Έκφραση πασπαρτού που ετυμολογείται από το «μία φορά» ή «μία στιγμή», και σημαίνει το ξεκίνημα μιας ενέργειας.

Το μία μπορεί να παραλειφθεί χωρίς να αλλάξει το νόημα, η χρήση του όμως δίνει ένα νόημα σπιρτάδας, αμεσότητας, ή ταχύτητας στην έκφραση.

  1. Το σ/κ πάμε μια Αράχοβα; [εννοείται: θεωρώ ότι μας είναι εύκολο να αποφασίσουμε να πάμε, γίνεται μπαμ μπαμ. προφανώς προ κρίσης γιατί τώρα μετράμε τα χιλιόμετρα για να φύγουμε :)]

  2. Ρε συ ξέχασα το αλατοπίπερο, πας μία στην κουζίνα να το φέρεις; [εννοείται σου είναι εύκολο να πας και να έρθεις]

  3. Πάμε μία skype; [δηλαδή θέλεις να ξεκινήσουμε έναν διάλογο στο skype; εννοείται ότι δε μας είναι δύσκολο]

  4. - Πάμε;
    - Κάτσε, πάω μία τουαλέτα και φύγαμε [εννοείται θα κάνω γρήγορα, δε γεννάται θέμα]
    (γυρνάει) - Πάμε;
    - Κάτσε να πληρώσουμε μία τον λογαριασμό... [εννοείται μπαμ μπαμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λανθασμένα, το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου μηχανικού.

Εδώ επικρατεί μεγάλη σύγχυση. Αρχικά, όλοι οι απόφοιτοι του Πολυτεχνείου (αρχικά ήταν μόνο ένα, το Μετσόβιο, αλλά σήμερα υπάρχουν περισσότερα πολυτεχνεία, όπως επίσης και πολυτεχνικές σχολές στα πανεπιστήμια) έχουν την ιδιότητα του μηχανικού: ηλεκτρολόγος μηχανικός, χημικός μηχανικός, μηχανολόγος μηχανικός κοκ. Η ιδιότητα του μηχανικού δίνει κάποια δικαιώματα, όπως να χτίζεις κτίρια πέραν κάποιου μεγέθους, να φτιάχνεις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις κλπ. Η σύγχυση προκλήθηκε αφενός γιατί στο μυαλό πολλών μηχανικός = αυτός που ασχολείται με μηχανές (δηλ. αυτό που κανονικά λέγεται μηχανολόγος) και γιατί παλιότερα (ως τη δεκαετία του 1970) υπήρχε στο Πολυτεχνείο ενιαία σχολή ηλεκτρολόγων - μηχανολόγων (σήμερα έχουν διαχωριστεί), οπότε κάποιος όντως αποκαλούταν ηλεκτρολόγος - μηχανολόγος (σκέτο, χωρίς το μηχανικός).

Μου κάνει πιο πολύ για μπαμπαδισμός, λόγω της συσχέτισης με περασμένες δεκαετίες, αλλά λέγεται και από νεότερες γενιές.

- Ο γιος μας, ηλεκτρολόγος μηχανολόγος, έγινε πιτσαδόρος, ας όψεται το ΠΑΣΟΚ! (από αξέχαστο προεκλογικό σποτάκι της ΝΔ)

Υπήρχε καλύτερη Ελλάδα και τη θέλαμε... (από earendil_ath, 20/09/12)Won\'t you please help me, I\'m screwed you see. (από Galadriel, 21/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νέα ελληνική δεν έχει όπως ξέρουμε απαρέμφατο, αλλά συχνά μπορούμε να μεταχειριστούμε το β' πρόσωπο της προστακτικής ως απαρέμφατο (βλ. παράδειγμα 1).

Ο διπλασιασμός μάλιστα του «απαρέμφατου» έχει τη σημασία της επανάληψης (βλ. παράδειγμα 2).

  1. Τώρα που είμαστε στο πήγαινε κουραζόμαστε περισσότερο γιατί είναι ανηφόρα. Το απόγευμα θα είμαστε στο έλα και θα είναι πιο ξεκούραστο

  2. Αν το μολύβι τους από το ξύσε-ξύσε δεν γινόταν σαν το νύχι τους, δεν τους έπαιρνε άλλο μολύβι, τόσο τσιγκούνης ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και φαινομενικά αναφέρεται στη μητρική εταιρεία (κάποιας θυγατρικής), σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια.

Στην πραγματικότητα αναφέρεται είτε στον δικαιοπάροχο (franchisor) μιας αλυσίδας franchising, είτε στην αντιπροσωπεία κάποιας εταιρείας (η οποία αντιπροσωπεία δεν εμπορεύεται αλλά παρέχει ανταλλακτικά, τεχνογνωσία, επισκευές κ.α.).

Έχει σχεδόν πάντα και την έννοια της μαμάς που λέει στα (συχνά απρόθυμα) παιδιά της πώς να φέρονται.

Max T90 firmware από μαμά εταιρεία ή κλώνο;

Και η νέα διοίκηση το μόνο που ξέρει και ακούει από την μαμά εταιρεία είναι στόχοι, ηλίθιοι αριθμοί και κόστη που πρέπει να μειωθούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο έννοιες:

  • Το λέμε για να αποτρέψουμε τον συνομιλητή μας από το να κάνει κάτι, γιατί κάτι δυσάρεστο θα του συμβεί, ή θα του κάνουμε εμείς.
  • Εισάγει δευτερεύουσα πρόταση, με την έννοια «για την περίπτωση που».

Η αρχική (μη slang) διατύπωση: μην τυχόν και.

  1. - Μην και του πεις για τη Μαρία, θα σου κλαίγεται όλο το βράδυ!
    - Μην και μάθω ότι μπεκροπίνατε, θα σας πάρει και θα σας σηκώσει!
  2. - Μια βδομάδα τώρα δεν τρώω σκόρδο και κρεμμύδι, μην και μου προτείνει η Σόφη να βγούμε...
    - Πάρε μαζί σου νερό μην και διψάσετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο σύνολο των παρελκόμενων μιας συσκευής. Προσοχή: ποτέ έντερα. Συνώνυμα: κολοκύθια, κέρατα, σκατολοΐδια.

Ο όρος είναι ελαφρώς αποδοκιμαστικός, και συχνά δεν λέγεται από τον χρήστη της συσκευής, αλλά από κάποιον του περιβάλλοντός του, που ενδέχεται και να δυσανασχετεί για το κόστος, τη φασαρία, ή το χασομέρι που επιφέρει η χρήση αυτής της συσκευής.

Η αποδοκιμασία φαίνεται και από το γεγονός ότι ο χρήστης του λήμματος αποφεύγει επιδεικτικά να δείξει ότι ξέρει πώς λέγονται τα εξαρτήματα.

Μάζεψε τα άντερα της κιθάρας σου (δηλαδή καλώδια, σταντ κλπ), έρχονται επισκέψεις.

βλ. και γαμίδι, άντερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «είναι που είναι» σημαίνει χοντρικά «όντας ήδη» και χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι που έχει μια ποιότητα, πχ όμορφο, χαζό, μεγάλο, την αποκτά σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό.

  1. Μην τον χτυπάς στο κεφάλι, είναι που είναι βλαμμένος.

  2. Ήταν που ήταν παλαβή η διακόσμηση, έβαψε και τους τοίχους πορτοκαλί και το κατάστρεψε το δωμάτιο.

βλ. και (ρήμα Χ) που (ρήμα Χ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στους εξωγήινους, οι οποίοι, σύμφωνα με ορισμένους οπαδούς των ΟΥΦΟ, ζουν ανάμεσά μας έχοντας πάρει ανθρώπινη όψη. Μεταφορικώς, ειρωνικώς και βεβαίως σλανγκικώς, λέγεται, κατά κανόνα ειρωνικά, προς οπαδούς θεωριών συνωμοσίας.

- Η οικονομική κρίση ήταν η εκδίκηση των Αμερικάνων στον Καραμανλή για την συμφωνία με τους Ρώσους. Υπάρχουν συμφέροντα ρε!
- Ναι ρε, και επίσης μας ψεκάζουν και ζουν ανάμεσά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός περίεργων συνωμοσιών μασόνων, εβραίων, λέσχης μπίλντερμπεργκ και πολλών άλλων. Φημολογείται ότι συχνάζουν στους ΑΝΕΛ. Λέγεται πάντα ειρωνικά από τρίτους.

Κάτι ψεκασμένοι μαζεύτηκαν έξω από το υπουργείο Άμυνας απαιτώντας από τον ΓΕΑ τη διακοπή των ψεκασμών, λέει.

(από Khan, 27/12/13)Je suis Prekas  (από soulto, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετατροπή του άντρα από ετεροφυλόφιλο σε ομοφυλόφιλο (οι αμφιφυλόφιλοι αγνοούνται ως κατηγορία, αν πας με άντρα είσαι πούστης). Αν και η επιστήμη έχει δείξει ότι αλλαγή των σεξουαλικών προτιμήσεων δεν είναι δυνατό να γίνει, είναι βαθιά ριζωμένη πεποίθηση στην συντηρητική κοινωνία μας ότι ο αντρισμός είναι κάτι που κινδυνεύει να χαθεί, ότι... λίγο το Τσέρνομπιλ, λίγο τα στενά εσώρουχα, λίγο η τηλεόραση, λίγο οι κακές παρέες, δε θέλει πολύ ο άνθρωπος!

Όχι στην οργανωμένη πουστοποίηση των αντρών μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified