1. Λέγεται για το όσχεο, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι προτιμότερο το αρχιδόσακκος.

  2. Το σουτιέν γι' αρχίδια (μετάφραση του ball - bra). Σαν απλό εσώρουχο χρησιμοποιείται σε πιπεράτες ιδιωτικές στιγμές και από μοντέλα, χορευτές, επιδειξίες και άλλους πολύ άντρηδοι.

Την αρχιδοσακούλα την αναφέρει στον Κουραδοκόφτη του ο Πετρόπουλος σαν είδος μαγιώ.

- Πού τη βρήκες μωρή την αρχιδοσακκούλα;
- Από το internet τζουτζούκο μου.
- Αχάα! Θα... μου το φορέσεις;
- Αμέέ!!

βλ. και αρχιδιέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχά στον πληθυντικό: κουμπούρια σημαίνει τα βυζιά (όχι τα βυζάκια) που κάνουν μπαμ.

Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που τραγουδήθηκαν και από την Πρωτοψάλτη για να δείτε το λογοπαίγνιο με τις δυο έννοιες της λέξης.

Η Μαλάμω με καμάρι
που μοσχοβολά θυμάρι
μεσ' στους δρόμους της Αθήνας
έχει εννιά γι' αυτήν ο μήνας
τα κουμπούρια γεμισμένα
τα 'χει πάντα κουμπωμένα
κι όλοι τρέχουν να τη δουν
με καημό και τραγουδούν.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Απαράτησε τα γίδια
τα σιγκούνια τα στολίδια
στην Αθήνα μάνι-μάνι
έβανε κοντό φουστάνι
τα κουμπούρια της γεμάτα
τα κουνά π' αναθεμά τα
τα κουνά και περπατάει
κι όλη η Αθήνα τραγουδάει.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Ρίχνει βόλια η ματιά της
η πλεξούδα η ξανθιά της
με τα φρύδια τα γραμμένα
τα κουμπούρια γεμισμένα
ξεχειλά δροσά και νιάτα
η Μαλάμω η χωριάτα
με λαχτάρα την κοιτάζουν
τραγουδούν κι αναστενάζουν

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Got a better definition? Add it!

Published

Το μουνί.

Αν και γίνεται διαχωρισμός: «το γυναικείο χουχούνι». Άρα, υπάρχει κι ανδρικό χουχούνι, προφανώς ο κώλος μια κι η λέξη προέρχεται από την καλιαρντήν.

- Βρήκε δουλειά η κόρη του;
- Πωωως. Ξύνει το χουχούνι της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται συνήθως από τον μερακλή της αντροπαρέας μετά από φαγοπότι (και ηχηρό ρέψιμο ...προαιρετικά) ειδικά αν μπανίσει ενδιαφέρον θηλυκό στα πέριξ.

Συχνότατα συνοδεύεται από την κίνηση που κάνουμε όταν ξεδιπλώνουμε εφημερίδα (απότομο μικρό τίναγμα και ταυτόχρονο ελαφρύ άνοιγμα των χεριών προς τα πάνω και κατέβασμά τους πάνω στ' αχαμνά: και καλά πως βολεύει την γκόμενα καβαλικευτά).

Ο Πετρόπουλος το διασώζει με τη μορφή: «Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, να 'χαμε και μια χοντρή».

- Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, να 'χαμε και μια εφημερίδα.
- Κανά τσιμπουκάκι απ' το μωρό απέναντι δε θα με χαλούσε καθόλου.
- Πού το βρίσκετε το κουράγιο ρε γαμώτο μετά από τέτοιο σαβούρωμα; - Σατεσένανε που πούρεψες πριν την ώρα σου;
- Παιδί!! Ένα ούντεμπεργκ για το χαντούμη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει: «Κόβω τον αφαλό ενός νεογέννητου».

Χρησιμοποιείται όπως και τα κόβω το βήχα, του το βουλώνω, για να τονίσουμε το ακαριαίο, αποτελεσματικό της ενέργειας και το δίχως ελπίδα επανάληψης (για τον αφαλοκομμένο) της όποιας μαλακίας του. Ο αφαλοκομένος είχε ξεφύγει από τα όρια και τον έβαλα στη θέση του/έσιαξα (προσοχή μπορεί και να τον έσκιαξα αλλά όχι υποχρεωτικά).

Σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, το «αφαλοκόβω» είναι πιο έντονο και ισχυρό, αλλά δεν είναι χυδαίο.

Επίσης χρησιμοποιείται (αν όχι λανθασμένα, σίγουρα καταχρηστικά) όπως και τα γειώνω, στέλνω αδιάβαστο, τον σβήνω (απ' το χάρτη κι όλα τα σχετικά, που όμως ο αφαλοκομμένος έχει υποστεί επιπλέον και μεγάλη προσβόλα.

Το αφαλοκόβω ενέχει την έννοια πως ο αφαλοκομμένος συμπεριφέρεται σα μωρό παιδί που το επαναφέρεις στην τάξη, οπότε τι νόημα έχει η προσβόλα;

  1. - Μπορείς να μου 'ξηγήσεις πώς από μουνί το 'κανε λόχο σε χρόνο ντετέ; - Εμ θέλει τρόπο κι όχι κόπο μεγάλε. - Δηλαδή; - Έριξε δυο - τρία γερά γαμοσταυρίδια, καραγκάζωσε κανά δυο μπουμπούκια αμύριστα και τους αφαλόκοψε όλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του όρου «ο καθ' ύλην αρμόδιος».

Το λέμε για κάποιον συνήθως δημόσιο υπάλληλο που μας έκανε να πούμε το δεσπότη Παναγιώτη και μας οδήγησε «πιο πέρα κι απ΄εκεί που συχνάζ' η Φλέσσα», τις περισσότερες φορές επειδή είχε μαύρα μεσάνυχτα επί του θέματος.

Για να τονιστεί το τελευταίο, λέγεται και το ο καθίκης αναρμόδιος σαν υπερθετικός του ο καθ' ύλην αναρμόδιος.

Το ο και γαμώ το καντήλι(ν) του αναρμόδιος το αφήνω στη φαντασία του καθενός σας και σας εύχομαι να μη σας τύχει.

- Ρε μπαγάσα, εσύ που 'σε παθός και μαθιός, τι κάνουμε για μια άδεια για μπουγατσατζίδικο;
- Ά!! Χέσε τον Μαλακόπουλο που 'ναι ο καθίκης αρμόδιος και μίλα με τον Μπάμπη το χοντρό στη γραμματεία να σε ξεστραβώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ήδη χρησιμοποιείται στο slang.gr με την έννοια του μεγάλος - μέγας.

  2. Ασφαλώς και είναι είδος φυσιγγιοθήκης για περίστροφα μ' αποτέλεσμα οι μη σχετικοί να εννοούμε πλέον το περίστροφο κι όχι την φυσιγγιοθήκη.

  3. Ήταν και πετυχημένη τηλεοπτική σειρά με τον Tom Selleck.

Αλλά χάρη στον Χάρρυ Κλυν απέκτησε και την έννοια:

  1. Ο πούτσος.

Η ατάκα του νονού Χάρρυ Κλυν «Άσ' το μάγκνουμ, βρε παιδάκι μου!!» όσο χαμουρεύονται με τη δικιά του, έχει γράψει ιστορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση: κοιτώ/βλέπω ντουβάρι: είμαι σε αδιέξοδο, δε βρίσκω λύση.

- Πώω ρε μπλέξιμο!! Και τι θα κάνεις;
- Μακάρι νά 'ξερα. Παντού ντουβάρια βλέπω.

(από sstteffannoss, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί ότι μου άναψαν όλα τα λαμπάκια, δηλαδή εξαγριώθηκα.

- Τι λέει ο Νικολάκης;
- Άι σιχτίρ τον παλιοπούστη, πάλι χριστουγεννιάκο δέντρο μ' έκανε ψες με τις χοντρομαλακίες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified