Ο λιμοκοντόρος, ο ψευτοδανδής, ο γυφτοπρόξενος. Το λέμε για άνθρωπο που είτε καμαρώνει ως μπαστούνι ενώ δεν θα έπρεπε, είτε για βλάχο (με την καλή έννοια του τσέλιγκα, του βουκόλου, του ανθρώπου της υπαίθρου γενικότερα) που, όμως, εννοεί να συμπεριφέρεται ως δανδής, χαρακτηριστικό του οποίου αποτελούσε, τα παλιότερα χρόνια, το μπαστουνάκι με ακριβή λαβή, κατά προτίμηση από ακριβό υλικό (ασήμι, χρυσό, ελεφαντόδοντο κλπ).

Χαρακτηριστικά παραδείγματα από το χώρο της πολιτικής αποτελούν οι γόνοι της δυναστείας Καραμανλή που διετέλεσαν πρωθυπουργοί (Α και Β), ο γείτονας Ταΐπ Ερντογάν και παλιότερα ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος ενώ ήταν κατά βάση τυρέμπορας και κρασέμπορας, προσπαθούσε να παρουσιάσει μια εικόνα αριστοκράτη και μάλιστα ο συγκεκριμένος λανσάριζε και το σχετικό μπαστουνάκι, το οποίο εναλλασσόταν με την ποιμενική γκλίτσα. Άλλη τέτοια περίπτωση αποτελεί ο Βύρων Πολύδωρας, ο οποίος πιστεύει ότι βρίσκεται στον ίδιο αστερισμό με τον Κώστα Αξελό, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Χρήστο Γιανναρά και άλλους αριστοκράτες του πνεύματος, αλλά κατ' ουσίαν παραμένει καράβλαχος.

Δ.Π.: Αυτοκτονημένος

  1. Στη συνδιάσκεψη των Βρυξελών ξεχώριζαν ο Καραμανλής και ο Ερντογάν ως μπαστουνόβλαχοι.

  2. - Τον είδες το Μήτσο; Τι φοράει, ρε μαλάκα, το άτομο; Γιλέκο χωρίς γραβάτα!
    - Μπαστουνόβλαχος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει αγανάκτηση λόγω ολιγωρίας, ή γενικευμένης αποχαύνωσης. Προσομοιάζει με το «Α, καλά…», ή το «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι» κλπ.

  1. - Όλη η μισθοδοσία βγήκε λάθος. Ξέχασαν να βάλουν το οικογενειακό επίδομα.
    - Ολημερίς τον παίζανε, το βράδυ τον βαρούσαν

  2. Πήγα στο ΙΚΑ και μου είπαν ότι δεν βρίσκουν πουθενά την αίτηση που έκανα πριν δυο μήνες. Ολημερίς τον έπαιζαν, το βράδυ τον βαρούσαν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιατρική έκφραση που δηλώνει την επιτυχή έκβαση πολύ δύσκολης χειρουργικής επέμβασης, ή την ανάνηψη ασθενούς μετά από μακρά παραμονή σε ΜΕΘ (μονάδα εντατικής θεραπείας).

Κάποιες φορές, συμβαίνει οι χειρουργοί, ή το νοσηλευτικό προσωπικό των ΜΕΘ, να «το γλεντάνε» μετά από μια μεγάλη επιτυχία. Και επειδή δεν υπάρχει τίποτα σοβαρότερο από μια τέτοιου είδους επιτυχία, συνήθως το τραπέζι περιλαμβάνει τα καλύτερα εδέσματα και κατά προτίμηση τα ακριβότερα ψάρια (συναγρίδες, τσιπούρες κλπ). Εκεί οφείλει την ετυμολογία της η έκφραση «θα φάμε ψάρι» που λέγεται, όμως, πολλές φορές και ως ερώτηση, ή και αρνητικά, π.χ. «Θα φάμε ψάρι, λες;», ή «δεν βλέπω να τρώμε ψάρι, δύσκολη περίπτωση».

  1. - Πώς πάει το χειρουργείο, θα φάμε ψάρι;
    - Μάλλον. Ο Τσακιρίδης είναι στις καλές του απόψε. Τα χέρια του έχουν πάρει φωτιά.

  2. - Δεν βλέπω να τρώμε ψάρι με τον Κότζακ. Είναι έτοιμος για απογείωση· τι να κάνεις, είναι και 86 χρονών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτοπαικτική έκφραση που σημαίνει ότι δεν «σηκώνουμε» φύλλο, ότι έχουμε τα χειρότερα φύλλα απ' όλους.

  1. - Τι κώλος είμαι, σήκωσα δυο άσους.
    - Άλλος φύλλα κι άλλος μήλα…

  2. - Έχω ένα φύλλο σήμερα, ρε παιδιά. Τι σηκώνω!
    - Εγώ σκατά! Τι περιμένεις; Άλλος φύλλα κι άλλος μήλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός έκφυλης, τρυφηλής γυναίκας. Γυναίκα, έρμαιο του σεξουαλικού πάθους, δέσμια της μανίας της για ερωτικές απολαύσεις και ξεσκίσματα γενικότερα. Πουτάνα, όχι κατ' επάγγελμα.

  1. - Την είδες την καινούρια; Τι μουνί, Θεέ μου!
    - Αυτή είναι ζήτω ο πούτσος. Θα μας φάει.

  2. Ήρθε μια το πρωί να πληρώσει, ζήτω ο πούτσος! Ακόμη τον παίζω

Ζήτω ο πούτσος! (από panos1962, 29/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του απεριτίφ. Λέγεται για κεράσματα, ή ποτά κακής ποιότητας, καθώς παραπέμπει εμφανώς στη λέξη πιφ που σημαίνει βρωμερό, οσμηρό.

  1. - Τι σας κέρασε η Μαρία;
    - Απεριπίφ. Τι να μας κεράσει, ρε συ, αυτή; Μόνο πίπες κάνει καλές.

  2. Πήγαμε στο «Premier» και πλακωθήκαμε στα απεριπίφ, όλη νύχτα ξερνούσα. Τι μας πότισαν οι αρχίδες! Δεν ξαναπατάω!

Τα απεριπίφ της Μαρίας. (από panos1962, 29/11/09)(από panos1962, 29/11/09)

βλ. και ρόφτυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός βρωμερού, οσμηρού πράγματος, εδέσματος, προσώπου ή χώρου. Μπαμπαδιόθεν επιφώνημα άγνωστης προέλευσης ή ετυμολογίας.

  1. Είχε κάτι φαγητά πιφ. Άσ' τα να πάνε, νηστικοί μείναμε.

  2. Ήρθε ο Γιώργος, πιφ. Ο μαλάκας πρέπει να 'χει να λουστεί δυο βδομάδες.

  3. Μιλάμε, πήγα να κατουρήσω κι έφυγα. Οι τουαλέτες είναι πιφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σοκολάτα Toblerone στα ελληνικά. Παιχνίδι με τη ταυτόηχη φράση «τον πλέρωνε», δηλαδή «τον πλήρωνε».

Διευκρινίζεται ότι η σλανγκιά είναι στην προφορά (στον τονισμό). Απλώς βγάζει λίγο γέλιο να πεις «τομπλέρονε», αντί «τομπλερόν», ή «τομπλερόνε» που λεν οι μπαστουνόβλαχοι.

  1. - Πήρες κάνα γλυκό, ρε συ, ή πάλι στην ξέρα μας έχεις;
    - Τι λε, ρε μαλάκα, άνοιξ' το ψυγείο! Μέχρι και τομπλέρονε πήρα…

  2. - Τι έφερες από τα ντιούτι φρί;
    - Τι να φέρω; Τα ίδια, κανένα Τζόνι, καμιά τομπλέρονε, τέτοια…

(από panos1962, 29/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη έκφραση για το ονοματεπώνυμο, για το «όνομα και επίθετο» κυριολεκτικά. Προφέρεται ως μια λέξη, ενώ δεν υφίσταται στον γραπτό λόγο. Μάλλον άχρηστη λεξιπλασία που, ως κύριο στόχο, έχει την αύξηση των λημμάτων του σλανγκρ, αλλά, οπωσδήποτε μπορεί να σπάσει λίγο τη μονοτονία των ερωτήσεων σε δημόσιες υπηρεσίες, εφορίες, ΟΑΕΔ, ΙΚΑ κλπ. Μπορεί, δηλαδή, ο υπάλληλος, αντί να ρωτάει συνέχει «Ονοματεπώνυμο;», να λέει πού και πού «Ονομακιεπίθετο;», κάνοντας μια ευχάριστη έκπληξη στον ταλαιπωρημένο πολίτη, φορολογούμενο, άνεργο ή ασφαλισμένο.

Υ.Γ.
Λανθασμένα, αναφέρεται και ως ονοματεπίθετο. Αυτό δείχνει χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, έλλειψη κουλτούρας.

  1. Πες το ονομακιεπίθετό σου.

  2. Εύκολο είναι, συμπληρώνεις τα στοιχεία σου, ονομακιεπίθετο, αριθμό ταυτότητας, ΑΦΜ κλπ. και το πας στο γκισέ.

Ονομακιεπίθετο; (από panos1962, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.

Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;

  1. - Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
    - Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
    - Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
    - Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.

  2. - Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
    - Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;

Να τον εμπιστεύομαι τον κώλο μου, ή όχι; (από panos1962, 25/11/09)Δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μου, πα να κλάσω και χέζομαι... (από Galadriel, 18/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified