Από τα γνωστότατα ξάπλα + Αρντάν.

Ο υπερθετικός της κατάστασης στην οποία θέλει να βρεθεί κάθε ευσυνείδητος φαντάρος και βρίσκονται πλείστοι ασυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι. Η πλήρης χαύνωση. Η νιρβάνα. Το ζεν. Η μαστούρα σε οριζοντιωμένη στάση.

- Τι νομίζει ότι κάνει έτσι ξαπλαρντάν;
- Κοιλιακούς.
- Μα καλά ρε μαλάκα, στην Πύλη;
- Μη το ψάχνεις: τσάτσαρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:

  1. κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή.

  2. βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ.

  3. έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ.

  4. ... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας.

  1. - Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ.

  2. - Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!!
    - Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.

  3. - Τι κάνει δω πέρα η μικρή;
    - Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.

  4. - Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω.
    - Α! ναι; Πού πας;
    - Όπου θέλω!!
    - Δώσε χαιρετισμούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τσιμπουκλού που πολύ το γουστάρει. Προφανώς από το καβλί + το ηχητικό «σλουρπ» που δηλώνει λαίμαργη ευχαρίστηση.

  2. Η άτσαλη τσιμπουκλού που από περήφανο τσολιά σου τον κάνει σκέτο λούρπακ. Εξού και καβλοσλούρπακ.

- Πώς πήγε ψες με την Πόπη;
- Γαμάτα!! Καβλοσλούρπα με τα όλα της. Με στράγγιξε σε χρόνο ντετέ. Κι εσύ με τη Φώφη;
- Γάμα τα!! Μου βγήκε καβλοσλούρπακ. Είδα κι έπαθα να τον συνεφέρω. Ξανά μόνο με βετεράνο.

Βούτυρο Λούρπακ - πριν το περιλάβει η εξαιρετική και το λιώσει (από poniroskylo, 06/11/10)Σκέτο σλουρπ. (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπρόσκυλο (μάλλον από παραφθορά του τούρκικου köpek).

Απευθύνεται σαν βρισιά σε τεμπελχανάδες.

Συχνότατο σαν παλιοκουπούκι.

- Τι λέει ο νέος; Τρέχει;
- Άι σιχτίρ, το παλιοκουπούκι! Αν δε στρώσει σε μια βδομάδα, παίρνει πόδι. Ωσπού να κουνηθεί βρωμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του «παθός και μαθός» που είναι λογοπαίγνιο του «παθών μαθών», άρα λογοπαίγνιον στο τετράγωνον.

Σημαίνει βέβαια «έπαθα κι έμαθα», αλλά όταν απευθύνεται σε άλλον ενέχει κακεντρέχεια μεγάλη, τουτέστι «τα 'θελε ο κώλος σου», «πήγαινες φυρί φυρί», «τα 'θελες και τα 'παθες», «εγώ σου τά 'λεγα«) κοκ

- Έφαγα στη μάπα ένα μποτιλιάρισμα αδερφάκι μου, άλλο πράμα!! Δε με ξαναξεκουνάει κανείς καθαροδευτέρα, με καμιά κυβέρνηση.
- Παθός και Μαθιός, μαλάκα.

(από perkins, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τριτοκοσμικός Αφελίμ που νομίζει πως είναι πρωτοκοσμικός, είτε επειδή ό,τι λίγο έχει ανάμεσα στ' αυτιά έχει υποστεί βιολογικό καθαρισμό, είτε επειδή προσφάτως λάδωσε τ' άντερό του και νομίζει πως έπιασε τον πάπα απ' τ' αρχίδια.

Κάθε ομοιότητα με πλείστα καναλοπεριοδεύοντα τσουτσέκια δεν είναι τυχαία.

Λέγεται και για ολόκληρες χώρες και λαούς σε πικρές στιγμές αυτοκριτικής και εκλάμψεις αυτοσυνειδητοποίησης, συνήθως μετά από κάποια καταστροφή, οικολογική ή μη.

Τώρα φυρί φυρί το πάτε αλλά... (βλ. εικόνα).

(από sstteffannoss, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ασφαλώς και είναι ο άνθρωπος με τα σγουρά, κατσαρά μαλλιά, αλλά

  2. ειρωνικά αναφέρεται στους παντελώς φαλακρούς, καραφλούς, γλόμπους, κασίδες, κασιδιάρηδες και φυσικά

  3. στον πούτσο του οποίου οι σγουρές δεν είναι βέβαια ξυρισμένες.

Επίσης: ζγουρομάλλης, κατσαρομάλλης.

2α. Κλασικό παράδειγμα στην ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα», όπου δραματοποιήθηκε με το γλαφυρότερο τρόπο το λήμμα στο πρόσωπο του Κώστα Τσάκωνα, τον οποίο με άπειρη τρυφερότητα προσφωνούσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος «Σγουρομάλλη μου!!»

2β - Ρε συ! ξες ποιος είν' ο ζγουρομάλλης πέρα στη γωνιά; - Ο γείτονάς μου ο Κότζακ. - Πες του να καθίσει παραδίπλα και με γκάβωσε η αντηλιά.

3 - Η Ριρίκα θέλει να ξυρίσω το ζγουρομάλλη. - Αντίποινα; - Έ!! - Αφού δε σου ζήτησε ανταύγειες.

(από Vrastaman, 01/11/10)Πάμε πάλι... (από HODJAS, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εργαλεία των απανταχού τσαγκάρηδων που, λόγω της μορφής του, λέγεται και υποτιμητικά κι απαξιωτικά για κοντοστούπηδες κεφάλες.

- Γιαδέ μαλάκα μου, τον κατσαμπρόκο που μας το παίζει και Malone! Χάλασ' ο κόσμος, χάλασε!!

(από sstteffannoss, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρπάζω κάτι που προσφέρθηκε σε πολλούς για δική μου άμεση χρήση χωρίς να υπολογίζω μία. Διαφέρει από το καβατζώνω που ενέχει την έννοια της μετέπειτα χρήσης. Για φαγητό είναι πολύ κοντά στο χλαπακώνω / χλαπακιάζω.

- Τι σκατά μασάω γαμώ το καντήλι σου;
- Ωχχ!! Ανάθεμα!! Κοίτα ψυχή μου. Έφερε χθες τρία η μαμά , κατζάκωσε ο μικρός τα δυο μικρά στο πιτς φιτίλιι κι...
- ...έμεινε για μένα το τρίτο το μακρύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω κάτι πολύ γρήγορα. Υποδηλώνει μεγάλη πείνα ή λαιμαργία αλλά και μια έλλειψη ευγένειας ως προς τους συνδαιτημόνες αφού αυτοί δεν προλαβαίνουν να φάνε.

Λέγεται και χλαπακώνω.

Πολύ κοντά στο κατζακώνω το οποίο ενέχει κυρίως την έννοια του αρπάζω.

- Πότε πρόλαβες και τα χλαπάκιασες το μισό ψυγείο μωρή;
- Έλα βρε τζουτζούκο μου κι είχα μια λιγούρα!
- Αμάν!! Μη με φυτιλιάζεις τώρα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified