Το ανδρικό γεννητικό όργανο ως κόσμια παράφραση του πούτσος. Η πραγματική σημασία είναι το γνωστό ψάρι, το οποίο λόγω του σχήματός του παραπέμπει στον... λούτσο. Υπεύθυνη για την καλλιέργεια του όρου είναι η Ελένη Μενεγάκη.

Βλ. και φούτσος.

- Πάρ'τον λούτσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακρίνεται σε 3 μορφές:

- Περιστασιακή (μόνο ό,τι ακούσουμε στο ραδιόφωνο)
- Κατινοειδής (όταν κουτσομπολεύουμε αυτά που ακούμε )
- Οξεία (όταν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας)

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλήθεια έχει αναρωτηθεί κανείς τί μπορεί να κάνει ένας gay όταν περάσει τα 60 και είναι πια ηλικιωμένος;;

- Δεν μπορεί να κυκλοφορεί σε club και να χορεύει
- Δεν μπορεί να γαμήσει αλλά ούτε και να γαμηθεί
- Δεν μπορεί να «παίξει μπάλα» γιατί θα τον πουν παιδεραστή
- Δεν μπορεί να κάνει γκομενότσαρκα
- Δεν μπορεί να ντυθεί με επώνυμα ρούχα
- Δεν μπορεί να κουνιέται πολύ γιατί θα σπάσει κανένα κόκκαλο

Ποιά είναι λοιπόν η λύση στο πρόβλημα;

Η Ένωση Π.Ε.Ο.Σ. φυσικά!

Είναι μάλιστα στο πρόγραμμα να ανοίξει και ειδικός οίκος ευγηρίας αποκλειστικά για ηλικιωμένους gay. Στον χώρο θα εργάζονται μόνο άντρες - αδελφές νοσοκόμες και φυσικά θα οργανώνονται gay events με strip show και πολλά δώρα (πολύχρωμες πάπιες κ.α.)

Επίσης μπορεί να εγκαινιάσει τα gay καπί ακόμα και gay καφενεία τα οποία θα λειτουργούν κάτω απο την επίβλεψή της.

Δικαιολογητικά για να γίνεις μέλος στην Ένωση:

- Μια φωτογραφία γυμνή
- Απολυτήριο στρατού με συνημμένη επιστολή απο ταξίαρχο ότι φασώθηκες τουλάχιστον 5 φορές στο στρατόπεδο
- Βεβαίωση εργοδότη απο μαγαζί στο Γκάζι ότι έχεις δουλέψει εκεί στο παρελθόν
- Βεβαίωση ότι δεν είσαι παντρεμένος.

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κατάσταση κατά την οποία δεν έχουμε πολύ όρεξη και γενικά είμαστε πεσμένοι σωματικά ή ψυχολογικά.

Επίσης: Είμαι ντάουν.

  1. Νίκο φρόντισε μην έρθεις πάλι... νταουνιασμένος στο club. Να περάσουμε καλά αυτή τη φορά.

  2. Ήρθε η Μαρία χθες... δεν ξέρω ρε παιδί μου... πολύ νταουνιασμένη την είδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ή κοινωνικής κατάστασης που δηλώνει υποταγή σε ανώτερα συμφέροντα.

Τι Ευρωπαίοι ρε Γιάννη... Ευρω-πέη έχουμε γίνει...

(από Vrastaman, 26/04/10)(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.

  1. Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!

  2. Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.

  3. Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σα να λέμε... κατινιές ή... πουτανιές (!). Αναφέρεται στη γνωστή παρουσιάστρια, η οποία είχε δηλώσει σε μια εκπομπή: «Όχι Τατιανιές σε μένα!...»

Όχι Τατιανιές στην Τατιάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης χαρακτηρισμός προσώπου.

- Τι είπες μωρή κωλοτρυπιδόσουπα;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μπορεί να παίξει μπάλα, δηλαδή να φλερτάρει με ευκολία, επαγγελματισμό και αποτέλεσμα.

  1. - Ρε είδα τον Νίκο χθες με μια κουκλάρα... - Ποιόν, τον Νίκο;... Αυτός είναι άμπαλος ρε!

  2. - Ρε συ δε με θέλει η Μαρία! - Αφού είσαι άμπαλος ρε Γιώργο...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλερτάρω, κάνω κατάσταση και γενικώς «κοινωνικοποιούμαι», με την πονηρή έννοια...

  1. - Ρε Κώστα με κοιτάει τόση ώρα... θα πάω να της μιλήσω! - Έτσι ο Μιχαλάκης... Άντε ρε... Παίξε και λίγο μπάλα!

  2. - Ρε συ πάμε να παίξουμε μπάλα με αυτά τα δύο μωράκια; - Πήγαινε να παίξεις εσύ την μπαλίτσα σου... Βαριέμαι εγώ...

  3. - Γιάννη τι έμαθα χθες; Μπαλίτσα με τη Νάνσυ εεε;; - Τι μπαλίτσα ρε... Έναν αναπτήρα ζήτησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified