Προέλευση εκφράσεως:

Στον υδρόμυλο ή τον ανεμόμυλο παλιά, υπήρχε πρόβλημα με τη σειρά στο άλεσμα, καθώς ο μύλος δούλευε με χαμηλό ρυθμό και οι πελάτες κατέφθαναν εποχιακά και όλοι μαζί. Ο μύλος δούλευε ασταμάτητα όλο το 24ωρο και όταν ο καημένος ο μυλωνάς κοιμόταν, εξυπηρετούσε παντοιοτρόπως τους πελάτες η μυλωνού. Προφανώς, επειδή το παράκανε και λίγο στη «εξυπηρέτηση», στο τέλος πάθαινε σήκωση του πρωκτού, με αποτέλεσμα ο κώλος της να χάνει το σχήμα του και την καλή του φήμη.

Εναλλακτικά: καλλιγραφία στον κώλο της μαϊμούς.

-Δεν μπορώ να καταλάβω τι σόι ξενοδοχείο είναι αυτό, δεν έχει σεσουάρ στο μπάνιο !
-3 Αστέρων είναι, τί περίμενες; Στης Μυλωνούς τον κώλο ζητάς καλλιγραφία, μου φαίνεται !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ανυπόληπτος, απόβρασμα της κοινωνίας.

Α, ρε που τ'ς ήβρες αυτοίν' τ'ς λεμέδες ; (ιδ. Θεσσαλίας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τουρκικό σουλούχ που σημαίνει αναπνοή και σήμαινε κάποιον που είχε πρόβλημα αναπνοής, κάτι σαν ασθματικός δηλαδή. Οι τούρκοι που το είχαν σύστημα να αποκαλούν κάποιον με το κουσούρι του (κιοσές, τοπάλ, κουλαξίζ κλπ) το χρησιμοποιούσαν και σαν επίθετο.

Μια ανηφόρα ανέβηκε το άλογό σου και άκου το πως αναπνέει. Δεν το παίρνω είναι σουλουγάνικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γειά σου αμόρε!

Η φράση «για περάστε γιατσεμόρε» ακούγεται στο τραγούδι του «Θίασου» του Αγγελόπουλου σε πολλά μέρη του έργου. Έσπαζα το κεφάλι μου να καταλάβω τι λέει, μέχρι που κάποτε μου το εξήγησε μια από τις ηθοποιούς που έπαιξε στο έργο: ήταν προσφιλής χαιρετισμός προς τους περαστικούς, από γυναίκες που έκαναν τον κράχτη σε επιχειρήσεις θεάματος. Επειδή όμως η λέξη «αμόρε» ήταν άγνωστη στα λαϊκά στρώματα (γεια σου Αλέκα με τα ωραία σου) , αυτοί άκουγαν ό,τι ήθελαν.

Για περάστε, γιαξεμπόρε!

με ανάλυση... (από MXΣ, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουναρικά από τσιντσιλά και μινκ.

Συνήθως, από παραφθορά, το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τα περιττά ψιλολόγια. Παλαιότερα όμως ήταν εμπορεύματα των γυρολόγων (καπέλα, γάντια κ.λπ. από τσίντσιλι - μίντσιλι).

Τι τα θέλεις όλα αυτά τα τσίντσιλι-μίντιλι, μπιτ παζάρ το κατάντησες το σπίτι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρεβάτι, το μέρος όπου κοιμάται κάποιος.

Από το τουρκικό yatak, που σημαίνει κρεβάτι, άντρο, λημέρι.

Ο σκύλος βρήκε το γιατάκι του λαγού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δέντρο Φτελιά ή Πτελέα.

Ο Καραγάτσης πήρε αυτό το ψευδώνυμο επειδή συνήθιζε να διαβάζει κάτω από μια φτελιά.

Ανάμεσα σε δύο από αυτά τα καραγάτσια (από knasos, 06/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το λατομείο. Κατ' επέκταση, προσβλητική αναφορά στο ποιόν κάποιου.

Εκ του τουρκικού damar (φλέβα πετρώματος).

- Αει πάαινε ρε χαζουντάμαρου! (ιδ. Θεσσαλίας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ κοντή γυναίκα, τόσο κοντή, που όταν κλάνει σηκώνεται σκόνη Πηγή: ανώνυμος θεσσαλονικιός ταξιτζής.

Άιντε μωρή κλανοσκονίστρα, το μίνι σε μάρανε!

βλ. και σκων' σκον'

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομάζω, τινάζομαι απότομα (λέγεται κυρίως για ζώα).

Το άλογο είδε την κουμπίνα στη στροφή και πρόγκηξε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified