;
    - Ξέρω κι εγώ; Του δικού μου κάνει 45 ευρώ.
    - Εγώ πλήρωσα 230 συν είκοσι τα εργατικά, γιατί λέει, ο μηχανικός παιδεύτηκε επειδή χάλασαν και οι αισθητήρες. Μόλις χθες πλήρωκα 675 για το σηματάκι. Μου φαίνεται θα τη σκοτώσω να πάει στ' ανάθεμα.
    - Δεν ξέρεις τι λένε; Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες!

  2. (Περιστατικό σε γλίστρα κάπου στο Αιγαίο)

Έχουμε πάει για καφέ με το τεσσάρων μέτρων φουσκωτό κολλητού. Την ίδια ώρα, γυρίζει και ένα δεκαπεντάμετρο καμπινάτο φουσκωτό, τοπικού φραγκάτου μεγαλοεργολάβου. Εμείς πλαγιάζουμε τη γλίστρα, βάζουμε γάτζους, και πάει ο κολλητός να φέρει το σαμουράϊ με το τρέϊλερ.

Την ίδια ώρα, τσάτσος του μεγαλοεργολάβου, ο οποίος έχει ειδοποιηθεί, έχει φέρει το Πατζέρο κι έχει πάρει θέση. Αλλά έλα που λόγω του βάρους και της γλίτζας το πατζέρο σπινάρει.... Και ο μεγαλοεργολάβος καλεί στο κινητό τσάτσο νάμπερ του, να έλθει με το καινούριο τζιπ, ένα βόλβο.

Φεύγοντας εμείς, γυρνάει ο καπετάνιος (κολλητός) και λέει με στόμφο:

«Αυτά είναι... για αυτό το λόγο δεν παίρνω μεγαλύτερο φουσκωτό, να κάθομαι να παιδεύομαι; Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες»

  1. (από το διαδίκτυο)

Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες. Μπορεί ένα πρωτάθλημα σαν αυτό της Πριμέρα Ντιβισιόν να κινδυνεύει από την παγκόσμια οικονομική κρίση; Σύμφωνα με τους δικούς του ανθρώπους, ναι. Και άμεσα, μάλιστα......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος ανήκει στην καγκουροσλάνγκ. Κοκοβιός λέγεται το κάλυμμα του μικροσκοπικού καθίσματος συνεπιβάτη στις streetάδικες μηχανές.

Τους κοκοβιούς, τους βάζουν τα καγκούρια, ώστε οι μηχανές τους να θυμίζουν τις ορίτζιναλ αγωνιστικές. Εξηγούμαι. Οι μηχανές που τρέχουν στους αγώνες, πέραν όλων των διαφορών με τις αντίστοιχες της παραγωγής δεν έχουν σελάκι συνεπιβάτη. Προφανής ο λόγος.

Τώρα, φανταστείτε τον κάγκουρα που βλέπει από μικρός τους αγώνες, και φτάνει η στιγμή να αγοράσει την μηχανή των ονείρων του. Μάλιστα, για την περίπτωσή μας, είναι διατεθειμένος ακόμα και να δώσει τα χίλια ευρώ παραπάνω, ώστε να πάρει τη μηχανή στα αγωνιστικά χρώματα (π.χ HONDA Repsol). Του έρχεται η μηχανή, και λέει στον μηχανικό να βγάλει τα άχρηστα πράγματα, φλάς, καθρεφτάκια κλπ. Την ξανακοιτάει τη μηχανή, και απορεί γιατί αυτοί οι τρελλοί Ιάπωνες έχουν βάλλει σέλα συνοδηγού, σε μια αγωνιστική! Οπότε παραγγέλνει τον κοκοβιό στα χρώματα της μηχανής, ο οποίος κοστίζει και γύρω στα 150 ευρώ. Πολλά λεφτά για ένα πλαστικό, το οποίο ή αντικαθιστά το σελάκι, ή το καλύπτει.

Σύνηθες φαινόμενο στους δρόμους, είναι η συνειδητοποιημένη καγκουρογκόμενα να κάθεται στον κοκοβιό!!! Και αυτό γιατί, και ο κάγκουρας αλλά και αυτή δεν θέλουν να χαλάσουν το look της μηχανής. Μπρος στα κάλλη, τι 'ναι ο πόνος!!!

Για να είμαστε ακριβείς, κοκοβιοί βγαίνουν και για κάποια γυμνά μοντέλα, τα οποία είναι βέβαια οι σπορ εκδόσεις, χωρίς τα φέρια (πληθυντικός του φέρινγκ).

Συνώνυμο: μονόσελο

- Ρε Μήτσο, ήρθε ο κοκοβιός που παράγγειλα; - Όχι, έχει φουρτούνα και δεν βγήκαν οι τράτες. Πλάκα σε κάνω. Είναι για βάψιμο. Αύριο τον έχεις.
- Άντε πια, να βγάλω και καμιά σένια φωτό να χώσω στο φέϊς. Δε λέει, του καινούριου καρχαρία, του πάει το μονόσελο!!!

(από electron, 10/02/10)(από electron, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήταν ένα βροχερό απόγευμα του Γενάρη. Μόλις είχα γυρίσει από την δουλειά (παιδικό πάρτι, είμαι κλόουν για όσους το αγνοούν). Κουρασμένος, φτιάχνω έναν καπουτσίνο φρέντο με ολίγη, και κάθομαι στον υπολογιστή, και ανοίγω το σλανγκ. Πατάω το λjινκ «πρόσφατα» και βλέπω το λήμμα «λάιτσμαν». Το διαβάζω, διαβάζω και καμιά δεκαριά άλλα που έχασα, όντας στο πάρτι. Κλείνω τον υπολογιστή και πάω να ξεκουράσω το πανέμορφο και γεμάτο γραμμώσεις κορμί μου.

Μετά από δύο τρεις μέρες ύπνου (έχει και τα καλά του το επάγγελμα), ξυπνάω το πρωί. Τραβάω μια ρουφηξιά από τον προχθεσινό φρέντο, βάζω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, και χουφτώνοντας την πλούσια γενειάδα μου (ποιος είσαι ρε μεγάλε; ο Αη Βασίλης από την Καισαρεία;), ανοίγω το σλανγκρρρ. Τσουπ, καινούριος ορισμός: «λάισμαν». «Μα τους χίλιους ταράνδους!!!!» αναφωνώ έκπληκτος. Προχθές ένας άλλος σλανγκιστής είχε ορίσει το λήμμα «λάιτσμαν». Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Πρέπει να τελειώσει εδώ αυτή η κατάσταση με την μεταφορά ξένων όρων στο σλανγκ και την κατά βούληση ορθογραφία των φίλτατων συσλανγκιστών.

Έντρομος, σηκώνομαι από την καρέκλα και βολτάρω στο σπίτι, φωνασκώντας, «όχι άλλοι λάινσμαν» Το φαινόμενο λάινσμαν πρέπει να λήξει εδώ, γιατί κινδυνεύει η αξιοπιστία του σάιτ.

Βέβαια, κατά την διάρκεια του παραληρήματος, κάποιος μοντ συγχώνευσε τους δύο παρεμφερείς ορισμούς σε έναν. Λεπτομέρειες... Το κακό είχε ήδη γίνει!

THE LINESMAN PHENOMENON:

Αντίστοιχο φαινόμενο στα ελληνικά (μάλλον θα το ονομάσω το «φαινόμενο μπούτσα»):

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρμπαδισμός ολκής. Χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα από μεγαλύτερους σε ηλικία, πατερναλιστικά προς μικρότερους που, ως γνωστόν, έχουν όρεξη για αναίτιες εξόδους και βαριούνται να κάθονται σε μια καρέκλα, ή επί του καναπέος.

ΕπΙσΤηΜοΝιΚή ΑνΑλΥσΗ
Όταν κάποιος κάθεται για πολύ ώρα σε μία καρέκλα (και ιδίως αν κατά τακτά διαστήματα αφήνει και καμία), δημιουργείται μια νοτεράδα μεταξύ των κωλομάγουλων, η οποία παίρνει και την εσάνς του σκατού. Η άβολη αυτή κατάσταση (για όσους βρεθούν σε απόσταση αναπνοής, π.χ. σε σινεμά), αποφεύγεται όταν το αντικείμενο σηκωθεί από την καρέκλα και βολτάρει, με αποτέλεσμα να διεισδύσει κάποια άλφα ποσότητα καθαρού αέρα μεταξύ σώβρακου και κωλοχωρισιάς (κυριολεκτικό κωλαέρισμα). Βοηθούν πολύ και οι βόρειοι άνεμοι σε αντίθεση με τους νότιους και υγρούς, που δυσχεραίνουν την κατάσταση.

ΣλΑνΓκΙκΗ ΑνΑλΥσΗ
Κωλαέρισμα είναι οι βόλτες χωρίς λόγο. Το χαζοξενύχτι με ατέλειωτες βόλτες στην άδεια χειμωνιάτικη πόλη (πεζή, με αυτοκίνητο ή μηχανή). Ο εκσφενδονισμός έξω από το σπίτι ή το γραφείο, για τον οποιοδήποτε, αλλά πάντα ασήμαντο λόγο. Δηλαδή, όταν αερίζουμε τον κώλο μας, έστω και αν είναι φρεσκοπλυμένος.

  1. - Έντεκα πήγε και ο γιος σου δεν έχει ξυπνήσει ακόμα!!!
    - Τι να κάνουμε, παιδί είναι.
    - Εσυ τον έχεις κακομάθει, και η μάνα σου! Πού πήγε χθες και βγήκε στις δωδεκάμισι το βράδυ. Για κωλαέρισμα πήγε; Και δεν είπες και τίποτα. Μόνο να βάλει κασκόλ να μην κρυώσει!!!
    - Εσύ γιατί δεν είπες τίποτα;
    - Εγώ αν άρχιζα θα γινόμασταν κώλος, και θα μου έλεγες τα δικά σου... «Άσε το παιδί, θα μας ακούσει πάλι όλη η γειτονιά κλπ»

  2. - Ρε, τι θέλετε εδώ τέτοια ώρα, και με τι ήλθατε;
    - Με τις μηχανές, βαριόμασταν και είπαμε να σου έρθουμε...
    - Μόνο που είναι διακόσια χιλιόμετρα, και βρέχει....
    - Είχαμε ανάγκη από κωλαέρισμα. Δε λες που ήρθαμε, μόνο μας βάζεις και χέρι ρε μούχλα. Βάλε μπύρες και παράγγειλε πίτσες. The night is still young! που λέει και ο Steve Young!

(από electron, 06/02/10)(από electron, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από το σκάκι, και δανεισμένος από τα γαλλικά (forcé : επιβεβλημένος/αναγκαστικός). Η κίνηση φορσέ στο σκάκι αφορά τον βασιλιά και τον επερχόμενο αποκεφαλισμό του, και πιο συγκεκριμένα:

α) την αναγκαστική μετακίνηση του σε μία και μοναδική θέση, ή

β) την αναγκαστική κίνηση άλλου πιονιού σε συγκεκριμένη θέση, για την προστασία του βασιλιά.

Ο όρος από το σκάκι πέρασε στον τζόγο αλλά και στην καθημερινότητα. Στον τζόγο αναφέρεται όταν το φύλλο, επειδή είναι καλό, σε βάζει αναγκαστικά σε ένα κόλπο που τελικά στραβώνει. Στην καθημερινότητα, αναφέρεται σε περιπτώσεις που οι εναλλακτικές περιορίζονται στην εξής μία. Δηλαδή τα πράγματα σε οδηγούν σε μία μόνο διέξοδο, η οποία ως επί το πλείστον είναι και επώδυνη.

Συνώνυμα: αναγκαστικώς, μονόδρομος, επιβεβλημένη -από τις καταστάσεις- κίνηση, (για αγγλομαθείς) there is no plan B!

  1. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
    ... οφείλεται σε κάποιας μορφής «φορσέ» ξεπούλημα. Αυτός ο φαύλος κύκλος ρευστοποιήσεων –λένε- θα μπορούσε να συνεχιστεί. ...

  2. (πολιτικά άρθρα από το διαδίκτυο) ...Η παραμονή στο ΝΑΤΟ είναι φορσέ. Νομίζω εξάλλου ότι αυτό ήταν και το συμπέρασμα, στο. οποίο κατέληγε ο Αντώνης ο Κακαράς. Διότι δεν έθετε ένα γενικότερο ...

  3. ... Αυτό ήταν μια κίνηση φορσέ. Όχι, όμως, και όσα ακολούθησαν τη νύχτα της ήττας. Έχει ιδιαίτερη σημασία, το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής το ...

  4. (από τη ζωή)
    -Πω πω ρε μαλάκα! Μπήκες μέσα σόλο. Τον ήπιες...
    -Τι να κάνω που η καντεμιά πάει σύννεφο. Πάει ο μαλάκας και βγαίνει στα πρώτα! Και ο άλλος ο άσχετος στα κουτουρού τσακάει. Με έβαλε το φύλλο μέσα.... φορσέ!

(από electron, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τον αγγίζει ο χρόνος... σε όλα τα επίπεδα!

  1. - Πω πω, ρε παιδάκι μου... Τι είναι αυτός ο κώλος της Λίλιαν!!!!! Ξερόχυσα χθες που την είδα!
    - Ανοξείδωτος. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, τριακόσια λήμματα, πεντακόσιοι ορισμοί! Και αυτός, περήφανος, κοιτάει τα ουράνια!!
    - Κώλος γαλβανιζέ ένα πράμα. Μπράβο του Λίλιαν.

  2. (από ΖΑΜΑΝΦΟΥ)
    - (Ανίτα) Και έρχεται ο Τίμης Παρίσης...
    - (Τίμης) Γεια σου Ανίτα μου.
    - (Ανίτα) Ρε παιδί μου, ο ίδιος είκοσι χρόνια είσαι. Πως τα καταφέρνεις;
    Ανοξείδωτος είσαι;
    .......
    - (Ανίτα) Και μετά τον ανοξείδωτο Τίμη Παρίση, υποδεχτείτε τον ανοξείδωτο νάμπερ του, Δημήτρη Κοντολάζο...

(από electron, 02/02/10)

Βλ. και μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από την πόκα. Τα βλέπω - ή, σε βλέπω - στην πόκα σημαίνει «ακολουθώ» το ποντάρισμά του προηγούμενου παίκτη.

Το «ακολουθώ» είναι σε εισαγωγικά, διότι εννοεί την ακολουθία στο ποσό (και όχι κάποιο ανέβασμα), αλλά επίσης διότι σλανγκοποιεί την έκφραση εκτός της πράσινης τσόχας. Όπου, Τα βλέπω σημαίνει σε ακολουθώ, συμφωνώ, τα λες καλά, μαζί σου.

Άλλος ένας όρος που ξεφεύγει σε ποκαδόρους, όπως το πάσο, ή το ντούκου...

  1. - Λέω σήμερα να πάμε από Θησείο μεριά....
    - Πάλι; - Εσυ ρε Πάνο, τι λες:
    - Εγώ σας βλέπω σε ότι αποφασίσετε. - Εντάξει, πάσο από μένα, πάμε Θησείο.

  2. - Λοιπόν συνεχίζουμε για ορεινή Αρκαδία;
    - Μέσα, ας το εξαντλήσουμε, αφού φτάσαμε ως εδώ, και ακόμα δεν νύχτωσε. Εσύ Μήτσο;
    - Τα βλέπω... εγώ θα χαλάσω την παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από τις «γεμάτες μπάσκετ» δεκαετίες του '80 και του '90. Η φράση ανήκει στον Βασίλη Σκουντή, και έμεινε να περιγράφει τον ανορθόδοξο τρόπο εκτέλεσης, ύστερα από πίεση αμυντικού. Συνήθως η κατάληξη του σουτ ήταν εκτός μπασκέτας. Η έκφραση είχε περάσει και στο ποδόσφαιρο, για να περιγράψει κάποιες στραβοκλωτσιές, που απέχουν του αρχικού στόχου!

Η φράση είχε περάσει πολύ και στην καθομιλουμένη, περιγράφοντας περίεργες καταστάσεις, κινήσεις, ενέργειες που δεν μπορούν να περιγραφούν εύκολα. Και ως επί το πλείστον είναι άστοχες, άκαιρες και ενίοτε ηλίθιες...

...Στο 38' ο Caceres προσπάθησε να βγάλει σέντρα αλλά του βγήκε κάτι σαν σουτ και ο Mirante έβγαλε τη μπάλα κόρνερ. Εκτέλεση του Diego, αλλαγή πορείας απ' τον...

...Ο Σκόκο βρήκε τον Μπλάνκο με εξαιρετική πάσα αλλά το κάτι σαν σουτ του τελευταίου πέρασε πάνω από τα δοκάρια του Νικοπολίδη...

-Επεισοδιακή η νύχτα χθες!
-Δεν λες τίποτα! Και να σκεφτείς ότι όλος ο καβγάς ξεκίνησε από ένα τίποτα.
-Τι περίπτωση κι αυτό. Σηκώνεται ο άλλος και πάει να δώσει ένα γροθίδι, και του βγήκε κάτι σαν σουτ, και το φαγε η γκαρσόνα. Και μετά άντε μαζωξτους!

Έχει μερικά κάτι σαν σουτ (από Khan, 25/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόνοι μελάνι, θα χυθούν αν πρέπει να γράφεται με «η» ή με «ι». Αλλά, το προσπερνάω, γιατί είναι σλανγκ, και η σλανγκ πρωτογενώς έχει να κάνει με τον προφορικό λόγο.

Γαμιστής είναι ο τόσο γαμαωδέρνουλας, που το έχει κάνει επάγγελμα, για αυτό κερδίζει και την κατάληξη σε -ης. Όπως, ταξιτζής, μπογιατζής, φορτηγατζής, μπανιστιρτζής, κομμουνιστής, καπιταλιστής (άσχετα εντελώς τα τρία τελευταία, αλλά κάνουν ρίμα). Είναι αυτός που καταφέρνει να γοητεύει κατά συρροή τα θηλυκά, και ακολούθως να τα ικανοποιεί σεξουαλικά, λες και το χρωστάει στην ανθρωπότητα.

Δευτερεύουσα σημασία του όρου, έχει να κάνει και με αυτόν που χαλάει μια κατάσταση, γαμάει τα πράγματα δηλαδή.

-Ρε εσύ, αυτός κάνει τίποτα; Ο παππούς του ήταν μεγάλος γαμιστής! -Μπα, τούτος εδώ είναι η ντροπή της οικογένειας!!! Έχει πάρει το αυτί μου ότι την τρίζει την όπισθεν

-Εντάξει το βράδυ, έκλεισε το τραπέζι;
-Έκλεισε, μόνο που... θα έλθει κι ο Μάκης, ο ξάδερφος του Μπάμπη του Σουγιά.
-Έλα ρε μαλάκα με το γαμιστή. Αυτός θα μας τα κάνει άνω κάτω πάλι.
-Μην ανησυχείς, του είπαμε κομμένες οι μαλακίες. Αν δεν συμμορφωθεί τον τζάζουμε. Ούτως ή άλλως, είμαστε έξι χωρίς αυτόν.
-Γεννηθήτω το μπλε θέλημα σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified