Συνώνυμο του πέοντος, ή τσουτσουνίου, ή ματζαφλαρίου, ή μπαργαλάτσου, ή, ή, ή... (αυτά τα πολλά παρατσούκλια μάλλον σε σεσημασμένο απατεώνα μου φέρνουν).

Τεσπα, αυτό είναι: Το καυλί, το οποίο (ενίοτε) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων. Μη ζητάτε πολλά πολλά, έτσι κι αλλιώς το λήμμα για τον πούτσο είναι...

Ο Γιαννούκος του Γιαννάκη. Ιντερνετική ιστορία ΓΤΠ με θλιβερό τέλος.

Πιό πολύ ξεκαρδίζομαι με τις άθλιες ονομασίες που δίνονται σε ταινίες εδώ πέρα...
Και το πλέον ΓΑΜΑΤΟ: όταν σε καθαρά αμερικάνικες εκφράσεις πετάν ξεκάρφωτα ελληνικά στοιχεία!!! Να λένε π.χ. ελληνικές παροιμίες, να αναφέρονται στον...Καραγκιόζη, την μαλαπέρδα να την λένε Γιαννούκο και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Εκεί

Το μέγεθος του «γιαννούκου» σε απασχολεί από τα μικράτα σου! Από τις πρώτες...επαφές, τις πρώτες συζητήσεις με την παλιοπαρέα, ένα ήταν το θέμα: πόσο την έχεις; στο βρακί.

Πάει να βάλει την καπότα κατευθείαν στον γιαννούκο μου, παθαίνω ένα ελαφρύ σοκ, ούτε καν προσπάθεια να τον σηκώσει ούτε χαδάκια ούτε τπτ...
(Από γνωστό μπουρδελοσάιτ).

Monty Python - 00:18 "So three cheers for your Willy or John Thomas" (από Cunning Linguist, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Οι όρχεις ή αλλιώς λιμπά, καμπανέλια, καλαμπαλίκια, γκογκόβια. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ανδρικής ανατομίας, εκτεθειμένο λόγω της θέσης του στη διαστροφή και το ανύπαρκτο έλεος κάθε περδόμενου, υποζυγίου έλξης, λογοτέχνη ή ζωγράφου, μαγείρου, Ιταλού, Πελοποννήσιου, ζαχαροπλάστη, βοτανοσυλλέκτη, μασκαρά, μουσικού. Ως απόρροια αυτής της αχαρακτήριστης επιθετικότητας, τα δυστυχή κατσαμπάνια πάσχουν συχνά από ιλίγγους με συνοδά φαινόμενα ολικής εξοίδησης.

Ωστόσο, κάποιοι ειδικευμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εξοίδηση μπορεί να οφείλεται σε υπαγορευμένες αλαζονικές συμπεριφορές, οπότε και είναι απαραίτητη μια κατά μέτωπον επίθεση για την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τα κατσαμπάνια αρέσκονται στην ψηλάφηση και τριβή τους με τα νύχια ή τις άκρες των δακτύλων. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η αιτιολόγηση αυτής της προτίμησης, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται περί ψεύδους.

Η λέξη είναι πιθανότατα λακωνικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από εν εκ των παραδειγμάτων. Προς επίρρωσιν, να αναφέρω ότι την πρωτοάκουσα από τον μακαρίτη τον μπατζανάκη μου, Λάκωνα την καταγωγή.

  1. Τα «κατσαμπάνια» είναι τα αντρικά γεννητικά όργανα εξαιρουμένου του μορίου, οι όρχεις. Η λέξη ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στην ευγενική αναφορά του αντικειμένου και στις μάγκικες / χωριάτικες καταβολές του αναφέροντός την, και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες επαρχιακής καταγωγής.
    αριστερό.

  2. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΗΣ ; δεξί.

Επίσης από το νέτι :

ΝΑ ΨΟΦΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ Κ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΒΑΣΗΛΗΚΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΥΝΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΚΟΛΟΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥΣ.

ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΡΕ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ.
κατσαμπάνια ;.........τελικα τα @ρχιδι@ εχουν πολλα nicks.

Στη Μάνη τα λέμε κατσαμπάνια.

Η γιαγιά μου λέει μερικά μανιάτικα αλλά τα κατσαμπάνια δεν τα έχει ξεστομίσει ποτέ !
(Σ.Σ. Προφ επειδή δεν τα έχει βάλει ποτέ στο στόμα της).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποδήλατο. Από το γαλλικό vélocipède. Λέξη λατινογενής (velox = γρήγορος), σε μάλλον καθημερινή χρήση πολλές δεκαετίες πριν, οπότε είχε και την μορφή βελοσπέτι.

Πηγή: Γαλλικό Λεξικό Le Petit Robert.

Φράση: «Του χρόνου παίρνεις βελοσπέτι», από το «Μέσα στις φλόγες» της Διδώς Σωτηρίου, που αναφέρεται στη Σμύρνη του 1922.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ούφο. Ο αλλού. Ο τσίου μπίου τσικιμπίου.
Όπως λέει και το παράδειγμα εδώ, αυτός που τον έχει φάει η μαλακία.

Όπως συμβαίνει και με τους πνευματικούς αδελφούς τους, τους πυροβολημένους, τα πλήθη των κουνημένων παρουσιάζουν αξιοσημείωτη διασπορά. Τουτέστιν, οι περί ων ο λόγος φωστήρες δεν βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε ένα σημείο να ρίξεις μια να τους κάψεις μαζεμένους. Πρέπει να τους ξετρυπώνεις και να τους κατραπακιάζεις έναν-έναν, διαδικασία ιδιαιτέρως χρονοβόρα και ψυχοφθόρα.

Δεν διαθέτω πια την υπομονή και τις αντοχές της πρώτης μου νεότητας, χώρια που φοβάμαι την υψηλής μεταδοτικότητας πάθησή τους. Ωσεκτουτού, εγκαταλείπω την προσπάθεια (και το λήμμα) σε αυτό το σημείο.

Εμενα προσπαθησε να με χωσει ενας γνωστος ο οποιος απο πριν ηταν λιγο κουνημενος. Νυχθημερόν,

Ηλίθιοι, κουνημένοι, καμένοι και παντός είδους γελοίες υπάρξεις, στο σινεμά δεν πάμε ούτε για να πούμε τα νέα μας με τους άλλους ηλίθιους, κουνημένους, καμένους και γελοίους φίλους μας που έχουμε να δούμε 5 μήνες, αλλά ούτε και για να ρίξουμε το γκομενάκι που ψήνουμε τόσον καιρό και αντιστέκεται προφανώς γιατί έχει καταλάβει ότι είσαι ηλίθιος, κουνημένος, καμένος και γελοίος !!! άνευ διαλείμματος

Τα Custom Panels δεν πωλούνται ξεχωριστά βέβαια, πρέπει να αγοράσεις και υπολογιστή μαζί. Και σε τιμές που μόνο αν είσαι ολίγον κουνημένος στο μυαλό θα πλήρωνες... και ακαταπαύστως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που λέει η λέξη. Το φτυάρι με το οποίο απομακρύνουμε τα σκατά. Πρόκειται μάλλον για επαγγελματικό και όχι οικιακό εργαλείο, καθώς απαντάται συνήθως σε χοιροστάσια, βουστάσια και άλλα τέτοιου είδους κουραδοβριθή ιδρύματα.

Σλανγκικώς, η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικώς ως το κατάλληλο μέσον εκδίωξης σκατάδων, σκατών πατημένων, σκατόλουμπων, σκατοπούστηδων, σκατόψυχων, εν ολίγοις τύπων τόσο άθλιων, σιχαντερών και βρομερών, που δεν διανοούμαστε ούτε στιγμή να τους αγγίξουμε με γυμνά χέρια.

Κττμγ πάντως, σλανγκικώς η λέξη σκατόφτυαρο θα ήταν ό,τι πρέπει για να χαρακτηρίσει και τους μπονταίους που κάνουν πόρτα στα ανά την επικράτεια κωλομάγαζα, εκδιώκοντας άμα λάχει βιαίως τους ενοχλητικούς πελάτες. Δεδομένης της ποιότητας τόσο των καταστημάτων και των φυλάκων τους, όσο και των θαμώνων, θα έβρισκε την απόλυτη δικαίωσή του το λαϊκό ρητό ό,τι σκατά και το φτυάρι.

Σε γλυκερό, εφηβικό ανάγνωσμα παλαιότερων εποχών, το εν λόγω εργαλείο αναφέρεται και ως σβουνόφκυαρο, βουκολικό το περιβάλλον γαρ. Αυτή η παράγραφος παρακαλώ να μην υποπέσει στην αντίληψη μουσουλμάνου ιερέα που συχνάζει στο σάη, δεν το 'χει σε τίποτα να βγάλει βρόμα πως έχω διαβάσει Λουντέμη...

Ψάχνοντας στο δίχτυ, έπεσα πάνω σε κάποιον που ισχυρίζεται ότι συνώνυμο του σκατόφτυαρου είναι η λέξη πιγκάλ. Εστί δε πιγκάλ το σετάκι αποπατόσκουπου (ξέρετε, αυτό που ζμπρώχνουμε τα κουραδόσκατα στη λεκάνη) και της βάσης εναπόθεσής του (που μαζεύει το σκατοζούμι).

Δεν ξέρω κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αγνώστου σέρφερ είναι βάσιμοι, αλλά κατόπιν αυτής της συγκλονιστικής ανακάλυψης εγκαταλείπω το σάιτ και μεταβαίνω εις Παρισίους για μετεκπαίδευση. Οι τυχόν ενδιαφερόμενοι θα με εντοπίσουν πέριξ της Place Pigalle.

  1. [...]μπραβο σε ολους τους αλλους που συνεχιζουν να μαλακιζονται απο δω κι απο κει αντι να ξεσηκωθουν και να πανε να τους πεταξουν ολους εξω με το σκατοφτυαρο [...]

  2. ΤΡΕΞΕ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΣΚΑΤΟΦΤΥΑΡΟ ΣΕ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ.

  3. Το ΔΝΤ, το λεει κι ο ΓΑΠ το 2009 στο γιουτουμπι, οπου πηγε αφησε καμμενη γη, και τελικα οπου μπορεσαν το εδιωξαν με το σκατοφτυαρο.

  4. Skatoftiaro is a New User on the OwnedCore [...] View Skatoftiaro's profile. (Σ.Σ. Μάλλον δεν θα διαφέρει σημαντικά από το ανφάς).

Όλα από το νέτι.

  1. Σλανγκική χρήση της λέξης από τη δεκαετία του '40, δια στόματος Άρη Βελουχιώτη:

Για κάποιον άλλον, τον περιβόητο «καπετάν» Αχιλλέα, που του είπα ότι πολλές φορές μας ρεζιλεύει με τις ενέργειές του, μου απήντησε:

- Παπούλη μου, έχει το σπίτι κουζίνα, σαλόνι, τραπεζαρία, λογής λογής χρήσιμα πράγματα;
- Έχει, του απαντώ.
- Έχει και σκατοφτιαρο;
- Κι απ' αυτό έχει, απαντώ πάλι.
- Ε, αυτός είναι το σκατόφτιαρο της παρέας μας!...

Αρχιμ. Γερμανός Κ. Δημάκος (πάτερ Ανυπόμονος)
«Στο βουνό με τον Σταυρό, κοντά στον Άρη»
Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, 2004.

(από Khan, 27/05/12)Από το 13.52  (από Khan, 28/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν λήμμα δημοσιεύεται ως προσπάθεια υπεράσπισης των Αμερικανών, οι οποίοι στην συνείδηση του μέσου Έλληνα λοιδορούνται ως «αγράμματοι», «αμνήμονες», «ανιστόρητοι» κλπ. Παρά ταύτα, στην πορεία ελπίζω να αποδειχθεί το ανυπόστατον των κατηγοριών, εφόσον από συγκεκριμένα στοιχεία προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι έχουν μελετήσει σε βάθος τόσο τη Ρωμαϊκή όσο και τη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα διδάγματα του παρελθόντος.

Πενικιλίνη λοιπόν ήτο μια κατά τα φαινόμενα αποτελεσματική θεραπευτική μέθοδος αντιμετώπισης διαφόρων ασθενειών, στις οποίες συγκαταλεγόταν και ο τοξικότατος βάκιλλος eamovulgarus communistosymmoriticus makronisiensis.

Εσυνίστατο στην σφιχτή περίδεση των άκρων του πάσχοντος με βρεγμένα σκοινιά ή καλώδια μέχρι σημείου εξουδετέρωσης του επικίνδυνου μικροβίου. Οι κυκλοφοριακές και νευρολογικές διαταραχές και, σε ακραίες περιπτώσεις, η εμφάνιση γάγγραινας στα περιδεδεμένα άκρα του ασθενούς εθεωρούντο μάλλον ωφέλιμες παρενέργειες, εφόσον οι πάσχοντες με τα μεν πόδια τους συνήθως σκαρφάλωναν ένοπλοι σε απάτητα κατσάβραχα με ανομολόγητους και σκοτεινούς σκοπούς, στα δε χέρια τους (όταν δεν τα χρησιμοποιούσαν για τη διάπραξη αδικημάτων του κοινού ποινικού δικαίου) συνήθως κρατούσαν σκουριασμένο κονσερβοκούτι.

Δυστυχώς, με την κατάρρευση του Εθνικού Συστήματος Υγείας που σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1974, φαίνεται πως η σωτήρια αυτή μέθοδος εγκαταλείφθηκε οριστικά, δίνοντας τη θέση της σε (ως τότε παραλλήλως χρησιμοποιούμενες αλλά) παρωχημένες ιατρικές αντιλήψεις, όπως το έντονο μασάζ στις πατούσες του ασθενούς με ειδικά διαμορφωμένο τεμάχιο ξύλου.
Προφανώς πρόκειται για πισωγύρισμα, κατάλοιπο του σκοτεινού οθωμανικού παρελθόντος της Πατρίδος. Τι να πει κανείς...

  1. [...] του κάνανε οχτώ πενικιλίνες και δεν τού πήρανε κουβέντα στην ασφάλεια [...]ένα βασανιστήριο που το έφεραν μάλλον οι Αμερικάνοι [...] Σε δένουν σφιχτά σφιχτά, σού ντύνουν ουσιαστικά τα χέρια από τον καρπό ως τον αγκώνα με ψιλό παραγαδίσιο σκοινί, ύστερα τα πόδια από τους αστραγάλους ως το γόνατο, και μετά δένουν τα χέρια με τα πόδια πίσω΄πρέπει να σταματάει κάπου η κυκλοφορία του αίματος και πρέπει να προκαλεί ισχυρούς πόνους αλλά και βλάβες στον εγκέφαλο και σε άλλα όργανα. Είναι από τα λίγα βασανιστήρια που γίνονταν με την παρακολούθηση γιατρού [...] για χρόνια του 'καμναν μετά θεραπεία στη φυλακή, γιατί του είχε αφήσει κουσούρια το βασανιστήριο. Κι όμως, τον έβγαλαν χαφιέ και τον είχαν απομονωμένο στη φυλακή. «Ήξερε» το κόμμα, δηλαδή ένας μαλάκας που ήταν διορισμένος καθοδήγηση [...]

(Χρ. Μίσσιος ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδ. Γράμματα).

  1. Η πενικιλίνη είναι το επιμελημένο δέσιμο ενός Κρατούμενου με καλώδιο. Τον δένουν προσεκτικά σαν μασούρι, τον ξαπλώνουν στο δάπεδο, και, μετά αρχίζουν να χοροπηδούν πάνω του. Ο Κρατούμενος, δεμένος σαν ζαμπόν, υποφέρει. Οι σάρκες ξεχειλίζουν. Το καλώδιο κάνει εγκοπές στο κορμί.

(Η. Πετρόπουλου εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη, εκδ. Νεφέλη).

  1. Ο σχοινισμός ήταν μαρτύριο με προσδέσεις, συσφίγξεις και αναρτήσεις [...]

Ένα από τα όργανα βασανισμού [...] είναι το ερμητάριον. Πρόκειται για τον ρωμαϊκό eculeus, μηχανισμό για ελκυσμό και εξάρθρωση των μελών.

Το πουλάρι (chevalet στη Γαλλία, potro στην Ισπανία), εξέλιξη του ρωμαϊκού eculeus. Ήταν ένα είδος τριγωνικής σχάρας πάνω στην οποία ξάπλωναν το θύμα με δεμένα χέρια και πόδια στους καρπούς και τα σφυρά. Σ' αυτή τη θέση έσφιγγαν τα μέλη με σκοινιά ή τα τέντωναν [...] ως την εξάρθρωση.

Αυστηροί κανονισμοί καθορίζουν [...] το μήκος και το πάχος των σκοινιών [...] οι γύροι του σκοινιού στο μπράτσο να μη γίνονται γρήγορα [...] γιατί έτσι [...] ο ανακρινόμενος δεν αισθάνεται τίποτα [...] το βασανιστήριο του potro (με χρησιμοποίηση σκοινιών) να αφήνει αρκετό χρόνο ανάμεσα στις διάφορες φάσεις [...] με πιστότητα μαγνητοφωνική ο escribano καταγράφει τις διαδοχικές φάσεις του βασανισμού [...] μετράει και σημειώνει [...] τα βογγητά [...] τέσσερες, εφτά, δέκα, δεκατέσσερες φορές [...] Μαδρίτη 30 Ιουλίου 1648 [...] ο Εξοχότατος πρόσταξε τον χειριστή να τακτοποιήσει τα σκοινιά για το σφίξιμο των μπράτσων [...] να αρχίσει την πρώτη φάση της manquerda, το σφίξιμο των μπράτσων με σκοινιά [...] καθώς σφίγγονταν τα σκοινιά και άρχιζε το τράβηγμα [...] τρίτη μανκέρδα στα μπράτσα [...] το αίμα τρέχει στο πάτωμα ωχ, ωχ, ωχ, ωχ Παρθένα μου με σκοτώνουν [...] αχ Χριστέ μου, βγαίνει το κόκκαλο, βγαίνει έξω, βγαίνει έξω [...] «Πες την αλήθεια και θα σου ξεσφίξουμε τις γκαρότες» [...]

[...] ως τον ΙΗ αιώνα [...] συνδυασμός του μεσαιωνικού «πουλαριού» (chevalet) με σφίξιμο των μπράτσων και των μηρών [...] μερικές φορές έβρεχαν τα σφιχτοτυλιγμένα σκοινιά που συστέλλονταν [...] σακατεύοντας τα νεύρα [...]

(Κυρ. Σιμόπουλος Βασανιστήρια και Εξουσία).
..................................................................................................
(Σύσσλανγκοι ζητώ συγγνώμη αλλά δεν αντέχω άλλο. Θα τα ξεράσω όλα. Για περισσότερες πληροφορίες τεχνικής και ιατρικής φύσεως, πιάστε το σκοινί και ακολουθήστε το μέχρι εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας ξεκινήσουμε τη σημερινή μας διάλεξη κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αγγειοπλάστες και κεραμίστες. Ο όρος αγγειοπλάστης αναφέρεται στον παραδοσιακό τεχνίτη που δούλευε πάντα με τον βρισκούμενο κόκκινο πηλό κατασκευάζοντας τα χρηστικά ή / και διακοσμητικά αντικείμενα που όλοι γνωρίζουμε, από ακροκέραμα μέχρι γλάστρες. Εξ ου και οι ονομασίες τσουκαλάς, γλαστράς, πιθαράς κλπ. Ας σημειωθεί ότι η διάκριση είναι υπαρκτή και στα αγγλικά (potter / ceramist).

Ο πιο σαϊριλέ όρος κεραμίστας άρχισε να επικρατεί από τα εβδομήνταζ και μετά, με την άφιξη του νέου αίματος στον κλάδο, δλδ νέων ανθρώπων που επέστρεψαν από την Εσπερία έχοντας σπουδάσει εκεί το αντικείμενο, και φέρνοντας μαζί τους νέα για τη χώρα υλικά και τεχνοτροπίες.

(Αντιπαρέρχομαι την κλασική μαλακιούλα σύμφωνα με την οποία ο πρώτος αγγειοπλάστης ήταν ο Κύριος, αφού μας έπλασε από χώμα και νερό. Ίσως γι' αυτό γουστάρουμε ως είδος να κυλιόμαστε στη λάσπη. Κουφάλα Δημιουργέ, τα πάντα εν σοφία εποίησες!).

Είναι περισσότερο στους κεραμίστες που αποδίδονται τα εύσημα του «καλλιτέχνη» (για να εξηγούμεθα: σε πάμπολλες περιπτώσεις διόλου άστοχα), ενώ οι μάστορες αγγειοπλάστες αντιμετωπίζονται κάποιες φορές από ορισμένους ανόητους σαν λαϊκουριά, ή σαν γραφικοί και κομματάκι παρακατιανοί νταξ-ρε-παιδί-μου (νάτη πάλι η μαλακιασμένη, όσο και πούστικη, ορολογία «έντεχνο / λαϊκό» και η σχετική αρμαθιά από παπαριές. Α ρε Μάρκο, δεν το 'ξερες πως είσαι άτεχνος να πας να βγάλεις το Κονσερβατουάρ ντε Παρί. Μόνο ν' αλητεύεις ήξερες και να κελαηδάς χασίσικα ταξίμια...). Τεσπα, το θέμα είναι ότι πάμπολλοι λαϊκοί τεχνίτες φτιάχνουν παπάδες, καθολικούς συγκεκριμένα.

(Εσείς εκεί στη γαλαρία που θορυβείτε, τον κακό σας τον φλάρο! Και τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα σας!).

Έτσι κι αλλιώς όμως, είτε κεραμίστας, είτε αγγειοπλάστης, τα τίμια χέρια του είναι κυριολεκτικά βουτηγμένα στη λάσπη, η δουλειά βαριά, κι από χαΐρι όχι και σπουδαία πράματα.

Ας περάσουμε τώρα στην ουσία, με την ελπίδα ότι η παρούσα διάλεξις φωτίζει το θέμα και δίνει στους σύσσλανγκους μια καλή γεύση από την τρέχουσα αργκό του σιναφιού των ανθρώπων της λάσπης, όπως αποκαλούν οι ίδιοι τον πηλό. Πάμε λοιπόν :

stoneware: υαλοποιούμενος (δλδ με πολύ χαμηλό πορώδες) πηλός ψηλής θερμοκρασίας, με πολύ μεγαλύτερη σκληρότητα και αντοχή από τον κοινό κόκκινο ή λευκό πηλό. Καθώς πρόκειται για εισαγόμενο υλικό, δεν υπάρχει ελληνική λέξη που να το χαρακτηρίζει. Από τους κεραμίστες χρησιμοποιείται εξ ίσου η γαλλική λέξη γκρε (gres).

ατσαλίνα: εργαλείο από λεπτό, εύκαμπτο φύλλο μετάλλου, συνήθως ανοξείδωτο και σε διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ομοίως στη διαμόρφωση ή το φινίρισμα των κομματιών.

γεράνι, γερανάκι: είδος δείκτη που τοποθετείται δίπλα στο πανωτρόχι για να βοηθά τον τεχνίτη να φτιάχνει τα κομμάτια στις ίδιες διαστάσεις. Με λίγη φαντασία, το σχήμα του παραπέμπει στο ομώνυμο πτηνό.

καβούλα: η μικρή μπάλα πηλού που παίρνει ο τεχνίτης (τροχατζής) για να αρχίσει τη διαμόρφωσή της στον τροχό.

κούκος (Τι κάνεις ρε λακαμά, θα τινάξεις εργαστήρι και σπίτι στον αέρα !!!): κούφιος κύλινδρος από πυρίμαχο υλικό, σε διάφορα μήκη. Αυτοί οι (άσχετοι με τον ερχομό της Άνοιξης) κούκοι, χρησιμοποιούνται μαζί με πλάκες από το ίδιο υλικό για να στηθούν μέσα στο καμίνι ράφια πάνω στα οποία τοποθετούνται τα κεραμικά για να ψηθούν.

λύκος: ο κρατήρας που εμφανίζεται στην επιφάνεια του τελειωμένου κεραμικού και οφείλεται στην ύπαρξη μέσα στη μάζα του πηλού αναφομοίωτου ασβεστίου (λόγω προβλήματος στον βιομηχανικό εξοπλισμό). Με τον καιρό και την ατμοσφαιρική υγρασία, το ασβέστιο ωθείται προς την επιφάνεια και τελικά ανοίγει κανονική τρύπα πετώντας και ολόκληρη φλούδα από το σμάλτο.

μάζεμα: η συστολή του κεραμικού αντικειμένου, συνεπεία είτε του στεγνώματος, είτε του ψησίματος.

μαλακό / σκληρό (Όλο στο κακό και στο πονηρό ο νους σας): οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το εύτηκτον ή μη ενός υαλώματος. Όσο πιο μαλακό, σε τόσο χαμηλότερη θερμοκρασία ωριμάζει (λιώνει). Χρειάζεται να πω και για το σκληρό;

μπαντανάς (Ασταδγιάλα ρε!!! Σα δε ντρέπεστε λίγο λέω 'γω!!!): πολύ αραιωμένος λευκός πηλός σε ρευστή κατάσταση, με τον οποίο καλύπτονται κεραμικά από κόκκινο πηλό, συνήθως ωμά, για να ψηθούν στη συνέχεια για πρώτη φορά. Η διαδικασία αυτή γίνεται για να διευκολύνει την διακόσμηση του κομματιού, εφόσον τα χρώματα αποδίδουν πολύ καλύτερα πάνω στη λευκή, μπαντανισμένη επιφάνεια από ότι στο φυσικό, κεραμιδί χρώμα του κόκκινου πηλού.

μπαντανόγυαλο: αυτοσχέδιο υάλωμα το οποίο στη σύνθεσή του περιέχει μεγάλο ποσοστό πηλού σε σκόνη.

μπισκουί/ μπισκότο (Μην το φας ! Θα ξεράσεις !): λατινογενής λέξη που σημαίνει δίπυρο, ψημένο δύο φορές. Πρόκειται για παραδοξολογία, εφόσον με τον όρο αυτό περιγράφονται τα αδιακόσμητα κεραμικά που έχουν ψηθεί μόνο μία φορά.

Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες από το σινάφι των κεραμιστών (biscuit, biscotto, bizcocho).

ξεγυριστήρι: άλλο εργαλείο, με ξύλινη λαβή και μεταλλικές θηλιές διαφόρων σχημάτων στη μία ή και στις δύο άκρες. Ο γούγλης απέδωσε αποτελέσματα για «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού. Άλλη επαγγελματική αργκό αυτή.

πανωτρόχι: ο περιστρεφόμενος δίσκος που βρίσκεται πάνω-πάνω στον τροχό του αγγειοπλάστη, και πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός για να διαμορφωθεί το αντικείμενο.

πελεκούδα: ξύλινο, πεπλατυσμένο εργαλείο σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιεί ο τροχατζής για τη διαμόρφωση του κομματιού.

πετσικάρω: άντε, μη βαριέστε! Πάρτε τα ποδάρια σας και πάτε εδώ να διαβάσετε τα γενικότερου ενδιαφέροντος σχόλια. Και να προσέχετε μεταξύ άλλων στο στέγνωμα των κομματιών για να μην έχετε τέτοια φαινόμενα.

πυροχρώματα: τα βιομηχανικά παρασκευασμένα χρώματα με τα οποία ζωγραφίζεται το κεραμικό. Πολλές φορές αποκαλούνται και στέινς (από το αγγλικό glaze stains = χρώματα βαφής υαλωμάτων).

σιδέρωμα: η διατήρηση για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως 30-60 λεπτών) μιας συγκεκριμένης (συνήθως της τελικής) θερμοκρασίας στο καμίνι για να λιώσει καλύτερα, και άρα να ψηθεί σωστά το σμάλτο. Έξυπνα παιδιά είστε, αντιλαμβάνεστε βεβαίως ότι το ρήμα είναι σιδερώνω.

τορνέτα, τροχάκι: μικρός, επιτραπέζιος χειροκίνητος τροχός πάνω στον οποίο τοποθετούνται τα κεραμικά για περαιτέρω επεξεργασία ή διακόσμηση.

τραβάει (Τι θα κάνω με σας που έμπλεξα;;!!!): το ρήμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμητή απώλεια ενός ποσοστού υγρασίας του πηλού, ώστε να έρθει στην σωστή σκληρότητα για να δουλευτεί. Άμα παρατραβήξει όμως, δεν δουλεύεται με τίποτα.

τρίχιασμα: η εμφάνιση λεπτότατων ρωγμών στο κεραμικό κατά τη φάση του στεγνώματος. Μπορεί να οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή, χειρισμό, στέγνωμα ή και σε ανεπάρκεια του ίδιου του υλικού για την κατασκευή του συγκεκριμένου κομματιού. Το τρίχιασμα, κατά το πρώτο ψήσιμο εξελίσσεται σε κανονικότατο ράγισμα, οπότε τρίχες κάναμε.

τσίγκρισμα: το σπάσιμο μιας μικρής φλούδας πηλού και σμάλτου, συνήθως στα ευαίσθητα χείλη του κεραμικού, συνεπεία κάποιου χτυπήματος.

φαγιάνς: ο κοινός λευκός πηλός. Το όνομα προέρχεται από τα περίφημα φαγεντιανά κεραμικά (της ιταλικής κεραμούπολης Faenza).
φάρμακο: έτσι αποκαλούν πολλοί αγγειοπλάστες τους χημικούς διασπορείς που προστίθενται σε πολύ μικρή αναλογία στον ρευστό πηλό που προορίζεται για χύτευση αντικειμένων σε καλούπια.

φρίτα: βιομηχανικά παρασκευασμένη βάση υαλώματος, η οποία χρησιμοποιείται είτε αυτούσια (ενίοτε ως διορθωτικό υλικό), είτε με την προσθήκη άλλων υλικών για να φτιαχτεί ένα συγκεκριμένων ιδιοτήτων και εμφάνισης υάλωμα. Εδώ.

φυλλιέρα, μακαρονιέρα: προφάνουσλυ πρόκειται περί μηχανημάτων / εργαλείων που επιτρέπουν την κατασκευή φύλλων (πλακών) ή μακαρονιών από πηλό.

χερώνω (Εγώ φταίω, που κάθομαι κι ασχολούμαι...): το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κολλήματος χερουλιών σε άψητα κεραμικά φλυτζάνια με τη βοήθεια γλίτσας πηλού ως συγκολλητικής ουσίας. Βλ. και κρακελάρω.

Πηγή: κάποιες γνωριμίες του λημματογράφου στο σχετικό σινάφι.

Έλα, μη χαζεύεις ! Έχουμε μάθημα ! Φτιάξε το γερανάκι στο ύψος, και θυμήσου ότι το φλυτζάνι θα μαζέψει, άρα βάλτο λίγο ψηλότερα από το μέγεθος που θέλεις. Πιάσε την καβούλα και κεντράρησέ τη στο πανωτρόχι, αγκάλιασέ τη με τις παλάμες και πάμε. Έχε δίπλα σου την πελεκούδα, μ' αυτή θα φορμάρεις το κομμάτι. Για τη λουρίδα που θέλεις να βγάλεις, θα δουλέψεις το ξεγυριστήρι. Έτσι μπράβο.
Άστο να τραβήξει λίγο και πιάσε να το χερώσεις. Πιό μετά θα το μπαντανίσεις και θα το αφήσεις να στεγνώσει τελείως. Έστησες τα ράφια με τις πλάκες και τους σωστούς κούκους ; Άντε τώρα να το ψήσεις μπισκουί.
Έτοιμος για τη ζωγραφική ; Ρε συ, εσύ ζωγραφίζεις στ' αλήθεια !
Πάμε τώρα να γυαλώσουμε και να ξαναψήσουμε. Το σμάλτο θα το σιδερώσεις μισή ώρα στους 1020 C. Αμόλυβδο είναι, μην το φοβάσαι.
Άντε, καλό καφέ ! Και να το προσέχεις το φλυτζάνι σου μην τσιγκρίσει ή πέσει κάτω. Η ομορφιά είναι εύθραυστη...

Νταξ, τα ενδεικτικά παραδείγματα είναι ανέμπνευστα, ζορισμένα και φτωχά, αλλά πρώτον είναι απολύτως αληθινά και δεύτερον έλεορ ρε πστ μου ! Χώμα έγινα και λάσπη μέχρι να το τελειώσω !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι που δόθηκε από τον ελληνικό λαό στους εν υπηρεσία περιπολούντες γερμανούς στρατιώτες της Κομμαντατούρ (δλδ του κατά τόπους Φρουραρχείου / Διοικητηρίου) στη διάρκεια της Κατοχής. Το προσωνύμιο προέκυψε από το μεσαιωνικής προέλευσης μεταλλικό διακριτικό (ringkragen), του οποίου το σχήμα θύμιζε αλογίσιο πέταλο και το οποίο έφεραν τα εν λόγω κτήνη στο στήθος (βλ. σχετικά και Η. Πετρόπουλου Η τραγιάσκα, εκδ. Πατάκη).

Εδώ πληροφορούμαστε ότι υπήρξαν και ελληνικής κατασκευής και προελεύσεως πεταλάδες, εποχιακοί βοηθοί σερίφη στο Φαρ Ουέστ ένα πράμα (Ψέματα! Αυτά τα ένδοξα χώματα δεν έχουν βγάλει ούτε Εφιάλτες, ούτε γραικύλους, ούτε νενέκους, ούτε Ράλληδες).

Υπήρχαν διαφόρων ειδών πέταλα, αναλόγως της μονάδας / υπηρεσίας στην οποία ανήκε το πεταλωμένο γομάρι. Εννοείται ότι τους πεταλάδες της Feldgendarmerie (δλδ της Στρατονομίας) τους αντιμετώπιζαν με φόβο, μίσος και απέχθεια και οι ίδιοι οι γερμανοί στρατιώτες, γεγονός που δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να μας αφορά.

  1. Μεσημεράκι λοιπόν, μπαίνω μέσα [...] Στο βάθος είναι αραγμένος ένας «πεταλάς» [...] μού την είχε στημένη [...] Με πιάνει, που λες απ' το σβέρκο με το 'να χέρι [...] ήταν ένα τέρας, κοντά δυό μέτρα, με χερούκλα σα φουρνόφκιαρο [...] και μ' αμολάει στην παγωμένη θάλασσα [...] μόλις φτάνω στη σκάλα και βγαίνω, με ξαναπετάει μέσα.

(Χρ. Μίσσιος ...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδ. Γράμματα).

  1. [...] κρίμα για την αργεντινή αλλά η ιταλία θα τους περιποιηθεί τους πεταλάδες γαμώ τα Ες Ες [...]

(Από ιντερνετικό ποδοσφαιρικό φόρουμ).

  1. Το πυροβολικό και οι βαρείς όλμοι των Ρώσων έβαλλαν ήδη κατά του διαδρόμου απογείωσης. Καθώς ο Behr έτρεχε προς το Heinkel III, το οποίο φορτωνόταν με τραυματίες, η Feldgendarmerie, οπλισμένη με αυτόματα, χρειάστηκε να συγκρατήσει εκατοντάδες στρατιώτες που άρχισαν επίσης να τρέχουν, ή ακόμα και να σέρνονται, προς το αεροσκάφος.

(Antony Beevor Στάλινγκραντ, εκδ. Γκοβόστη).

(Νταξναούμ, αυτό το τελευταίο δεν είναι και απολύτως σχετικό, αλλά το έβαλα μόνο και μόνο επειδή βρήκα πολύ ωραία την εικόνα της Βέρμαχτ με τα βρακιά χεσμένα. Το γράφο γιά να το εφχαριστηθό, που έλεγε κι ο Μποστ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψαράδικη σλανγκ για τον μεγάλο, πλέον του κιλού σαργό (sargus apiastus tiganosubitus για να εξηγούμεθα).

Πρόκειται για ψαρούκλα και όχι ψάρακα που κατάφερε με τύχη και πείρα να φτάσει σε προχωρημένη ηλικία και μεγάλο μέγεθος, αφού πολλών ψαράδων οίδε τρίαινας και καύλαν έγνω. Εξ ου και η ονομασία παππούς ή φαφούτης, εφόσον από πολλούς τέτοιους λείπουν κάποια δόντια (αλλιώς τι σόι παππούληδες θα ήταν ;). Παρά την ηλικία τους όμως, από γεύση τα σπάνε. Γι' αυτό και ένας ευμεγέθης παππούς αποτελεί μία από τις αγαπημένες φαντασιώσεις και αστραφτερό αντικείμενο του πόθου κάθε υποβρύχιου τυφεκιοφόρου.

(Αααχ, ας μην επεκταθώ επί προσωπικού....)

...υπάρχει μιά κινητικότητα από μέτριους σαργούς. Κατάδυση γιά απόπειρα καρτεριού μπας και περάσει ο παππούς. Εδώ, ευθεία μπροστά στα δέκα μέτρα, κάτω από την πλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανούς ετυμολογίας λαϊκό λογοπαίγνιο στα χρόνια της (τότε στρατιωτικής) γερμανικής κατοχής 1941-1944, με το οποίο περιγράφονταν απαξιωτικά οι ταγματασφαλίτες, δλδ οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Επρόκειτο για ένοπλα σώματα δωσιλόγων που συγκροτήθηκαν το 1943 από τον δοτό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη (πατέρα κατοπινού πρωθυπουργού), και που έφεραν την επίσημη ονομασία Τάγματα Ευζώνων. Από το επώνυμο του ιδρυτή τους, τα μέλη των Τ.Α. ονομάστηκαν και Ράλληδες.

Οι εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς ταγματαλήτες φορούσαν ευζωνική στολή, και ωσεκτουτού ονομάστηκαν από τον λαό γερμανοντυμένοι ή γερμανοτσολιάδες (ένας ενδιαφέρων συνειρμός είναι ότι η λέξη τσολιάς προέρχεται από το τσόλι = κουρέλι / χυδαίο άτομο χαμηλού επιπέδου, το οποίο στα γερμανικά μεταφράζεται lumpen). Σήμερα η λέξη επιζεί ως β' συνθετικό στον όρο αμερικανοτσολιάς. Βλ. το νέτι, καθώς και τα Άπαντα Δημητρίου Πανούση, αοιδού/διασκεδαστού.

Η Λαϊκή Μούσα περιποιήθηκε δεόντως αυτά τα λουλούδια, τα οποία προέβαιναν σε παντοειδείς ωμότητες κατά του λαού και των αγωνιστών της Αντίστασης και τα οποία είχαν δώσει όρκο υπακοής (jawohl) στον Γερμανό Καγκελάριο και τους επιτελείς του:

Εν-δυό, εν-δυό, φουστανέλα, τσαρούχ' φούντα, φέσ'
εφτούνα τα ρούχα με καίνε, κι αδίκως μου τα 'χουν φορέσ'
Άϊν-τσβάι, άϊν-τσβάι, τσολιά να με λεν δε μ' αρέσ'
εγώ Γερμανός είμαι τώρα, καμάρ' των ταγμάτων Ες-Ες.
Εγώ ειμ' εγώ, και δεν αργώ
Ρωμιούς να σφάξω μάνι-μάνι
με λεν λεφούσ', και στο γιουρούσ'
τρεις τραυματίες έχω ξεκάνει.

Εννοείται ότι υπήρχε έντονη ώσμωση μεταξύ των ταγματαλητών και των μελών άλλων δωσιλογικών οργανώσεων όπως η «Χ» (καμαρώστε τους) ή οι μπουραντάδες (στελέχη του Μηχανοκίνητου της Αστυνομίας Πόλεων, από το επώνυμο του διοικητή τους).

Οι -πάμπολλοι- ταγματαλήτες που δεν πέρασαν από λαϊκή/αντάρτικη αξιολόγηση μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αξιοποιήθηκαν καταλλήλως από τους ενσκήψαντες Άγγλους, ενώ πολλοί εξ αυτών έκαναν καριέρα είτε στον τότε αναπτυσσόμενο τομέα του τουρισμού εξυπηρετώντας παραθεριστές σε θέρετρα του Αιγαίου , είτε στον επανασυσταθέντα Ελληνικό Στρατό (πρόχειρο παράδειγμα ο τρισμέγιστος αστήρ της Εθνοσωτηρίου, Γεώργιος Παπαδόπουλος και άλλα κατοικίδια-φύλακες).

Μετά την συνταξιοδότηση των τελευταίων, πολλοί απόγονοι επιφανών ταγματαλητών σταδιοδρόμησαν επαγγελματικώς με μεγάλη επιτυχία.

Ο όρος «ταγματασφαλίτης» γνώρισε μέρες δόξας στα φοιτητικά αμφιθέατρα του '70-'80, χαρακτηρίζοντας, για μυστηριώδεις λόγους,μέλη συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης, η οποία εν τούτοις, όταν οι αυθεντικοί ταγματαλήτες μετείχαν στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Το αρχαιοπρεπές έτυμο «αλήτης» (αρχική σημασία: περιπλανώμενος) χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει κρατικούς υπαλλήλους που περιφέρονται ασκόπως σε διαδηλώσεις είτε με φόρμα εργασίας, είτε με πολιτική περιβολή. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μεγάλο ποσοστό των εν λόγω υπαλλήλων φέρεται να διατηρεί στενές σχέσεις με ονειροπόλους νοσταλγούς της δράσης των λημματογραφούμενων ευζώνων. Πιθανότατα πρόκειται για παντελώς αδικαιολόγητη, αήθη και συκοφαντική επίθεση.

Αυτά λεξικογραφικώς, ήτοι συνοπτικώς και με απόλυτη ψυχραιμία.

Πάσα του Khan (ΔΠ) μετά από σέντρα του Vrastaman.

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης και στα όρη κατοικώ
και για την ελευτεριά μας και τον θάνατο αψηφώ

Το ντουφέκι μου στον ώμο, το σπαθί μου στο πλευρό
απ' τα όρη κατεβαίνω, τους φασίστες κυνηγώ

Δεν φοβάμαι την κρεμάλα, δεν φοβάμαι το σκοινί
και στο πέρασμά μου τρέμουν Ράλληδες και Γερμανοί

Ράλληδες ταγματαλήτες, μπουραντάδες, Γερμανοί ( ή «και της Χ»)
τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί.

Μάνα μου γλυκιά μου Ελλάδα ο αντάρτης του ΕΛΑΣ
θα σ' ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς.

«Κνίτες, αλήτες, ταγματασφαλίτες». Καταγεγραμμένο στο πόνημα του Φιλ. Φ. Φιλίππου «Οι Κνίτες», εκδ. Πυξίδα, 1983.

«Αλήτες είναι τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες». Από τους δρόμους της Αθήνας.

[...]στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», αναφερόμενος στον τρόπο που σκεφτόταν να επιβάλλει την κυριαρχία του στις κατεχόμενες χώρες, γράφει: «[...]ο νικητής, αν είναι έξυπνος, θα εμπιστευτεί σε πρόσωπα της εθνικότητας του ηττημένου λαού, που δεν έχουν ούτε χαρακτήρα, ούτε τιμή, τον ρόλο του δεσμοφύλακα, διότι γνωρίζει οτι τα πρόσωπα αυτά θα τον βοηθήσουν στο έργο της ολοκληρωτικής υποδούλωσης των συμπατριωτών τους κατά ένα τρόπο πολύ σκληρότερο και πιό ανοικτίρμονα, από εκείνον που θα μεταχειρίζονταν ένα οποιοδήποτε ξένο κτήνος [...]»

(Ν. Καρκάνη «Οι δοσίλογοι της Κατοχής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή)

Η φράση που ακολουθεί μάλλον δεν έχει θέση σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα όπως το σλανγκρ, εφόσον δεν υποστηρίζεται από συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Την απηύθυνε, με αυτάρεσκο ύφος, δημόσιος υπάλληλος σε συναδέλφους του, εν ώρα υπηρεσίας στο κέντρο της Αθήνας, και την μετέφερε στον λημματογράφο αυτήκοος μάρτυρας της απολύτου εμπιστοσύνης του. Η φράση καταγράφεται για το γαμώτο και για να επισημανθεί η ιστορική συνέχεια κάποιων καταστάσεων.

«Χα-χα, είμαστε Βέρμαχτ ρε μαλάκες !».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified