Ο κύκλος θαυμαστριών που σχηματίζεται γύρω από τον 'σούπερ' που χορεύει ζεϊμπέκικο. Συνήθως προηγείται η 'βασική' που γονατίζει κι όλας και κρατάει (ή χαλάει) το ρυθμό με παλαμάκια, κι έπονται οι φίλες της.

Στο νεοφανές να χορεύουν ζεϊμπέκικο (υποτιθέμενο ζεϊμπέκικο) και οι κυρίες, η λεζάντα μπορεί να είναι μεικτή, αλλά προσοχή μην παρεξηγηθεί κανένας.

Από το τραγούδι του Ζαμπέτα (Στράτος Διονυσίου) "ο Σαλονικιός"

Άντε κάντε του λεζάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος (εδώ δε διαφωνούμε με τον προλαλήσαντα)

Η λέξη, ως έκφραση, είναι παραπεμπτική (δλδ λέμε κάτι για να αντιληφθεί ο συνομιλητής μας τι εννοούμε χωρίς να το αναφέρουμε κυριολεκτικά).

Από το λατινικό vilis - vilis - vile (επίθετο τριγενές και δικατάληκτο είναι) = ποταπός, χωρίς αξία, ουτιδανός, διαδεδομένο ανά τη Μεσόγειο με τη συγκεκριμένη σημασία από τους βενετσιάνους εμπόρους και τους οκσιτανούς και καταλανούς ναύτες.

Η λέξη είναι πρακτικά άγνωστη στην κυρίως Ελλάδα. Εν τούτοις έχει χρησιμοποιηθεί όπως θα φανεί από το παράδειγμα που παρατίθεται (παραμύθι)

Ένας καλικάντζαρος ήταν απελπισμένος επειδή η γυναίκα του γεννούσε όλο κόρες. Και ήταν πάλι έγκυος. Πάει λοιπόν στη μαμή και της λέει: Αν μου βγάλεις αρσενικό, θα έχεις ένα πουγκί φλουριά. Αν μου βγάλεις θηλυκό, θα πέσει φωτιά αν σε κάψει! Έχε το νού σου!
Τι να κάνει η μαμή... δεν είχε επιλογή φαίνεται. Ξεγεννάει την καλικατζαρίνα και προς απελπισία και των δυο, το παιδί ήταν πάλι κορίτσι. Φτιάχνουν λοιπόν ένα κέρινο πέος (τοτε δεν υπήρχαν sexshops να το αγοράσουν), το εφαρμόζουν κατάλληλα και παρουσιάζουν στον πανευτυχή καλικάντζαρο το παιδί ως αγόρι. Κάποτε όμως η απάτη απεκαλύφθη. Οπότε ο καλικάντζαρος παίρνει το τεκμήριο της απάτης κι έτρεχε προς το σπίτι της μαμής έξαλλος, ουρλιάζοντας: Κυρά μαμή, κυρά μαμή... ψεύτικο είναι το βιλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει ένα χρόνο και πάνω να πατήσει στο εδώ.

Είναι ανάλογο με το ξεκουμπισμένος, αλλά στο δεύτερο μπορεί η απομάκρυνση να έγινε βίαια και όχι αφεαυτού.

Ο Μιτζνούρ είναι χαμένος.

Βέβαια δεν είμαι το μοναδικό παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα μάτσο παλιά κατοστάρικα (δραχμές) που ήταν κόκκινα, σαν τον τότε καλό (;) ταραμά.

  1. Έβγαλε τον ταραμά από την τσέπη... κι έκανε την γκόμενα να λαλήσει!

  2. Το είδα και με τα μάτια μου, την εποχή που ο Γιώργος ο Ζωγράφος τραγουδούσε το 'Δελφίνι δελφινάκι πάμε πιο γρήγορα, να δω τα γυριστά της τα ματοτσίνορα...' δηλαδή όταν στέγνωνε η μπογιά από τους Αγίους Αποστόλους (το εκκλησάκι μέσα στο χώρο της Στοάς του Αττάλου). Χοντρός, πάνχοντρος, μουστάκιας και μελαχροινός, με ύφος υπουργού ΜΕ χαρτοφυλάκιο, έβγαλε από την τσέπη μια χούφτα κατοστάρικα, ξεχώρισε ένα και 'πλέρωσε' απαξιώνοντας να πάρει ρέστα. Ο λογαριασμός, δυο ποτά, πρέπει να ήταν 16 δρ. τότε!!!! Εμείς παίρναμε soft των 6.50. Μη με δουλεύετε ρε!

Λιτός βίος με σαρακοστιανό ταραμά και 100 δισεκατομμύρια δραχμές, σύντομα κοντά σας. (από Khan, 14/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί του παρόντος, τώρα δα που μιλάμε.

Ετυμολογία προφανής αλλά ασαφής: μπροστά στην ώρα τούτη.

Μπροσώρας μην ανησυχείς.

Μπροσώρας δεν τρέχει τίποτα.

Δεν έγινε μπροσώρας, αλλά κάποτε θα γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδόκιμος όρος γλώσσας σχηματισμένος από παλαιότερα στοιχεία της ίδιας γλώσσας.

Αδόκιμος όρος γλώσσας σχηματισμένος από δάνεια ή μεικτά στοιχεία της ίδια και άλλης γλώσσας.

Συχνά η χρήση των δάνειων στοιχείων γίνεται με εσφαλμένη σημασιολογική ταύτιση.

Μετά από σημασιολογικό επαναπροσδιορισμό (reappropriation), ο αδόκιμος όρος γίνεται δόκιμος, ακόμα κι επιστημονικός όρος.

Εντούτοις από τα παρατιθέμενα παραδείγματα γίνεται φανερό ότι πρόκειται για αδόκιμες λεξιματικές κατασκευές.

Η μετατρεψιμότης του συναλλάγματος υπόκειται σε διαπραγμάτευση.

Όλα τα ουσιαστικά είναι νεολογισμοί οι οποίοι εξυπηρετούν ΜΟΝΟ συγκεκριμένες ανάγκες ΜΟΝΟ μιας συγκεκριμένης ομάδας προσώπων, επομένως ΠΡΕΠΕΙ να θεωρηθούν κατ' αρχήν slang.

Οι λέξεις επιθετικότητα, ψυχισμός, μικροβιολογία, μακρομόριο, ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, νετρόνιο, σοσιαλισμός, μακροοικονομία είναι νεολογισμοί.

επιθετικότητα (επίθεσις + -ότης ΕΛΛ, ΕΛΛ) , ψυχισμός (ψυχή + ismus, ΕΛΛ, ΛΑΤ), μικροβιολογία (μικρός + βίος + λόγος ΕΛΛ, ΕΛΛ, ΕΛΛ αντιδάνειο < ΓΑΛΛ microbe < μικρός + βίος με τη σημασία 'μικρά ζωντανά όντα' επομένως λανθασμένη τη σημασία της λέξης ''βίος'), μακρομόριο (μακρός + μόριο, αδόκιμη μεταφορά < macromolecule < μακρός + ΛΟΓΙΑ ΨΕΥΔΟΛΑΤΙΝ molecula < ΛΑΤ moles = μάζα μεανθασμένη τη σημασία της λέξης 'μακρός'), ηλεκτρόνιο, πρωτόνιο, νετρόνιο, σοσιαλισμός, μακροοικονομία (makro- < μακρός με λανθασμένη σημασία αντί του 'μέγας').

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος μετά από πολύ ξύλο.

Κυριολεκτικά: η σκορδαλιά με πατάτα στα Επτάνησα, που γίνεται σαν αλοιφή από το χτύπημα.

Συνων. αλοιφή.

Του είπε «κάνε λίγο πιο κει»... κι ο άλλος τον έκανε λιάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. ανήλιαγο.

Το άκουσα στο Αμύνταιο από γριά να σχολιάζει τα μίνι του 1971 (τότε που ράβανε φόρεμα με 1m 10 cm): Μ' αυτά που φοράνε... φαίνεται το σκοτεινό τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο GATZMAN έγραψε στις 09/04/09: λέμε πάλι έπιασα τη μαλλιαρή, εννοώντας έπιασα χρήματα.

Συγνώμη που παρεμβαίνω, αλλά νομίζω ότι έπρεπε να μπει ως πρόσθετος ορισμός, διότι στα σχόλια μπορεί να ξεφύγει της προσοχής.

Επομένως δεν το αναρτώ εγώ. Το λήμμα ανήκει σ' εκείνον.

- Είδες τζιπάρα ο Κ;
- Και παλάτι θα χτίσει! Άνοιξε φασφουντάδικο κι έπιασε τη μαλλιαρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified