Κάνω κάποιον βαπόρι, σημαίνει τον φέρνω εκτός εαυτού, τον εκνευρίζω, τον μπριζάρω. Βαπόρι, κατά κυριολεξία, είναι το ατμοκίνητο καράβι (από το αγγλικό vapor που σημαίνει ατμός). Επομένως, ο όρος συνδέεται με την πίεση του ατμού που χρησιμοποιείται στους ατμοκινητήρες.

  1. Μ' έπιασε το πρωί η Ανθούλα και μ' άρχισε στα πουστριλίκια για το ισοζύγιο, ενώ το λάθος ήταν δικό της. Άσε, βαπόρι έγινα!

  2. Τον άρχισε πάλι με τα πολιτικά και τον έκανε βαπόρι.

  3. - Θα πάω να του τα πω. Δεν μπορεί να συνεχίζεται άλλο αυτή η κατάσταση!
    - Να πας, αλλά θα γίνει βαπόρι, να το ξέρεις.

Queen Mary I (από panos1962, 21/11/09)Βαπόρι έγινα! (από panos1962, 21/11/09)

βλ. και τούρμπο / έγινα τούρμπο, έγινα βαπόρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον ασήκωτο σημαίνει ότι τον δέρνω πάρα πολύ, σε βαθμό να μην μπορεί να σηκωθεί, να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του. Πρόκειται για μπαμπαδισμό, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως και στις μέρες μας.

  1. Άσε, πιαστήκαμε στα χέρια με κάτι ΟΥΚάδες και μας κάνανε ασήκωτους.

  2. Τη βγήκε σε κάτι ψωμιά και τον έκαναν ασήκωτο.

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουλουμιάζω κάποιον σημαίνει ότι τον δέρνω άσχημα, τον κάνω ασήκωτο. Το λήμμα έλκει την καταγωγή από το τουλούμιασμα του τυριού, ή άλλων τροφίμων, που είναι το σφιχτό κλείσιμο σε δερμάτινο ή πάνινο ασκί των τροφών με στόχο τη φύλαξη ή τη μεταφορά τους.

  1. Πείραζε τα κορίτσια και βγήκαν δυο τετράγωνοι και τον τουλουμιάσανε.

  2. Πήγα να ζητήσω τα ρέστα, ο μαλάκας, και με κάναν τουλούμι στο ξύλο.

  3. Μπλεχτήκανε με τα ΜΑΤ και τους τουλουμιάσανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.

  1. - Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
    - Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...

  2. - Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
    - Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.

(από panos1962, 22/11/09)Καυλιώνει για την πάρτη του η γλυκιά μου... (από vikar, 02/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.

Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;

  1. - Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
    - Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
    - Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
    - Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.

  2. - Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
    - Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;

Να τον εμπιστεύομαι τον κώλο μου, ή όχι; (από panos1962, 25/11/09)Δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μου, πα να κλάσω και χέζομαι... (από Galadriel, 18/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη έκφραση για το ονοματεπώνυμο, για το «όνομα και επίθετο» κυριολεκτικά. Προφέρεται ως μια λέξη, ενώ δεν υφίσταται στον γραπτό λόγο. Μάλλον άχρηστη λεξιπλασία που, ως κύριο στόχο, έχει την αύξηση των λημμάτων του σλανγκρ, αλλά, οπωσδήποτε μπορεί να σπάσει λίγο τη μονοτονία των ερωτήσεων σε δημόσιες υπηρεσίες, εφορίες, ΟΑΕΔ, ΙΚΑ κλπ. Μπορεί, δηλαδή, ο υπάλληλος, αντί να ρωτάει συνέχει «Ονοματεπώνυμο;», να λέει πού και πού «Ονομακιεπίθετο;», κάνοντας μια ευχάριστη έκπληξη στον ταλαιπωρημένο πολίτη, φορολογούμενο, άνεργο ή ασφαλισμένο.

Υ.Γ.
Λανθασμένα, αναφέρεται και ως ονοματεπίθετο. Αυτό δείχνει χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, έλλειψη κουλτούρας.

  1. Πες το ονομακιεπίθετό σου.

  2. Εύκολο είναι, συμπληρώνεις τα στοιχεία σου, ονομακιεπίθετο, αριθμό ταυτότητας, ΑΦΜ κλπ. και το πας στο γκισέ.

Ονομακιεπίθετο; (από panos1962, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σοκολάτα Toblerone στα ελληνικά. Παιχνίδι με τη ταυτόηχη φράση «τον πλέρωνε», δηλαδή «τον πλήρωνε».

Διευκρινίζεται ότι η σλανγκιά είναι στην προφορά (στον τονισμό). Απλώς βγάζει λίγο γέλιο να πεις «τομπλέρονε», αντί «τομπλερόν», ή «τομπλερόνε» που λεν οι μπαστουνόβλαχοι.

  1. - Πήρες κάνα γλυκό, ρε συ, ή πάλι στην ξέρα μας έχεις;
    - Τι λε, ρε μαλάκα, άνοιξ' το ψυγείο! Μέχρι και τομπλέρονε πήρα…

  2. - Τι έφερες από τα ντιούτι φρί;
    - Τι να φέρω; Τα ίδια, κανένα Τζόνι, καμιά τομπλέρονε, τέτοια…

(από panos1962, 29/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός βρωμερού, οσμηρού πράγματος, εδέσματος, προσώπου ή χώρου. Μπαμπαδιόθεν επιφώνημα άγνωστης προέλευσης ή ετυμολογίας.

  1. Είχε κάτι φαγητά πιφ. Άσ' τα να πάνε, νηστικοί μείναμε.

  2. Ήρθε ο Γιώργος, πιφ. Ο μαλάκας πρέπει να 'χει να λουστεί δυο βδομάδες.

  3. Μιλάμε, πήγα να κατουρήσω κι έφυγα. Οι τουαλέτες είναι πιφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του απεριτίφ. Λέγεται για κεράσματα, ή ποτά κακής ποιότητας, καθώς παραπέμπει εμφανώς στη λέξη πιφ που σημαίνει βρωμερό, οσμηρό.

  1. - Τι σας κέρασε η Μαρία;
    - Απεριπίφ. Τι να μας κεράσει, ρε συ, αυτή; Μόνο πίπες κάνει καλές.

  2. Πήγαμε στο «Premier» και πλακωθήκαμε στα απεριπίφ, όλη νύχτα ξερνούσα. Τι μας πότισαν οι αρχίδες! Δεν ξαναπατάω!

Τα απεριπίφ της Μαρίας. (από panos1962, 29/11/09)(από panos1962, 29/11/09)

βλ. και ρόφτυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός έκφυλης, τρυφηλής γυναίκας. Γυναίκα, έρμαιο του σεξουαλικού πάθους, δέσμια της μανίας της για ερωτικές απολαύσεις και ξεσκίσματα γενικότερα. Πουτάνα, όχι κατ' επάγγελμα.

  1. - Την είδες την καινούρια; Τι μουνί, Θεέ μου!
    - Αυτή είναι ζήτω ο πούτσος. Θα μας φάει.

  2. Ήρθε μια το πρωί να πληρώσει, ζήτω ο πούτσος! Ακόμη τον παίζω

Ζήτω ο πούτσος! (από panos1962, 29/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified