Εξειδικευμένη αλλά υπαρκτή αργκό. Γεννήθηκε και αναπτύσσεται σε σκακιστικά καφενεία, ομίλους και πάρκα (υπάρχουν γεροντάκια που παίζουν καθημερινά στο Πεδίο του Άρεως). Το σκάκι δεν έχει μπει στην κουλτούρα μας όπως το τάβλι, αλλά έχει και αυτό τους φανατικούς θιασώτες του. Η αργκό των σκακιστών έχει ζωντάνια, φαντασία και δύναμη. Ειδικά τα σκακιστικά καφενεία έχουν την δική τους ατμόσφαιρα και κανόνες.

Ποια είναι επιτέλους αυτή η αργκό ;;. Αυτή.

Όσοι έχουν παίξει σκάκι θα το βρουν εξαιρετικό, οι υπόλοιποι τουλάχιστον ενδιαφέρον.

Ο γράφων είναι κλασσικός μαζέτας ή παπί. Επίσης είναι και τρελός στήτης.

Σκακιστική αργκό στο σλανγκ: ταβλιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική λέξη για τους δικηγόρους πάσης φύσεως και όλων των ειδικοτήτων. Σημαίνει φυσικά ότι ο εν λόγω επαγγελματίας χάνει τις δίκες κατά συρροή και δεν είναι να τον εμπιστεύεσαι, πλέον όμως χρησιμοποιείται για όλον τον κλάδο, επιτυχημένους δικηγόρους ή μη. Συνώνυμο: δικηγόρος Παπαρείω Πάγω. Οι ποινικοί λένε επίσης ειρωνικά «Ήρθε ο Άρειος Πάγος να με βγάλει».

Γενικά το επάγγελμα αυτό έχει δημιουργήσει έναν σχετικό μύθο.

Αφ΄ενός μεν αποτελεί στόχο υγιούς σάτιρας και θεμιτής απαξίωσης από την πιάτσα, όταν στο στόχαστρο της σάτιρας βρίσκεται :

• Ο θεσμικός χαρακτήρας του επαγγέλματος

• Ο φανφαρονισμός και οι κουγιές ορισμένων, ονόματα δεν λέμε υπολήψεις δεν θίγουμε

• Η σύμφυτη με το επάγγελμα ικανότητά τους να υποστηρίζουν όλες τις απόψεις, ακόμα και τις εκ διαμέτρου αντίθετες

• Η εντελώς γλοιώδικη συμπεριφορά ορισμένων και η προσκόλλησή τους σε κύκλους συμφερόντων και εξουσίας, για να έχουν και αυτοί το κατιτίς τους, κοινώς να γλύψουν και αυτοί κανένα κόκαλο.

Αφ΄ ετέρου όμως, κάποιες φορές είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ υγιούς σάτιρας και άρρωστου κόμπλεξ με το οποίο αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι αυτοί. Κόμπλεξ υπάρχει π.χ. στις παρακάτω περιπτώσεις:

• Όταν ξεχνάμε ότι και οι άνθρωποι αυτοί είναι εργαζόμενοι. Κάποιοι σε βοηθούν πραγματικά και άλλοι μάχονται για ελευθερίες και δικαιώματα σε καιρούς μυστήριους

• Στο ότι κάποιος μπορεί να τα έχει κάνει όσο πιο πολύ μπάχαλο γίνεται στην ζωή του και φυσικά καταλήγει να έχει την ανάγκη δικηγόρου, πλην όμως, όταν έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει κατάφατσα την ήττα (γιατί τι να σου κάνει ο δικηγόρος, όταν έχεις κάνει τα πάντα όλα σκατά), τότε βέβαια δεν φταίει ο ίδιος, αλλά ο χασοδίκης ο δικηγόρος. Απ' ό,τι μου έχουν πει φίλοι επαγγελματίες, αν μία υπόθεση είναι σκατά, δύσκολα ο δικηγόρος θα την σώσει -αν και δεν αποκλείονται και οι περιπτώσεις αυτές. Και βέβαια ισχύει το ότι εάν τσακωθείς για οποιονδήποτε λόγο και φτάσεις να έχεις την ανάγκη δικηγόρου, είσαι ήδη χαμένος.

• Άλλες φορές πάλι, κάποιοι δικηγόροι ιδρώνουν μπροστά σε άκαμπτους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι τους αντιμετωπίζουν με εξοργιστική ειρωνεία και από θέση ισχύος και καταλήγουν πάντα σε ένα λεκτικό ράπισμα του στυλ: «Μα τι είναι αυτά που μας ζητάς. Και είσαι και δικηγόρος!!!!». Δηλαδή δεν αξίζεις για να είσαι δικηγόρος, εγώ που σαπίζω εδώ πέρα, μην με βλέπεις έτσι, θα τα κατάφερνα καλύτερα από εσένα, αλλά ας όψεται η ρημάδα η τύχη κλπ. κλπ., πάρε τώρα τ' αρχίδια μου για αυτό που μας ζητάς και ξαναπέρνα από Δευτέρα να σε ξαναταλαιπωρήσω.

Βλέπε και εκφράσεις όπως «άσε τις νομικούρες», «άρχισε πάλι τα δικηγορίστικα κλπ», με τις οποίες, λόγω του φανφαρονισμού ορισμένων, απαξιώνεται συλλήβδην όλη η νομική επιστήμη.

Σε ό,τι αφορά τους ποινικούς, η αλήθεια είναι ότι οι δικηγόροι συχνά τους εκμεταλλεύονται, αναλαμβάνοντας τις υποθέσεις τους οι οποίες μπορεί να είναι εντελώς χαμένες, μόνο χάριν της αμοιβής. Το -και- σημερινό φαινόμενο εικονογραφεί με ακρίβεια ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη. Σχετικό το φαινόμενο των διαδρομιστών, δηλαδή δικηγόρων χωρίς γραφείο και σταθερή έδρα, που τριγυρνάν στα δικαστήρια και την πέφτουν στους άτυχους που τους τραβάνε αυτόφωρο και έχουν άμεση ανάγκη δικηγόρου. Θύματά τους κυρίως αλλοδαποί, χωρίς στον ήλιο μοίρα, οι οποίοι πριν φύγουν για απέλαση ή φυλάκιση, για να εξαντλήσουν τις ελπίδες τους, τα σκάνε και στο χασοδίκη να πει την μαλακία του. Και βέβαια, όσοι ποινικοί είναι μέσα με βαριές ποινές, γνωρίζουν τα νομικά τερτίπια καλύτερα από τον κάθε δικηγόρο και μπορούν να προβλέψουν με μαθηματική ακρίβεια τα χρόνια που θα φάει κάποιος συγκρατούμενός τους που πηγαίνει να δικαστεί.

Κττμγ, ως κοινωνία, αλλά και ο κάθε ένας μας, έχουμε τους χασοδίκες που μας αξίζουν.

  1. - Ρε σεις αν μας πιάσουν με τον μπάφο τι γίνεται;; Πε μας και συ χασοδίκη.
    - Βάσει του Συντάγματος και της αρχής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, πρέπει οπωσδήποτε και ανυπερθέτως η εξουσία να σέβεται τον πολίτη γιατί τα δικαιώματα του ανθρώπου....
    - Α παράτα μας ρε με τα δικηγορίστικα. Και πέρνα και τον μπάφο ρε χασοδίκη, τον γονάτισες.

  2. - Για πες μας εσένα γιατί σε φέρανε, τι λέει ο φάκελός σου;; Α, χα, ληστεία μετά φόνου, σύλληψις επ' αυτοφώρω και σε αναγνώρισαν και τέσσερις γυναίκες για απόπειρα βιασμού...
    - Όλα ψέματα κύριε αρχιφύλαξ, ο χασοδίκης ο δικηγόρος μου φταίει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολική (γυμνασιακή – λυκειακή) σλανγκ.

Τόπος : Κρήτη, αστικό κέντρο.

Χρόνος : Τέλη δεκαετίας ογδόντα, αρχές ενενήντα.

Τσουκάλα λέγαμε το κάθε λογής λυσάρι, το οποίο περιείχε έτοιμες τις λύσεις των ασκήσεων (μαθηματικά, φυσική, χημεία), ή έτοιμες λύσεις σε θέματα αρχαίου κειμένου φιλολογία).

Μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις είτε με τον δύσκολο τρόπο και εποικοδομητικά (λύνοντας μόνος σου τις ασκήσεις και ελέγχοντας μετά την λύση τους), είτε με τον εύκολο τρόπο, αντιγράφοντας στεγνά κατευθείαν από την τσουκάλα, για να ξεμπερδεύεις και να κωλοβαρέσεις μετά με την ησυχία σου.

Το νόημα του λήμματος είναι ότι δεν κοπιάζεις μόνος σου, παίρνεις έτοιμες τις λύσεις από το λυσάρι, όπως παίρνεις το φαγητό έτοιμο από την τσουκάλα.

Με το τότε ισχύον σύστημα των δεσμών (χωρίς να μετράει η σχολική βαθμολογία των μαθημάτων για την καρμανιόλα των πανελληνίων), όλοι επέλεγαν δέσμη, ήδη από την πρώτη λυκείου, για να ξεκινήσουν έγκαιρα προετοιμασία. Βλ. και τις σχετικές εκφράσεις, τριτοδεσμίτης, πρωτοδεσμίτης κλπ. Συνεπώς, εάν π.χ. είχες διαλέξει τρίτη δέσμη (θεωρητική κατεύθυνση την λένε τώρα), για δύο χρόνια (πρώτη και δευτέρα λυκείου), δεν χρειαζόταν να ξαναγγίξεις τα και καλά «περιττά» μαθήματα, δηλαδή μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ., μόνο όσο χρειαζόταν για να μην μείνεις. Εάν ήσουνα «πρωτοδεσμίτης», δεν ξαναδιάβαζες αρχαία. Μπορούσες κάλλιστα και να πετάξεις τα σχετικά βιβλία.

Για όλες τις περιπτώσεις αυτές, η τσουκάλα πήγαινε σύννεφο.

Τώρα το έχουν αλλάξει και μετράει και η σχολική βαθμολογία όλων των μαθημάτων για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Δεν ξέρω ποιο σύστημα είναι καλύτερο και δεν με νοιάζει. Ούτως ή άλλως, η επίσημη παιδεία στον ρημαδότοπο αυτόν είναι καμένη υπόθεση. Η ουσιαστική παιδεία επαφίεται αποκλειστικά στις προσωπικές ανησυχίες εκάστου μαθητή (οιασδήποτε ηλικίας).

Απ' ό,τι έχω τσεκάρει, στην Αθήνα δεν χρησιμοποιούσαν το λήμμα. Μια σχετική αντίστοιχη φράση που ψάρεψα, είναι «ο θείος Στέφανος», αναφορά στον γνωστό εκδότη βοηθημάτων Στέφανο Πατάκη.

- Μανίτσα μου, τι θέματα ήταν αυτά που μας έβαλε η μαθηματικού στο τεστ; Μιλάμε μας έσκισε τα ράμματα.
- Ναι ρε πούστη μου, και δεν τα είχε ούτε η τσουκάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και τσοντοσινεμά ή πορνοσινεμά.

Αίθουσα κινηματόγραφου, η οποία προβάλλει αποκλειστικά σκληρές τσόντες, καμία σχέση με σοφτ πορνό και αηδίες.

Σήμερα οι επιχειρήσεις του είδους διάγουν τις τελευταίες ημέρες παρακμής τους σε αίθουσες πέριξ της πλατείας Ομονοίας, ενώ στην επαρχία έχουν εντελώς εκλείψει. Ιντερνέτι και ντιβιντί οδήγησαν στον μαρασμό της επιχειρηματικής αυτής δραστηριότητας. Δεν παίζει με την καμία να επιδοτηθούν από το Υπουργείο Πολιτισμού, όπως τα θερινά.

Οι αίθουσες αυτές, πολύ περισσότερο από την κλασσική τους χρήση, δηλαδή την παρακολούθηση της ταινίας (η μαλακία προαιρετική, πλην πολύ πολύ συνηθισμένη, προσοχή λοιπόν οι τολμητίες εξερευνητές στις πολυθρόνες), χρησιμεύουν κυρίως:

α) Για ψωνιστήρι, καθώς διάφορες καημόπουτσες την πέφτουν σε νεαρούς, οι οποίοι βρίσκονται εκεί είτε για τον ίδιο σκοπό, είτε για την πλάκα τους.

β) Για φτηνή ημιδιανυκτέρευση αστέγων, καθώς το εισιτήριο είναι φθηνότερο και από το φθηνότερο ξενοδοχείο, συν ότι βλέπεις και τσόντα και υπάρχει η bonus επιλογή μίας μαλακίας.

Η τιμή του εισιτηρίου (εννοείται φθηνότερο από κανονικό σινεμά) είναι πάντα διαπραγματεύσιμη, π.χ. δύο εισιτήρια πέντε άτομα.

Οι προβολές διαρκούν μέχρι τις δύο τη νύχτα το πολύ. Η λήξη της προβολής ανακοινώνεται προφορικά από την ταμία, συνήθως συνταξιούχος ή ξεπεσμένη τσατσά, με αγριοφωνάρες (άντε σπίτια σας τώρα, αύριο πάλι). Ποπ κορν και γρανίτες δεν θα βρεις, όμως το κάπνισμα επιτρέπεται.

Αριστουργήματα γραφιστικής τέχνης αποτελούν οι αφίσες που διαφημίζουν τα έργα έξω από τις αίθουσες, του τύπου «σήμερα τρία έργα σεξ».

Με ολίγον τι κουλτούρα να φύγουμε αλλά γλαφυρό τρόπο, περιγράφεται επίσκεψη αργόσχολου σε τσοντάδικο στο παλαιό τραγούδι των Κατσιμιχαίων «Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα», με στίχους όπως «Ύστερα χώθηκα σε κάποιο σινεμά, γύρω μου κάθονταν πεντ΄ έξι Πακιστάνοι ... το χέρι μου γλιστράει στο παντελόνι, κομμένη ανάσα, αγωνία μη σε δουν….»

Δεν συνιστάται για σινεμά και σπιτάκι μετά. Πλην όμως απτόητος ο Ντε Νίρο στον Ταξιτζή, πήγε πρώτο ραντεβού την κυριλέ γκόμενα Σύμπιλ Σέπαρντ σε τσοντάδικο και μετά έμεινε να κοιτάει απορημένος που τον παραίτησε, αφού πρώτα προσπάθησε μάταια να της εξηγήσει ότι τέλος πάντων και αυτές ταινίες του Θεού είναι!!!!

Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω το εμβληματικό σινεμά Αβέρωφ κάπου πίσω από την Ομόνοια.

Το σκηνικό σε πολλά θυμίζει το παλιό στριπτιζάδικο: υπερυψωμένη σκηνή, κλουβιά, χειροπέδες, κούκλες βιτρίνας, ένα κρεβάτι με ουρανό. «Παλιά εδώ ήταν το τσοντοσινεμά το «Ελίτ», μετά έγινε λάιβ σεξ σόου. Ο ιδιοκτήτης προσπάθησε, αλλά το μαγαζί είναι καταραμένο να είναι τσοντάδικο», είπε ο Πανούσης (από περιγραφή παράστασης του Τζιμάκου).

(από Vrastaman, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί απόπειρα συγκεντρωτικού λήμματος για το συμπαθές αυτό αξεσουάρ.

• Όταν σου πέφτει ή σου πετάνε στο κεφάλι ένα αντικείμενο, τότε λες «μου ήρθε καπέλο», «μου το έφερε καπέλο».

• Πουλάνε με καπέλο, καπέλο στις τιμές, δηλαδή πουλάνε ακριβότερα απ' ότι πρέπει, πάνω από το μέγιστο νόμιμο. Bλ. καραβίσιος, βαπορίσιος.

Ψάθινα καπέλα.

Μουνί καπέλο.

• Αυτό είναι άλλο καπέλο, δηλαδή αυτό είναι άλλο θέμα, άλλου παπά βαγγέλιο.

• Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, (όπως έκανε τη μέρα του γάμου του ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λίγο πριν, η Μάρω Κοντού τον είχε καπελώσει, οπότε περνάμε στο:

• Καπελώνω. Βγαίνω από πάνω, επισκιάζω, παίρνω το πάνω χέρι σε μία σχέση, σε μία ομάδα, το παίζω αρχηγός σε μία κοινή προσπάθεια, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των υπολοίπων, οι οποίοι πλέον λέγονται καπελωμένοι και η πράξη λέγεται καπέλωμα.

• «Ψηλά καπέλα», αποκαλούμε αυτούς που αντιμετωπίζουν αφ' υψηλού την πραγματικότητα, είτε λόγω πλούτου και τάχαμου κοινωνικής ανωτερότητας, είτε λόγω τάχαμου πνευματικής ανωτερότητας. Βλ. και το «δεν γαμείς ψηλά καπέλα».

• Σου βγάζω το καπέλο. Ρισπέκ. Σέβομαι απεριόριστα.

Γούστο μου και καπέλο μου και καουμποϊλίκι μου!.

Να σώσω το καπέλο. Τζογαδόρικη σλανγκ.

• Ταριφοσλάνγκ. Καπέλο αποκαλούν οι ταρίφες την ταμπελίτσα ΤΑΧΙ που έχουν στην οροφή του αυτοκινήτου.

Βλέπε επίσης το «βγάλ' τη σκούφια σου και βάρα με» καθώς και το «πετάω τη σκούφια μου».

Τα ευρωπαϊκά καπέλα, ημίψηλα, καθιερώθηκαν μεταξύ 1830-1880. Μέχρι τότε καπέλο δεν είχανε δει τα άγια τούτα χώματα, που κακά σκουριά δεν πιάνουνε, λέμε τώρα. Ο λαουτζίκος φορούσε κούκους, σκούφιες, φέσια, σαρίκια, κεφαλομάντηλα, μαντήλες, (τσεμπέρια) οι γυναίκες και άλλα ωραία.

Όταν πρωτοεμφανίστηκε το καπέλο, μαζί με την ευρωπαϊκή φορεσιά, (κουστούμι), αντιμετωπίστηκε με την δέουσα ειρωνεία και σκώμμα από την λαϊκή σάτιρα. Σχετική η φιγούρα του Ζακυνθινού Σιορ Διονύση στον Καραγκιόζη που σατιρίζει το ευρωπαϊκό ντύσιμο.

Ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη, (μπούρδα μυθιστόρημα, αλλά γεμάτο αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Χάνδακα), χρησιμοποιεί την λέξη «ψαλιδόκωλος» γι΄ αυτούς που φοράνε φράκο.

Η μαρίδα γιουχάριζε τους ευρωπαίους περιηγητές που σκάγανε μύτη στην Ψωροκώσταινα με την παράξενη αμφίεσή τους.

Το καπέλο σιγά σιγά όμως πέρασε και στις λαϊκές τάξεις. Βλ. το γνωστό άσμα για τον Μπάρμπα Γιάννη κανατά, που φορούσε «ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχα».

Θησαυρό σχετικών γνώσεων και πληροφοριών (αλλά και σλανγκ εκφράσεων) αποτελεί η «Η τραγιάσκα» του Ηλία Πετρόπουλου.

Τα περισσότερα τα έχουμε, οπότε δεν βάζω παράδειγμα. Επίσης οι περισσότερες εκφράσεις είναι κλασικές και υπάρχουν και στα λεξικά, οπότε ούτε κει βάζω παραδείγματα. Περιορίζομαι στα εξής :

  1. Φίλε, για να κάνω επιλογή, πρέπει όχι μόνο να έχω κατεβάσει σημαία, αλλά και να έχω μαζέψει το καπέλο. Αν έχεις σηκωμένο το καπέλο, πρέπει να πάρεις τον πελάτη, ακόμα και αν πηγαίνει στου διαόλου το κέρατο, διαφορετικά μπορεί να σε καταγγείλει. (εξειδικευμένη ταριφολογία για προχωρημένους).

  2. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. (Ν. Καββαδίας, Μαραμπού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφάτως γεννηθείς (ελέω κρίσεως) οικονομικός όρος.

Καβάντζα αποταμιευμένων χρημάτων. Μάλλον πρόκειται για συσσωρευμένα μαύρα λεφτά. Είναι το περίφημο οικονομικό λίπος που έχει να «κάψει» ακόμα η ψωρογιώργαινα. Αυτοί που ξέρουν, (οι ίδιοι που μας έλεγαν ότι όλα πάνε καλά και να μην ακούμε τους γκρινιάρηδες), λένε σήμερα χαιρέκακα ότι όταν το λίπος αυτό σωθεί, τότε θα τραβήξουμε τα σοβαρά ζόρια.

Ίσως τότε τα πράγματα θα αποκτήσουν και αληθινό ενδιαφέρον, συμπληρώνω εγώ, ο άσχετος με τα οικονομικά.

  1. Αν οι ζοφερές προβλέψεις επιβεβαιωθούν, αν τα λουκέτα πολλαπλασιαστούν, αν το διαζύγιο της τραπεζικής ολιγαρχίας από τους μικρομεσαίους οριστικοποιηθεί, το κάψιμο του “μεσαίου λίπους” θα ολοκληρωθεί μέσα σε λίγους μήνες.
    Από εδώ.

  2. Το λίπος της επαρχίας. Από εδώ

(Δεν εντάσσω τους συγκεκριμένους σχολιαστές των παραδειγμάτων στην ομάδα των χαιρέκακων που αναφέρω στον ορισμό).

βλ. και ύλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με το γούγλη και τις διαφημίσεις του, το σαμπάνι είναι ιμάντας ή γάντζος και κρατάει τα κάθε λογής συρματόσχοινα που χρησιμοποιούνται στα βαπόρια. Εγώ όμως ξέρω ότι σαμπάνι λένε οι ναυτικοί το ίδιο το συρματόσχοινο και θα επιμείνω.

Ό,τι κι αν ισχύει, το σίγουρο είναι ένα : Επειδή το σαμπάνι τεντώνεται και δέχεται πολύ μεγάλες δυνάμεις, είναι πολύ σημαντικό να ΄ναι γερό και να μη σπάει. Για να το κάνω ακόμα πιο λιανά, το σαμπάνι άμα σπάσει, μετατρέπεται σε δολοφονικό όπλο που γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει και όποιον συναντήσει στο διάβα του τον έφαγε μαύρο σκοτάδι. Το μόνο που προλαβαίνεις ν΄ ακούσεις είναι το σφύριγμα, λένε.

Στο πληθυντικό είναι τα σαμπάνια. Το γράφω για την περίπτωση που τακιμιάσετε με κάνα ναυτικό και αυτός αρχίσει ιστορίες για σαμπάνια και εσείς νομίσετε ότι σας μιλάει για ντομ περινιόν και δεξιώσεις.

Τον Παναή, απέναντι, έσπασε ένα σαμπάνι, είπανε, του καραβιού που ξεφορτώνανε και τον έκοψε στη μέση. Δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα απ΄ τα μοιρολόγια και τις φωνές ...«αδέρφι, αδέρφι»... κι ορκιζόμουνα πως εγώ χαμάλης στον Οργανισμό, να με κόψει στη μέση ένα σαμπάνι ή να με λιώσει μια ντάνα που θα φύγει απ΄το βίντσι, δεν πάω... (Διονύσης Χαριτόπουλος, Τι θα γίνω ;;)

Got a better definition? Add it!

Published

Αποσπώ από κάποιον χρηματικό ποσό, (συνήθως μεγάλο), το οποίο δεν δικαιούμαι υπό Κ.Σ.. Στην συνέχεια στο άψε σβήσε παντελονιάζω τα λεφτά και μην τον είδατε, από 'δω παν κι άλλοι.

Το δάγκωμα γίνεται με διάφορους τρόπους. Είτε εξαπατώντας το θύμα, με την κλασσική έννοια του ποινικού νόμου, π.χ. δουλεύοντας κάποιον ότι θα επενδύσω τα χρήματά του επωφελώς, σε μία ευκαιρία που τάχαμου μόνον εγώ γνωρίζω, είτε ζητώντας δανεικά και αγύριστα, (βλ. παράδειγμα 1), είτε προσφέροντας κάποιες πραγματικές υπηρεσίες, τις οποίες όμως όταν έρθει η ώρα της πληρωμής, θα τις χρεώσω πολύ παραπάνω απ΄ ότι αξίζουν, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες, (βλ. παράδειγμα 2). Το θύμα, συχνά ευρισκόμενο σε ανάγκη, καλόπιστα πληρώνει.

Λέγεται από αεριτζήδες και απατεωνίσκους κάθε είδους, σε στιγμές ειλικρίνειας μεταξύ τους. Είναι εντυπωσιακό ότι στην εγχώρια οικονομική πιάτσα, μεγάλα χρηματικά ποσά αλλάζουν χέρι με πολύ μεγάλη ταχύτητα και ευκολία, χωρίς πολλά – πολλά, βάσει λόγου τιμής, (βλ. και την καθιερωμένη φράση : ο λόγος μου είναι συμβόλαιο), πρακτική που ευνοεί τα κάθε είδους δαγκώματα.

Σημαντικό ρόλο για το τελικό δάγκωμα παίζει και το ίδιο το θύμα, ο χαρακτήρας του και οι προθέσεις του. Υπάρχει ολόκληρη επιστήμη (θυματολογία) που ερευνά την σχέση θύματος και θύτη και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Εάν αποδειχθεί ότι το θύμα επεδίωκε εξ ίσου αθέμιτα με το θύτη το εύκολο και άκοπο κέρδος, π.χ. αν έδωσε τα λεφτά θεωρώντας ότι συμμετέχει σε μία κομπίνα και νομίζοντας ότι αυτός πρώτος εξαπατά κάποιους άλλους, τότε ο σοφός λαός (αλλά μπορεί και η ίδια η δικαιοσύνη), πολύ λογικά θα αποφανθεί : τα ήθελε ο κώλος σου. Είναι η λεγόμενη αυτοδιακινδύνευση του θύματος (βλ. παράδειγμα 3).

Η φράση παραπέμπει στο δάγκωμα του φιδιού, ακαριαίο και δραστικό. Την χρησιμοποιούσε πολύ και ο γνωστός Ακάλυπτος αλλά υπήρχε και πριν από αυτόν.

  1. - Πέρασε από τη δουλειά ο ρεμπεσκές ο ξάδερφός μου και μου ζήτησε δανεικά. - Ε, και συ τού' δωσες ;;; - Τι να κάνω, αφού μου πούλησε παραμύθι για τα παιδάκια του. - Πάλι σε δάγκωσε το κωλόπαιδο. Και συ ρε παιδάκι μου ποιος είσαι τέλοσπάντων, ο Καραμουρτζούνης ;;;

  2. - Μου ήρθε μία χαροκαμένη για να σώσω το γιο της, πρέζονας τελειωμένος, τον πιάσανε με μεγάλη ποσότητα και τον προφυλακίσανε. Είναι παντελώς απελπισμένη. Τις λές να την δαγκώσω;;;. Μου είπε ότι έχει να πουλήσει και ένα οικοπεδάκι. - 'Ασε ήσυχη ρε θεομπαίχτη τη γιαγιά, τι ψυχή θα παραδώσεις ;;;;.
    - Καλά, θα το σκεφτώ.

  3. - Έδωσα τριάντα χιλιάρικα στον Θανάση. Θα φέρει λαθραία κάτι μαϊμούδες από Βουλγαρία, θα τα πουλήσει για ορίτζιναλ και μου είπε ότι θα τριπλασιάσει σε δύο βδομάδες το κεφάλαιο. - Ρε συ, αυτός είναι απατεώνας ολκής, έχει δαγκώσει όλο τον τηλεφωνικό κατάλογο. Άρχισε να τα κλαις από τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαταγή προϊσταμένου σε υπάλληλό του να τελειώσει τη δουλειά που του ανατέθηκε τόσο γρήγορα, ώστε να μην προλάβει καν να φτάσει η ροχάλα του αφεντικού στο πάτωμα. Μπορεί να υπάρχει και άλλη σχέση εκτός από την εργασιακή, πάντα όμως ο φτύνων βρίσκεται σε θέση ισχύος και εξουσίας έναντι του ταλαίπωρου που πρέπει να τρέξει.

Προφέρεται κοφτά, στο τέλος της φράσης.

Παρεμφερή : σφαιραπετάδην, σφαιράδην, δεν περπατάμε, τρέχουμε, στο τσακ-μπαμ, όχι τώρα, τώρα.

  1. - Σας παρακαλώ, μήπως θα μπορούσατε να μας δώσετε το φάκελο για να βγάλουμε φωτοτυπίες ;;; - Πάτε καλά ρε παλουκάρια ;; Τρεις η ώρα μου 'ρχεστε και μου θέλετε και φωτοτυπίες ;; Ρε πού έχω μπλέξει. Τέλοσπάντων, έχε χάρη που 'σαι και νοστιμούλης, εσύ ο γαλανομάτης. Άστε ταυτότητα, πάρτε το φάκελο και σε τρία λεπτά να' στε πίσω γιατί κλείνουμε. Ακόμα εδώ είστε ;; Έφτυσα.

  2. - Αντρίκο, ακόμα να γδυθείς;;; Σου είπα θέλω σεξ τώρα. - Μα μωρό μου, είμαι πολύ κουρασμένος, έχω και πονοκέφαλο, με τρέξανε άσκημα στην εταιρεία, είχαμε προθεσμία να τελειώσουμε το πρότζεκτ σήμερα. Θέλω να δω και τον Ονούρ …. - Σιχτίρ, άχρηστε. Φέρε μου τουλάχιστον τον όλισβο από το τρίτο συρτάρι, κάτω από τα βρακιά είναι. Τσακίσου, έφτυσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία φράση που ξέφυγε από τα ενδότερα του ένδοξου ελληνικού στρατού, για να ακολουθήσει αυτόνομη καριέρα. Στον Ε.Σ., μόλις συναντηθείς με κάποιον ανώτερο ιεραρχικά, υποτίθεται ότι πρέπει να χτυπήσεις με δύναμη προσοχή και να χαιρετήσεις στρατιωτικά, (βλ. παράδειγμα 1, το λήμμα στην κυριολεξία του).

Στην «πολιτική» ζωή της, η φράση σημαίνει τα παρακάτω:

  1. Αποδίδω σεβασμό σε κάποιον που το αξίζει (βλ. παράδειγμα 2), ή

  2. Συμπεριφέρομαι δουλοπρεπώς, κοινώς γλύφω κάποιον ιεραρχικά ανώτερο ή γενικά σε ισχυρότερη θέση από εμένα, προσδοκώντας την εύνοιά του, (βλ. παράδειγμα 3).

Βλ. σχετικά λήμματα τσανακογλείφτης, φιλάω κατουρημένες ποδιές, φιλάω την παντόφλα.

Συχνότερη η χρήση με την 2η έννοια. Θλιβερό το φαινόμενο κάποιοι να βαράνε προσοχές στο έτερό τους ήμισυ.

Είναι ιατρικώς περίεργο ότι αυτοί που βαράνε συνέχεια προσοχές, καταλήγουν να πάσχουν από καραμπινάτη οσφυοκαμψία.

  1. Καθόμασταν και βαρούσαμε προσοχές στους άχρηστους, τους γλείφτες, που κλάνανε μέντες μπροστά σε κάποιο βύσμα ή στους αλλοδαπούς τριμηνίτες μην τυχόν και πέσουν σε δυσμένεια ή βρουν τα αυτοκίνητά τους σπασμένα αντίστοιχα, οι κότες.
    (σχόλιο του πάτσις απόεδώ).

  2. ΜΑΝΣΦΙΛΝΤ - ΓΟΥΙΚΟΜΠ: Βαράω προσοχές στην έδρα της Μάνσφιλντ, πριν την ήττα με την Ακρινγκτον στα 4 προηγούμενα δεν είχε δεχτεί καν γκολ . Από την άλλη στα καλύτερα της η Γουικομπ με 4 νίκες 1 ισοπαλία και καλή αμυντική συμπεριφορά . Αποδέχομαι οποιοδήποτε αποτέλεσμα. (από ιστολόγιο για το στοίχημα).

  3. Άρχισε να στρώνει ο Βενιζέλος... Σε λίγο όταν βλέπει Γ.Α.Πικούς. θα βαράει προσοχές... (από παραπολιτικό ιστολόγιο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified