Αδύναμος, κακοφτιαγμένος, δύσμορφος και ενίοτε μη αρρενωπός άνδρας. Υπονοεί ότι το μουστάκι του ατόμου αυτού είναι λεπτό και αραιό όσο και το μουστάκι της γάτας.

- Κουβάλησες και την ανηψιά σου εδώ πέρα να μας κάνει την όμορφη!
- Ποια ανηψιά μου βρε; Γυναίκα μου είναι!
- Γυναίκα σου; Δικιά σου;
- Όχι του γείτονα! Με αγάπησε και με πήρε!
- Σ' αγάπησε; Τι αγάπησε από εσένα βρε γατομούστακε;
(Από την ταινία «Της Κακομοίρας» του Ν. Κατσουρίδη, διάλογος μεταξύ Κ. Χατζηχρήστου και Κ. Μεντή)

εύκολαααα (από electron, 13/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανοιχτή πίτα με άγρια χόρτα και φέτα που παρασκευάζεται στην περιοχή της Ηπείρου. Λέγεται και μπλατσαριά και προέρχεται από την τοπική λέξη μπλετς που θα πει γυμνός, ασκεπής.

Πήγα στη γιαγιά μου και μου έφτιαξε μια μπατσαριά άλλο πράμα!

(από vikar, 08/11/10)Ironick, αφιερωμένο εξαιρετικά (από poniroskylo, 08/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.

- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αίθουσες τσαγιού (εκ του Αγγλικού tea room) που ανοίγαν με επιτυχία πολλοί Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία στις αρχές του 20ου αιώνα.

Εμένα ο παππούς μου ήταν πολύ προδομένος. Χωρίς ένα βρακί ήρθε στην Αυστραλία και έφτιαξε μόνος του ολόκληρο τιρουμτζάδικο στην Καμπέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιό μονόβολο τουφέκι, Ελληνοποίηση του Γαλλικού τουφεκιού Gras (Fusil Gras Modèle 1874 M80). Σε χρήση έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από βοηθητικές μονάδες του στρατού. Σημαίνει και το άχρηστο, παλιό και μακρύ τουφέκι.

Τότε με κάτι γκράδες μονόβολες πολεμούσαμε. Κι οι Ιταλοί είχαν μανλιχέρια και αυτόματα!

Μοντελάκι του 1874 (από Vrastaman, 02/11/10)

Χρησιμοποιείται και ο (λανθασμένος) τύπος η γκράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δύτης που χρησιμοποιεί μίγματα τριών αερίων (οξυγόνο, ήλιο, υδρογόνο, tri-mix στα Αγγλικά) για να φτάνει σε μεγαλύτερα βάθη με ασφάλεια. Πρόκειται συνήθως για επαγγελματίες και έμπειρους δύτες (ενίοτε και ριψοκίνδυνους), απαιτείται δε ειδικός εξοπλισμός.

- Εκεί που βουτάγαμε στα δέκα μέτρα, έσκασε μύτη ένας τραϊμιξάς στολισμένος σα χριστουγεννιάτικο δέντρο! Είχε πεντέξι φιάλες πάνω του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχικά των λέξεων Σωματική Βελτίωση, κοινώς το καψόνι στο στρατό.

Μας πέθανε σήμερα ο Δίκας. Όλη μέρα σωβέ μας έκανε! Καλύτερα να μας έστελνε στο Πλοίο της Αγάπης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυριαρχία μεγάλου αριθμού άσχημων γυναικών (μπάζων) σε κέντρο διασκέδασης, μπαρ ή σε οιαδήποτε άλλη συγκέντρωση ανθρώπων και των δυο φύλων. Το αντίθετα του μουνοθύελλα.

- Χτύπησες κανένα γκομενάκι χτες ρε;
- Άσε ρε φίλε, μπαζοκαταιγίδα ήταν! Μόνο τη Μαρία την Άσχημη δεν είχαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή να πεθάνεις πριν την ώρα σου και να παρευρίσκεται και η ίδια η μάνα σου στην κηδεία.

Ιδιαίτερα προσβλητικός και μακάβριος χαρακτηρισμός, εξ' ου και η σπανιότατη χρήση του.

- Θα μου δώσεις τα χρωστούμενα, αλλιώς ξέχνα το σπίτι σου. Θα σ'το φάω και αυτό μαζί με σένα!
- Που να σε φιλήσει η μάνα σου κρύο, τοκόγλυφε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε με νοιάζει, γράφω κάτι στα παλιά μου τα παπούτσια. Παρόμοιο με το κλάιν μάιν.

- Ρε άμα σε πιάσουν χωρίς ασφάλεια θα φας τρελό πρόστιμο!
- Πουτς μάιν κλάιν. Δε με πιάνει κανένας εμένα με το Golf.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified