Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).
— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!
Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).
— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο απόλυτα Μεσανατολίτης και / ή Καυκάσιος στη μάπα (και στην ψυχή). Ο Homo neanderthalensis. Όταν πρόκειται για γυναίκα, είναι η απόλυτη φρίκη.
Και ένα σχετικό ρωσικό ανέκδοτο: «- Τι κάνουν δώρο οι Γεωργιανοί στις κόρες και στις γυναίκες τους, όταν αυτές έχουν γενέθλια; - Ένα κουτί ζιλέτ!»
Συγγενική είναι και η έκφραση «καρφώνει μπιφτέκι».
- Γιατί δε σ' αρέσει ρε η Περιστέρα; Μια χαρά κοριτσάκι είναι: μαγειρεύει, πλένει, σκουπίζει, είναι παρθένα, είναι ηθική...
- Άσε ρε Τζίμη. «Αρμενάκι είμαι κυρά μου» είναι το άτομο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άσπρη ή ασπροκίτρινη σμηγματοειδής έκκριση που συσσωρεύεται γύρω από τη βάλανο σε άτομα που έχουν τσακωθεί με το νερό.
Σε αυτά τα άτομα, με το που θα κατέβει το πετσάκι, αποκαλύπτεται ένας βρωμερός δακτύλιος γύρω από το «στεφάνι» της βαλάνου, ο οποίος γεμίζει το φυσικό κυκλικό αυλάκι που έπρεπε να υπάρχει εκεί. Αν το άτομο είναι πολύ επιδέξιο, μπορεί να το αφαιρέσει άθικτο και να το περάσει βέρα στο δάχτυλο της αγαπημένης του. (πού έχω φτάσει, Θέ μου;!)
Δες και τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα, φετέισον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπουρδέλο στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό kerhane, περσικής προέλευσης.
- Πες μου, νινέ (γιαγιά), τι θυμάσαι από την πατρίδα;
- Θυμάμαι, γιαβρί' μ, τη συνοικία με τους κερχανέδες... Εκεί δούλευα, αλλά μπεζέρισα μιάφορα κι εγίνηκα λοκαντιέρα...
Βλ. και κερχανατζής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.
Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.
- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο έμπορος και καλά επώνυμων προϊόντων, στον οποίο καταφεύγουν κοριτσάκια, μιλφ, πουτάνες και μπούστηδες (ποτέ όμως τα αληθινά αρσενικά! Επ' ουδενί!) σε περιόδους κρίσης, για να προμηθευτούν τα ζωτικά αγαθά / είδη πρώτης ανάγκης που λέγονται «Λουί Βυϊτόν», «Μπέρμπερρυς», «Τζώρτζιο Αρμάνι» κ.τ.λ. Διαφέρει από τον πλανόδιο πωλητή μαϊμούδων, ο οποίος πουλάει συνήθως «Λουίζ Βρυτόν», «Μπαρμπέρρυς», «Τζώρτζιο Αρμένι» κ.τ.λ. Ο μαϊμουδάς πουλάει μόνο αληθοφανές πράμα (ώρες-ώρες μπορεί να είναι και αληθινό, που έφτασε στα χέρια του κλεμμένο από τους εργάτες που δουλεύουν στη γραμμή παραγωγής στην Κίνα / Ινδία για να μεταπωληθεί).
Άνδρας με φάτσα μαϊμούς. Συνήθως είναι άνω των εβδομήντα, κοντός με μακριά χέρια, πλατύ πρόσωπο, μαλλί πλούσιο χτενισμένο προς τα πίσω που πετάει κάπως σαν καρφάκι πάνω από το μέτωπο, ευρύ στόμα, τεράστιο και πλατύ κάτω χείλος, και μάτι που γυαλίζει κάπως.
«Νο 2 : Ο μαϊμουδάς
Όπως η μόδα επιτάσσει πιπ τοου (βλ αμέσως παραπάνω) ομοίως επιτάσσει και Λουί Βουιτόν, Μπέρμπερις, (Άσχετο: γιατί κάνω πάντα ένα συνειρμό με πρόβατο όποτε ακούω αυτή τη λέξη;) Ντόνα Κάραν, Γκούτσι, Βερσάτζε… τέλος πάντων, με εννοήσατε τι εννοώ για να μη μακρηγορώ. [...] Kαι όσο η κρίση στην οικονομία θα διαρκεί τόσο τα βαποράκια των επωνύμων θα πληθαίνουν και θα ευημερούν. Και οι βαρόνοι της μαϊμούς, θα κάνουν χρυσές δουλειές.»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λογοπαίγνιο από το γαλακτομπούρικο (ή -μπούρεκο) και το μπούτι. Έτσι αποκαλείται κοπελιά με πολύ άσπρα μπούτια (και γενικά ξασπρισμένη), τόσο που να θυμίζουν την ασπρίλα του γάλα(κ)τος.
Συχνό χαρακτηριστικό σε γκομενάκια από ΗΒ / Ιρλανδία / Γαλλία, το οποίο όχι μόνο δε με χαλάει, αλλά με τέρπει όσο ένα... ταψί γαλακτομπούρικο (είμαι λίγο χοντρούλικο, το ατιμούτσικο). Συνοδεύεται συχνά από φακίδες και από πολύ λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Αν φοράει δε και γυαλιά... βαστάτε με!
Έκφραση που συνοδεύει την ανεύρεση τέτοιας γκομενός: «Γαλατάς ήταν ο πατέρας σου;»
- Λοιπόν, δε μου 'πες. Σ' άρεσε η Bridget;
- Αν μ' άρεσε λέει... Κωλόφαρδε, πάλι γαμώ τα μουνάκια πηδάς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για κάτι βολικό, εύχρηστο (στο ζακυνθινό ιδίωμα). Μάλλον από το ιταλικό mai agevole (= πιο ευκίνητο / ευέλικτο).
- Πάμε με το Χάμερ ή θα πάρουμε το Ζμάρτ;
- Το Ζμαρτάκι, που είναι μαϊτζέβελο!
Βλ. και μανιτζέβελο, ματζόβολο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καμία σχέση με την έκφραση «στο μιλητό», πέραν του ότι αμφότερες αναφέρονται στο σεχ.
«Μιλητό» αποκαλείται το σεχ που περιλαμβάνει διάφορες λεκτικές προστυχιές, συνήθως στο αφτί - αλλά και δυνατά άμα γουστάρεις, πολύ δυνατά - κατά τη διάρκεια της συνουσίας και των λοιπών τζιβιτζιλικιών, με στόχο το περαιτέρω ξάναμμα του συντρόφου (Απορία ψάλτου: -τι διάλο ρε, όλοι με κουμούνια γαμιούνται;)
Αντώνη μου: μουγκό, το
-Γιατί δεν σ' άρεσε, Σωτήρη μου;
-Τι να μ' αρέσει ρε Μιχαλάκη, αφού ξέρεις ότι γουστάρω το μιλητό κι εσύ ήσουν όλη την ώρα μούγκα στη στρούγκα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βλέπε: τιριτόμπας, χαλιαμπάλιας.
- Γιατί δεν με θες, ρε Γωγώ;
- Γιατί είσαι φλιάφλιας, ρε, και 'γώ με φλιάφλιες δεν την βρίσκω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified