Υποτιμητικά ο άσχετος οδηγός. Βγαίνει από το ψευδώνυμο του ραλίστα Βαρδινογιάννη.
Τι έκανε ρε ο τζίγκερ; Το γάμησε τ' αμάξι!
Υποτιμητικά ο άσχετος οδηγός. Βγαίνει από το ψευδώνυμο του ραλίστα Βαρδινογιάννη.
Τι έκανε ρε ο τζίγκερ; Το γάμησε τ' αμάξι!
Got a better definition? Add it!
Ο λιμοκοντόρος, ο ψευτοδανδής, ο γυφτοπρόξενος. Το λέμε για άνθρωπο που είτε καμαρώνει ως μπαστούνι ενώ δεν θα έπρεπε, είτε για βλάχο (με την καλή έννοια του τσέλιγκα, του βουκόλου, του ανθρώπου της υπαίθρου γενικότερα) που, όμως, εννοεί να συμπεριφέρεται ως δανδής, χαρακτηριστικό του οποίου αποτελούσε, τα παλιότερα χρόνια, το μπαστουνάκι με ακριβή λαβή, κατά προτίμηση από ακριβό υλικό (ασήμι, χρυσό, ελεφαντόδοντο κλπ).
Χαρακτηριστικά παραδείγματα από το χώρο της πολιτικής αποτελούν οι γόνοι της δυναστείας Καραμανλή που διετέλεσαν πρωθυπουργοί (Α και Β), ο γείτονας Ταΐπ Ερντογάν και παλιότερα ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος ενώ ήταν κατά βάση τυρέμπορας και κρασέμπορας, προσπαθούσε να παρουσιάσει μια εικόνα αριστοκράτη και μάλιστα ο συγκεκριμένος λανσάριζε και το σχετικό μπαστουνάκι, το οποίο εναλλασσόταν με την ποιμενική γκλίτσα. Άλλη τέτοια περίπτωση αποτελεί ο Βύρων Πολύδωρας, ο οποίος πιστεύει ότι βρίσκεται στον ίδιο αστερισμό με τον Κώστα Αξελό, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Χρήστο Γιανναρά και άλλους αριστοκράτες του πνεύματος, αλλά κατ' ουσίαν παραμένει καράβλαχος.
Δ.Π.: Αυτοκτονημένος
Στη συνδιάσκεψη των Βρυξελών ξεχώριζαν ο Καραμανλής και ο Ερντογάν ως μπαστουνόβλαχοι.
- Τον είδες το Μήτσο; Τι φοράει, ρε μαλάκα, το άτομο; Γιλέκο χωρίς γραβάτα!
- Μπαστουνόβλαχος!
Θα 'θελαν αστοί: αρχοντόβλαχος, βλαχοκυριλέ, βλαχοτρέντι, κλαρινογαμπρός, μπαστουνόβλαχος, τραχανοπλαγιάς, τραχανοπλαγιέρο, τσοπανοκαμπόης, τσοπανοτραβόλτας.
Got a better definition? Add it!
Ο σπιρτόζος, ο ορεξάτος, ο σκαμπρόζος.
Χρησιμοποιείται συνήθως σε χαιρετισμό, όπως το «όμορφος» ή το «μεγάλος». Για γυναίκα είναι καλό να αποφεύγεται, καθώς το να πεις «Γεια σου καβλιάρα μου», δεν είναι πρέπον και μπορεί να παρεξηγηθεί, ενώ το «Γεια σου καβλιάρη μου» είναι ok!
Στην κυριολεξία σημαίνει τον έχοντα ερωτική διάθεση, ή, ακόμη κυριολεκτικότερα, αυτόν που είναι με το όργανο σηκωμένο και «ετοιμοπόλεμος».
Τι έγινε ρε καβλιάρη;
Πού' σαι ρε καβλιάρη;
Είδα τον άλλο τον καβλιάρη προχθές και μού' πε να σου πω να πας να χεστείς!
Βλ. και καυλιάρης
Got a better definition? Add it!
Λέγεται σε περίπτωση που έχουμε να δούμε κάποιον πολύ καιρό. Δεν είναι γνωστή η προέλευση της έκφρασης, αλλά πιθανόν να προέρχεται από το κλάμα που ρίξαμε όσο αυτός/η έλειπε· πάντως, το αν μαυρίζουν τα μάτια με το κλάμα είναι κάτι που παίζεται επιστημονικώς.
Πού είσαι χαμένος, ρε Μάνο; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!
- Πού είναι αυτό το μουνί; Μαύρα μάτια.
- Δε γαμιέται ο μαλάκας. Μπορεί να λείψει άλλους εννιά μήνες;
Ο BuBis φεύγει αύριο. Μαύρα μάτια θα κάνουμε να τον δούμε πάλι.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.
Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;
- Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
- Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
- Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
- Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.
- Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
- Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;
Got a better definition? Add it!
Από το χώρο του ποδοσφαίρου, σημαίνει το να ντριμπλάρω κάποιον, να τον κάνω χαζό. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Νίκο Αλέφαντο. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε ακούσει τον εν λόγω προπονητή να περιγράφει εξαιρετικά ντριμπλαρίσματα με τις φράσεις «τον ζωγράφισε», ή «τους ζωγράφισε όλους», ή «τον εζωγράφισε» κλπ.
Παρ όλ' αυτά ο όρος χρησιμοποιείται και για το κατσάδιασμα, η το μπινελίκωμα. Λέμε, π.χ. «άσε τον φώναξε ο γενικός και τον ζωγράφισε». Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για την ίδια λειτουργία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις έχουμε επιβολή της υπεροχής με μη προσχηματικό, αλλά μάλλον με κραυγαλέο τρόπο.
- Πω, ρε μαλάκα. Είδες πώς τους πέρασε όλους;
-Τους ζωγράφισε.
- Τι σου είπε η Μαίρη; Τσαντισμένη την άκουσα.
- Άσε, με ζωγράφισε και είχε και δίκιο. Είχαμε ραντεβού χθες και την έστησα.
Αλεφάντεια: αλεφάντεια κόμμωση, αλέφαντος, ζωγραφίζω κάποιον, καλώς τα παιδιά, 3-0!, κίνηση μεγάλου παίχτου, κονιόρδος, μάθε μπαλίτσα, μάνα καημένη, μαντουμαδόρος, μυρωδιάς, ντύνομαι Αλέφαντος, ξέρω εκατό κιλά, πες το κι έτσι (μορφωμένε), πριμαντόνα, σ' τα εξηγώ ωραία;, τα πάντα όλα, τέσσερο, τιτανοτεράστιος.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για ψευδώνυμο με το οποίο έγινε πασίγνωστος ο Bill Cardille, κυρίως στις ΗΠΑ, κατά την 20ετία 1963-1983, μέσω της Σαββατοβραδινής τηλεοπτικής εκπομπής «Chiller Theatre» απ' όπου του βγήκε και το παρατσούκλι. Ο Cardille ήταν άνθρωπος της τηλεόρασης και του θεάματος γενικότερα και έκανε αμέτρητες παραγωγές ποικίλου περιεχομένου (από πρωινάδικα μέχρι αθλητικά), ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζε ο ίδιος αρκετές από αυτές.
Σημαίνει τον άνθρωπο που κάνει τα πάντα, τον ακούραστο, αυτόν που καταγίνεται ταυτόχρονα με πολλά και ποικίλα αντικείμενα.
- Μήτσο, θα κάνεις και έναν καφέ, ρε συ;
- Κάτσε, ρε μαλάκα, ποιος είμαι, ο Χίλι Μπίλι;
Τον Αντρέα τον έχουνε σκίσει στην εφημερίδα. Επειδή ξέρει κομπιούτερ, τον βάλανε τώρα να κάνει και τη σελιδοποίηση. Χίλι Μπίλι!
Χίλι Μπίλι, μαλάκα. Δεν προλαβαίνω να κατουρήσω. Τρέχω σαν τον πούστη!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για τις εξώλης και προώλης. Για αυτές που έχουν πολλούς ερωτικούς συντρόφους ταυτόχρονα, κοινώς για πουτάνες που δεν εξασκούν το επάγγελμα, αλλά το κάνουν από χόμπι ή από (θεμιτή) διαστροφή με όποιον να 'ναι κι όπου να 'ναι.
Λέγεται και «αν είστε πέντε φύγετε κι ελάτε μ 'άλλους δέκα» για πιο «βαριές» περιπτώσεις.
Η Μαρία; Αυτή, ρε μαλάκα, είναι αν είστε πέντε φύγετε, αν είστε δέκα ελάτε. Παράτα την!
- Τι λέει η Δέσποινα, ξηγημένη φαίνεται.
- Α, καλά, αν είστε πέντε φύγετε, αν είστε δέκα ελάτε...
Got a better definition? Add it!
Ο κερατάς. Προέρχεται από το λατινικό cornu (κέρατο) και σημαίνει αυτόν που η γυναίκα του τον απατά. Πώς συνδέεται το κέρατο με την εν λόγω απάτη δεν είναι γνωστό, πάντως εικάζεται ότι έχει να κάνει με τα ελάφια, καθώς οι ελαφίνες, όπως βέβαια και τα περισσότερα θηλαστικά, κατά την περίοδο του ζευγαρώματος «πάνε» με πολλούς συντρόφους.
Δεν υπάρχει αντίστοιχο λήμμα στο θηλυκό γένος, όπως εξάλλου δεν υπάρχει αντίστοιχο θηλυκό λήμμα για το «κερατάς». Συναντάται όμως το «κερατωμένη» που δηλώνει, εντούτοις, παρελθόντα χρόνο.
- Είδα την Πόπη αγκαλιά με το Νίκο.
-Τι μου λες; Κορνούτος δηλαδή ο Αλέκος;
- Νομίζω ότι η Δέσποινα μου τα φοράει.
- Κορνούτος; Γουέλκαμ του δε κλαμπ.
Got a better definition? Add it!
Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.
Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.
- Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
- Πώς ήταν;
- Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...
Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;
Got a better definition? Add it!