Παιδικό παιχνίδι, σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά σχηματίζουν ένα κύκλο, καθισμένα γύρω από τη μάνα, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνη βγάζει τη ζώνη της ή ένα λουρί ή σχοινί και πρώτα σχηματίζει μ’ αυτό διάφορα σχήματα, π.χ. ένα αχλάδι, ένα μήλο, ένα καλάθι κτλ. Τα άλλα πρέπει να μαντέψουν τι παριστάνει. Όποιο το βρει, του δίνει η μάνα το λουρί και τότε εκείνο έχει το δικαίωμα να σηκωθεί και να κυνηγήσει τ’ άλλα παιδιά. Η μάνα μένει στη θέση της και κάθε τόσο φωνάζει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! ». Εκείνος που κρατεί το λουρί, συνεχίζει το κυνήγι του κι αν κτυπήσει κανένα παιδί, τότε εκείνο βγαίνει απ’ το παιχνίδι. Αν όμως η μάνα φωνάξει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! », τότε αυτός που κυνηγάει, πρέπει αμέσως να γυρίσει πίσω και να παραδώσει το λουρί στη μάνα, αλλιώς τα άλλα παιδιά έχουν το δικαίωμα να τον πάρουν στο κυνήγι και να του πάρουν το λουρί και να αρχίσουν μ’ αυτό να τον χτυπούν. (από http://users.sch.gr/vaxtsavanis/tris_kai_to_louri_tis_manas.html)

Και μια άλλη παραλλαγή: κάνουν κύκλο σε δυάδες τα παιδιά και ένα από αυτά, ως μάνα κυνηγά γύρω από το κύκλο το πρώτο που βγαίνει μετά από κλήρωση. Εκείνο για να γλυτώσει από τα χτυπήματα του κυνηγού με το λουρί, έχει δικαίωμα να μπει μπροστά από όποια δυάδα θέλει. Τότε το παιδί που είναι στην εξωτερική σειρά γίνεται το θήραμα. Αν το παιδί που κυνηγά, θέλει να σταματήσει, τότε κρυφά δίνει το λουρί σε όποιο παιδί θέλει της εξωτερικής σειράς και γίνεται εκείνο ο κυνηγός. (http://strimoniko.blogspot.com/2010/07/blog-post_3570.html)

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται για πολυχρησιμοποιημένους, προβεβλημένους όρους αλλά και για να δηλώσει επανάληψη, πολλαπλασιαστικά επίσης, θέλοντας να δώσει έμφαση στην ποσότητα αλλά και για να δηλώσει μια κατάσταση στην οποία υπάρχει δυσπιστία, καχυποψία και περιφρόνηση.

Παράλληλα χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια παραφροσύνη που επικρατεί σε μια κατάσταση χωρίς να εμβαθύνει στις αιτίες αλλά έτσι πιο φλου αρτιστίκ...

Ακόμη, ως βρισιά προς τη μάνα σου, οπότε παίρνει μπάλα και το λουρί της...

Συνώνυμα : (τρεις) + και μαλακίες, και κουραφέξαλα, και παπαριές, και τρέχα γύρευε, και άλλα πολλά...

  1. Δεν αντέχω άλλο με τη γραφειοκρατία, υπογραφές, πρωτόκολλα, θεωρήθηκε ο διευθυντής και το λουρί της μάνας. Αμάν πια...

  2. «Φράχτες - ελικόπτερα και το λουρί της μάνας», από άρθρο στο Ποντίκι (http://topontiki.gr/article/25996)

  3. Μια του πούστη, δυο του πούστη, τρεις και το λουρί της μάνας σου ρε γαμημένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:

α) ο καλικάντζαρος
β) ο αναρριχητής (εδώ)

Μεταφορικά: ο δίχως στυλ, ο κακομούτσουνος, ο περίεργος στην όψη, ο ατημέλητος άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται επίσης και για γραφή που δεν είναι ευανάγνωστη (τα γράμματα λέγονται και καρκαντζούλια), αλλά και για πράξεις που δεν αρμόζουν στις περιστάσεις (καρκαντζαλιές).

  1. Κοίτα τον πως ντύθηκε ο γιαλαμάς, σαν καρκάντζαλος είναι πάλι...

  2. Τι γράμματα είναι αυτά παιδάκι μου; Σα καρκαντζούλια είναι, θα μου βγουν τα μάτια...

  3. Άρχισες πάλι τις καρκαντζαλιές; Για συμμαζέψου, το μαγαζί είναι κυριλέ...

  4. Καρκαντζουλέησιονς, πάλι μετεξεταστέος έμεινες ρε κούτσουρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το λατινικό grosso modo, όπου grosso: μεγάλος και modo: δρόμος.

Η έκφραση παραπέμπει σε αόριστο προσδιορισμό, συνήθως αξίας ή ποσότητας και χρησιμοποιείται από επαγγελματίες που προσεγγιστικά θέλουν να προσδιορίσουν τα παραπάνω προκειμένου να εκτιμήσουν αν μια επένδυση είναι συμφέρουσα ή όχι, στα πλαίσια μιας πρόχειρης προμελέτης.

Συνώνυμα: αδρομερώς, προσεγγιστικά, χονδρικά, σε γενικές γραμμές, χωρίς λεπτομέρειες κ.α.

- Πόσο πάει το τετραγωνικό φατούρα ρε μάστορα;
- Ε, τώρα τι να σου πω. Εξαρτάται τα υλικά.
- Έλα μωρέ τώρα, γκρόσο μόντο πες μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καμμένο υπόλειμμα. Σπανιότερα το απομεινάρι, το κατακάθι, το κουκούδι.

Διεκδικεί τη θέση του στο σλανγκρ, λόγω τοπικότητας του ιδιωματισμού για λόγους καταγραφής και μόνο. Δεν το ‘χω ακούσει πουθενά πλην της ιδιαίτερης πατρίδας μου (Γκάτζλαντ) και γίνεται πολλαπλή αναφορά σε Πασχαλινά τραπεζώματα κατά τα οποία συγγενείς συναγωνίζονται στις επιστημονικές γνώσεις τους για το ορθό ψήσιμο του οβελία, σπληνάντερου κλπ.

Ψάχνοντας την από νέτι προέλευση της λέξης, ο Κακάτσης είναι πατριδωνυμικό επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης, ο καταγόμενος από το Κακάτσι της ΝΑ Αλβανίας (εδώ).

Ακόμα από νέτι: χάλα χάλα, Ποντιακός Χορός της περιφέρειας Κακάτσης (Αργυρούπολη). (εδώ).

  1. Βγάλτο συμπέθερε απ’ τη σούβλα, κατσίκι θα φάμε ή κακάτσι;

  2. Κακάτσι το ‘κανες γυναίκα το φαΐ, άχρηστη σα τη μάνα σου κι εσύ.

  3. Σταμάτα να βγάζεις κακάτσια απ’ τη μύτη σου, θα σου πέσει.

(από VAG, 22/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχοντοσλάνγκ ή αριστο(κρατο)σλάνγκ ή μπουρζοσλάνγκ (από τους μπουρζουάδες).

Παλιακή έκφραση που παραπέμπει σε καταστάσεις ψευτοκυριλέ, από ανθρώπους ανώτερης συνήθως τάξης ή μορφωτικού επιπέδου που η κλάση τους δεν επιτρέπει σλάνγκικες εκφράσεις.

Όταν δεν θέλουν να προσβάλλουν ευθέως (π.χ. φάτηνα στον κώλο τώρα μαλάκα, εγώ στα ‘λεγα), αλλά με πλάγιο τρόπο (ίσως γιατί είναι μπροστά και μικρά παιδιά και ακούνε), θέλουν να υποδηλώσουν ότι κάποιος ελαφρόμυαλος ή αλαζόνας που νόμιζε ότι τα ήξερε όλα τον ήπιε, του ήρθε από κει που δεν το περίμενε.

Κυριολεκτικά, το αυτό.

Με άλλα λόγια:
Ρούφα την τώρα και μη μιλάς.
Σκάσε και κολύμπα.

  1. Τα λέγαμε με το Γιωργάκη να μη μπλέξει μ’ αυτή τη σουρλουλού, θα του τα φάει όλα. Τώρα με το διαζύγιο, αφού της έκανε και το παιδί, κάτσε στη μπανάνα Γιωργάκη, δεν θα του αφήσει ούτε τη γκαρσονιέρα στην Κυψέλη.

2, Θέλατε και μνημόνιο να σωθείτε από τη χρεωκοπία φραπέλληνες της μίζας και του βολέματος, κάτσε στη μπανάνα μαλάκα Έλληνα που θα πιάσεις κότσο το ντόιτς.

(από VAG, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λιχούδης, αυτός που λιγουρεύεται συνεχώς με ό,τι φαγώσιμο πάρει το μάτι του.

Εναλλακτικά ο ζηλιάρης, αυτός που λιμπίζεται αλλά δεν εποφθαλμιά με κακία.

Από τα «Σουφλιώτικα», ακούγεται και σε άλλα χωριά του κεντρικού Έβρου.

- Άη ρε Βινγκέλ' πάρι μι ένα παγουτό «Βαμβακούλα» πι του τρώει Νίτσα, του 'δια κι του ζήλιψα.
- Ίσι συ μια αγλιάρου...

(από VAG, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που απαντάται κυρίως στη Β. Ελλάδα και χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες μπαμπάτσικες, νταρντάνες καλοθρεμμένες, εύσωμες, ψηλές και δυνατές.

Στα παλιά τα χρόνια, μια μπαμπατζάνα γυναίκα, εύρωστη για τα δεδομένα της φτώχειας, θεωρούνταν ιδανική σύντροφος τόσο για τεκνοποίηση, όσο και για δουλειές «για τα χωράφια» και την κτηνοτροφία που απαιτούσαν φυσική αντοχή και δύναμη.

  1. Μια μπαμπατζάνα γναίκα θέλου να βόσκ' κι τα γιλάδια, όχι σα τς χτικιάρες που μπλιεκς συ...Αχαααα πρρρρρ...

  2. ...ελπιζω ο τζακ να εχει μια καλη δικαιολογια για οτι κανει... γιατι απο τοτε που ειδε την ξανθια την προστυχη την μπαμπατζανα γυναικα οτι θελει τον κανει... (εδώ)

  3. Νταρντανα γυναικα ή αλλιως μπαμπάτσκια ή οπως λενε στις Σερρες μπαμπατζάνα γυναίκα.
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: ‹ γάνα (=επίχρισμα) + κατάλ. -ιάζω.
Επίσης για τη γάνα: η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει, η καπνιά που κάθεται στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. Γάνωμα = κασσιτέρωμα, γυάλισμα.

Μεταφορικά: φωνάζω δυνατά λόγω αγανάκτησης, λόγω θυμού. Αλλιώς, δείχνει ταλαιπωρία, υπερβολική κουρασεμπορική Α.Ε., μανούρα που έχει προκληθεί χωρίς να εμπλέκεται ο θιγόμενος.

Πιο γενικά, δηλώνει μια κατάσταση σύγχυσης και δυσαρέσκειας που προκαλεί γκρίνια και μεταφέρεται μέσα από αυτό το πολυχρηστικό ρήμα. Ίσως να προέρχεται από την πολλαπλή χρήση της λέξης γάνα που συνήθως δίδει μια αρνητικότητα στα πράματα.

Ακόμα μερικοί ορισμοί με παραδείγματα (από εδώ):
1. η γλώσσα μου είναι καλυμμένη από λευκή επίστρωση εξαιτίας της δυσπεψίας ή άλλης αρρώστιας και γι' αυτό αποχτά άσχημη γεύση 2. για σκεύη, καλύπτομαι από σκουριά: «γάνιασε ο τέντζερης» 3. (συνεκδ.) διψώ πολύ: «γάνιασα μέχρι να βρω νερό» 4. (μτφ.) ταλαιπωρούμαι τρομερά: «γάνιασα να τρέχω για να σε προλάβω» 5. (μτφ.) μαυρίζω: «το παιδί γάνιασε απ το κλάμα» 6. για ασπρόρουχα, λερώνω: «τα γανιασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν στην πλύση». Συνώνυμο: γαριάζω.

  1. Μη γανιάζεις βρε Πασχάλη μου, αφού θα πάμε που θα πάμε στα συμπεθέρια...

  2. Αφού το κατάλαβες από την πρώτη στιγμή, τι μ' έχεις και γανιάζω;

  3. Αστοδιάτανο το παλιόπαιδο, μας γάνιασε όλους που την κοπάνησε μες στη νύχτα...

  4. Γάνιασα να καταλάβω τη διαφορά μεταξύ μουνιού και επανάστασης και κατέληξα στο πρώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοκογλύφος, ο εισοδηματίας με την κακή έννοια, ο άνθρωπος που δεν χρειάζεται να μοχθήσει για να βγάλει τα προς το ζειν, αυτός που ζει από τον τοκισμό ή το κέρδος της περιουσίας ή των επενδύσεών του, κυρίως εις βάρος τρίτων.

Έχει επικρατήσει η αρνητικότητα στον όρο αυτό, ίσως γιατί έχουμε φλομώσει από δαύτους στο Ελλαδιστάν, ίσως γιατί έχει χρησιμοποιηθεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου στο διάσημο «ραντιέρηδες της οικονομίας» για να καταδείξει όσους χρηματίζουν εις βάρος του Ελληνικού λαού.

Ετυμολογία: ραντιέρης < γαλλική rentier, δικαιούχος ράντας

Ράντα -θηλυκό:
- (στα πλοία) αντένα τοποθετημένη στο κάτω μέρος του άλμπουρου, περίπου κάθετα σ' αυτό (κατάρτι)
- (λογοτεχνικό) είδος κούνιας για ανάπαυση
- τακτικό χρηματικό ποσό που αποφέρει μια επένδυση
- περιοδική καταβολή ποσού
- εισόδημα από χρεώγραφα
(από εδώ)

Ακόμη, ευρέθησαν στο νέτι:

Ραντιέρης: ο ενασχολούμενος με ευκαιριακές χρηματιστικές εργασίες. Ο κατά τον θυμόσοφο Ελληνικό λαό: «τοκιστής και σουλατσαδόρος» (εδώ)

Ραντιέρης: ιδιώτης τοκογλύφος που πριν από την εφεύρεση των εμπορικών τραπεζών δάνειζε τους αγρότες στην Ελληνική ύπαιθρο με όρους αντίστοιχους των 21 Τραπεζών (εδώ)

  1. Γνωστος και ως ραντιερης - οποιος ζει απο ( και για ) τους τοκους...
    (εδώ)

  2. Όταν μεγαλώσω θα γίνω... ραντιέρης (εδώ)

  3. Βαθύ κράτος ραντιέρης
    (εδώ)

  4. Η Εξουσία των Ραντιέρηδων
    (εδώ)

  5. Νοικοκυραίοι, ραντιέρηδες, καιροσκόποι
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) ανάβω, εκπυρσοκροτώ, προκαλώ σπίθα ή μικρής κλίμακας έκρηξη.
β) λάμπω, ακτινοβολώ ή και ανακλώ τη λάμψη.

Μεταφορικά: έχω σπινθηροβόλο, διαπεραστικό βλέμμα.

Πιθανό να είναι ηχοποίητη λέξη (από το «τσακ» του τσακμακιού;) με καταγωγή από τη βόρεια Ελλάδα (ακουσμένη από τη γκατζιλάνδη) με πολλαπλές σημασίες.

Παγκοσμίως αναζητάται η ετυμολογική της προέλευση. καθώς συνδέεται νοηματικά με το τσακμάκι. αλλά το «τ» μετά το «κ» στο τσακτ- μπερδεύει και σπέρνει τη διχόνοια στους απανταχού σλανγκολόγους.

  1. Έγραψε κάποτε κάποιος : Τα όπλα είναι μηχανουργικά κατασκευάσματα (κομψοτεχνήματα) κι έτσι η ασφάλειά τους εξαρτάται από το χρήστη και μόνο. Αν λοιπόν δεν πατήσεις το γαργαληστήρι, ο πετεινός δεν τσακτάει το καψούλι… Εδώ.

  2. Kαλέ παιδιά στους ανεξάρτητους δώστε και κάνα χρωματάκι έτσι που να τσακτάει. Εδώ.

  3. …είδα τον θαλαμοφύλακα να βάνει τη διπλωμένη εφημερίδα ανάμεσα τα ποδοδάχτυλα του κοιμισμένου φαντάρου και με το τσάκτισμα του αναπτήρα να μεταβάλλεται σε «πυροφάνι», και το φαντάρο να ουρλιάζει… Εδώ.

  4. - Βαγγέλη το κοριτσάκι απέναντι έτσι όπως σε κοιτάει θα σε ματιάσει.
    - Ναι, την πήρα χάμπατις, τσακτάει όχι αστεία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified