1. Αυτός που έχει πολλά προσόντα. Που το τσιβί (CV απ' το Curriculum Vitae = Βιογραφικό Σημείωμα) του μοιάζει σεντόνι.

  2. Ο ψωλαράς.

- Πώς πήγε με τη μισή μερίδα;
- Χα! Μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι χρυσή μου. Και γαμώ τους προσοντούχους. Μια μαλαπέρδα να! με το συμπάθιο.
- Βρε βρε τον Khan!

Προσοντούχος πρόγονος (από sstteffannoss, 09/11/10)Προσοντούχος μύτη (από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κρεβάτι > το γαμήσι > το βρακί/μουνί της εν λόγω γκόμενας.

  2. Όταν ακόμη δεν κυκλοφορούσαν εκτυπωτές ink-jet ή laser και οι μόνοι διαθέσιμοι ήταν οι θορυβώδεις κρουστικοί με τη μελανοταινία, το χαρτί για εκτυπώσεις ήταν σελίδες κολλημένες η μια με την άλλη. Όταν λοιπόν κάποιος τύπωνε μεγάλο κείμενο ή πρόγραμμα, η ατελείωτη σειρά από κόλλες εκτύπωσης αποκαλούνταν σεντόνι. Ακούγονταν τα: «Πάλι την Πειραϊκή-Πατραϊκή τυπώνει/ράβει /κεντάει;» Πιστεύω πως, αν και προέρχεται από τον ορισμό που δίνει η ironick (που αφορά στον έντυπο τύπο), είναι ακόμη πιο πετυχημένος τουλάχιστον οπτικά.

  3. Το τεράστιο κυκλικό πανό που εικονίζει μια ποδοσφαιρική μπάλα και έχει φτάσει να είναι συνώνυμο του Champions League. Έτσι προκύπτουν τα:

  • Ώρα για σεντόνι = Άντε ν' αρχίσει το/Ώρα για Chamnions League
  • Ο Γκέκας βλέπει σεντόνι = Η ομάδα του θα προκριθεί κι αυτός θα παίξει στο Champions League
  • Κουνώ το σεντόνι = Συμμετέχω στο Champions League
  1. - Μεγάλε, έχουμε να σε δούμε από τότε που σε τύλιξε στα σεντόνια της ή μου φαίνεται;
    - Εμ της Πόπης σέρνει καράβι. Ο Κώτσος θα γλίτωνε;

  2. - Ξέρεις πόσα δέντρα σφάζεις με τα σεντόνια σου κάθε μέρα;
    - Άσε που μας παίρνεις και τ' αυτιά.
    - Σόργια! Δε γίνεται αλλιώς και το ξέρετε. Γι' αυτό μόκο!!

  3. - Σεντόνι έεε; Ναααα!!
    - Σκάσε ρε μαλάκα και θα σε γαμήσουν δίχως σάλιο!!

το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (όχι πλέον τόσο συχνά όσο πριν τη χρήση τον καινούργιων τεχνολογικά μέσων προβολής) σε κινηματογραφικές αίθουσες όταν η ταινία είναι μάπα / φέσι / μούφα / για τον πούτσο.

Αναφέρεται στη δυνατή λάμπα που χειριζόταν ο τεχνικός προβολής. Αν τον είχες γνωστό, στό 'λεγε χαμηλόφωνα στο διάλειμμα ανάμεσα στις προβολές.

Ακουγόταν ιδιαίτερα σε μεταμεσονύχτιες προβολές και στο φεστιβάλ κινηματογράφου όπου το κοινό κι ο εξώστης αντίστοιχα δεν χάριζαν κάστανα σε δηθενιές. Επίσης, ακουγόταν όταν η αίθουσα προβολής ήταν σχεδόν άδεια από κοινό - καναδυό αδιάφοροι νοματαίοι.

- Μάγκες τζάμπα καίει η λάμπα.
- Αμερικλανιά του θανατά.
- Άουσβιτς.
- Τιγκανά για πατσά;
- Μέσα.

(από GATZMAN, 10/11/10)αντίπαλο δέος (από anchelito, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση: «του αρέσουν τα ξινά» κι όλες τις παρόμοιες, το νόημα είναι «Τη βρίσκει με γαμήσι απ' τον κώλο». Τώρα αν πρόκειται για κωλομπαρά ή πούστη, παίζει (πολύ συχνά από τον τόνο της φωνής ή ένα βλέμμα όλο νόημα βγαίνει και το συμπέρασμα).

Αν πρόκειται για γυναίκα δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά, αλλά επιπλέον μπορεί να μιλάμε για παραπάνω από έναν γαμιάδες-παρτουζίτσες κοινώς. Δεν το 'χω ακούσει για λεσβοφάσεις.

Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για ξεπέτες και κίνκοκαταστάσεις. Σήμερα διακρίνω μια κάποια διαφοροποίηση στο νόημα με τάση για δεσίματα, χτυπήματα, αλλά όχι σε βαθμό κακουργήματος.

- Τι να γύρευε στο Ζάππειο τέτοια ώρα ο Λάκης;
- Θα 'χε λιγούρα για ξινά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κνίτια, τα: συλλήβδην οι οπαδοί της ΚΝΕ. Λέγεται υποτιμητικά.

Κνιτιά, η: 1. Μάζωξη από Κνίτια.

  1. Φράση, φρασεολογία Κνίτη. Απωθητικότατο προϊόν ξύλινης γλώσσας τίγκα σε ορολογία κομμουνιστικής σλανγκ και τσιτάτα επαναλαμβανόμενα ανά αιώνες. Γίνεται αντιληπτή σε χρόνο ντετέ, διαφημίζοντας την κομματική ταυτότητα αυτού που την εκτοξεύει.

Λέγεται υποτιμητικά, υποδηλώνοντας διαστροφή της πραγματικότητας ή, το λιγότερο, μονοδιάστατη αντιμετώπιση ενός γεγονότος. Ακόμη βαρύτερο όταν απευθύνεται σε νυν από τέως Κνίτες.

1.- Από ‘δώ!! Τώρα!!
- Σιγά!! Το πανό!! Μα τι σε τσίμπησε; Μ’ έπαιρνε κι ο Σκάϊ;
- Είχες ντεκόρ τα Κνίτια μωρή!!

2α. - Καλή μουσική δε λέω, αλλά πολλή κνιτιά βρε παιδί μου.
- Ααα!! Ένα είν’ το Φεστιβάλ!!

2β. -«Για να έχουμε έναν οδηγό στην κατανόηση πλευρών του τροτσκισμού, προκαταβολικά λέμε ότι ήταν οπορτουνιστικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα, που χαρακτηριζόταν από τη μικροαστική υπερεπαναστατική φρασεολογία στα λόγια και τον απόλυτο συμβιβασμό στην πράξη.»
- Τρεις κνιτιές σε μια φράση!! Τιγκανάααα.

2γ. - Για το αιματοκύλισμα στη Ν. Οσετία πραγματικοί ένοχοι είναι ο ιμπεριαλισμός, το ΝΑΤΟ κι η ΕΕ.
- Μήτσο, οι κνιτιές αλλού. Όταν έμπαινες στη γιάφκα εγώ έβγαινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: «Πάρε δρόμο!!», «Βρε ούστ!!», «Σπάσε!!», «Γκιτ ρε!!» (απ' το τούρκικο φύγε).

Λέγεται πάνω σε καυγά, με άγριο, αποφασιστικό ύφος και πολύ ελαφρά δασύ και τραβηγμένο το σίγμα.

Ο Λιάκος ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το παλιό προτρεπτικό επιφώνημα yisa! των χαμάληδων της Πόλης που το πήραν οι καπανταήδες -κι απ' αυτούς οι μάγκες (σημαίνει και: αλλάζω πορεία προς τον άνεμο). Πίσω του διακρίνει το ιταλικό (βενετσιάνικο κατά Τριανταφυλλίδη) ναυτικό επιφώνημα issa! (βίρα!), που λέγονταν όταν το ιστιοφόρο σήκωνε πανιά για να την κάνει.

Ίσα μωρή λούγκρα μη σηκωθώ και φτύσεις της μάνας σου το γάλα!

ΙΣΑ - Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών (από allivegp, 12/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνότερα με το «μέχρι» στις εκφράσεις: «χώνω / μπήγω / καργάρω / φερμάρω μέχρι ριζάρχιδο».

Το άκρον άωτον που μπορεί να πετύχει ο γαμιάς ακολουθώντας την πατροπαράδοτη συμβουλή: «Πιο βαθιά, πιο καλά».

Ανατομικά: η βάση του πέους (η ρίζα του ως γνωστόν είναι μέσα στο σώμα, όμως οπτικά απ’ αυτήν κρέμεται ο αρχιδόσακκος, οπότε και εξού).

Εννοιολογικά ισάξιο με τα «της τον κάργαρα μέχρι μουνοβάρδουλα / κωλοβάρδουλα», ανάλογα με τη φάση.

- Της τον έμπηξες ρε, ή ακόμα;
- Μέχρι ριζάρχιδο. Της πέταξα τα μάτια έξω.
- Γεια σου ρε γίγαντα!!

(από sstteffannoss, 13/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβά(ν)τζα: απόθεμα, εφεδρεία, στοκ, ρεζέρβα και, καταχρηστικά: εναλλακτική λύση, αποκούμπι, λύση ανάγκης.

(μαζεμένα όσα αποθησαύρισαν κι άλλοι στο σάη)

Εμπεριέχει την έννοια πως σχηματίστηκε στα μουλωχτά - αν κι όχι απαραίτητα παράνομα, απλώς ο κάτοχός της δεν έδωσε (περιέργως) λογαριασμό σε κανένα (κι όλοι αναγνωρίζουν πως πολύ καλά έκανε - αλλά μοναχά για την πάρτη του).

Το «δίχως (καμιά) καβάντζα» σημαίνει «ξυλάρμενος στην άβυσσο», «δίχως στήριγμα» και τα παρόμοια ανέλπιδα.

Όταν αφορά σε γκόμενα, εννοείται πως ο γαμιάς δεν βρίσκει κάποια της προκοπής για να του φύγουν τα χοντράδια και να ξεχαρμανιάσει και χρησιμοποιεί την εν λόγω γκόμενα που συνηθέστατα είναι (χωρίς ελπίδα) ψιλοτσιμπημένη μαζί του, αλλά χαίρει από την υπόλοιπη αντροπαρέα της εκτίμησης μιας ξανθιάς ή ενός μπάζου.

Το ρήμα καβα(ν)τζώνω, καβα(ν)τζάρω σημαίνει δημιουργώ καβάντζα για να 'χω στο μέλλον (κατά τα: «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν», «βάζω στην άκρη»).

Όμως επιπλέον εμπεριέχει την έννοια της αρπαγής (την οποία δεν έχει η καβάντζα) και της αχορταγιάς, όπως και του ότι ο κάτοχος της καβάντζας έπεσε σαν καρτάλι και πρόλαβε τους άλλους.

(επειδή βαρέθηκα να το βλέπω στο welcum-scream)

  1. - Τι το θέλεις τόσο λιπαντικό ρε μαλάκα;
    - Το καβάντζωσα όταν είχε τη μισή τιμή.
    - Σωστός!!

  2. - Γαμώ τη μπακουριά μου γαμώ!!
    - Εεμμ, αντί να καβαντζώσεις την Πόπη, την έκανες πάσα στον Μητσάρα.
    - Ποια μωρέ; το μπαρδακοβούλωμα;
    - Με σβηστό το φως όλες οι τρύπες ίδιες είναι.
    - Άι σιχτίρ σαβουρογάμη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τούρκιοκο düzen που είναι πολυσήμαντο και σημαίνει κανόνας, αρμονία, οργάνωση, κανονικότητα, ακόρντο, συμφωνία και άλλα.

Σημαίνει το κατά διάφορους τρόπους κούρντισμα (χόρδισμα) του τρίχορδου μπουζουκιού (αλλά και άλλων εγχόρδων).

Γνωστά ντουζένια είναι: το Ανοιχτό, το Αραμπιέν, το Ίσο, το Καραντουζένι (μαύρο κούρντισμα - το πλέον φαμόζο), το Συριανό.

Οι εκφράσεις Είμαι στα ντουζένια μου και Είμαι πάνω στα ντουζένια μου αναφέρονται, σε συντριπτικό ποσοστό, σε νέους άντρες, είτε μάστορες σε κάτι, είτε μερακλωμένους από κάτι (συνήθως τα νιάτα τους).

Σημαίνουν πως ο εν λόγω:

  • βρίσκεται σε μεγάλα κέφια (υπονοείται - με καμάρι κι ελαφρά ζήλια - πως γουστάρει γαμήσι/έχει καύλες/είναι πάνω στα μεράκια του),
  • είναι στα καλυτερότερά του από πλευράς απόδοσης, (γαμάει και δέρνει, βρίσκεται στην πιο ακμαία φάση του),
  • δεν υπάρχει κάποιος/κάτι που να μπορεί να τον περιορίσει/ σταματήσει/εμποδίσει.
  1. Ακούστε το «Καραντουζένι» του Μάρκου Βαμβακάρη

  2. - Η Άιντραχτ με τον Γκέκα πάνω στα ντουζένια του ξεσκίζει!
    - Πόσα έχωσε μέχρι τώρα;
    - Έντεκα. Όλα ένα κι ένα.
    - Λες ο Γερμανός να θέλει τον Έλληνά του τελικά;

(από sstteffannoss, 14/11/10)(από sstteffannoss, 14/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε άντρες που έχουν τον τρόπο τους με τις γυναίκες και γι' αυτό προκαλούν το φθόνο των λοιπών.

Είναι ένας ακαταμάχητος συνδυασμός ερωτύλου, μάγκα, γόη (χωρίς απαραίτητα να είναι μόντελος εμφανισιακά), γαμιά, τρακαδόρου (χωρίς να είναι ζιγκολό).

Τις καμακώνει σε χρόνο ντετέ χωρίς να υπόσχεται γάμο, σοβαρή σχέση, τον ουρανό με τ' άστρα. Δεν μπορούν να τον κατηγορήσουν για τίποτα και δεν του αντιστέκονται σε τίποτα. Γουστάρει να προσφέρει οργασμούς σε ό,τι θηλυκό κινείται, αλλά σαβουρογάμης δεν είναι. Δε γουστάρει να μιλάει για τις τριψήφιες κατακτήσεις του, είναι σιγανό, διακριτικό ποταμάκι.

Υπάρχουν και τα: Παίζει τα γκομενάκια/μουνάκια κομπολόι.

- Τι 'ναι δαύτος ρε; Κάθε βράδυ και μ' άλλο μούνο σεργιανάει!!
- Μάγκα μου, δεν τον φτάνεις το Μήτσο με τίποτα!!
- Όσες όλοι μας μαζί, μόνος του το καλοκαίρι.
- Τις παίζει όλες κομπολόι από τότε που μαλλιάσαν τα γκογκόβια του.
- Άλα του το μάστορα!! Δίνει σεμουνάρια;
- Μπά! Κληρονομικό χάρισμα.

Στην original ο Michael Caine σαν Alfie (από sstteffannoss, 14/11/10)Η γυναικεία περίπτωση ("που τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα") (από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified