Κείμενο που επιπλήττει σφοδρά.

- Έστειλα ένα χεστήριο μέιλ στην εταιρία κινητής τηλεφωνίας και πιστεύω δεν θα με ξαναενοχλήσουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(μεταφορικά) Επιπλήττω σφοδρά κάποιον, τον βάζω στη θέση του.

Επίσης: χεστήκαμε (αγρίως ή πολύ άσχημα) με κάποιον = βριστήκαμε αμοιβαία, τα σπάσαμε, μαλώσαμε, παρεξηγηθήκαμε.

Τον πήρα τηλέφωνο και τον ξέχεσα άγρια γι'αυτό που έκανε!

Ξέχεσμα! (από panos1962, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Yβριστικό): ο πολύ άσχημος άντρας.

- Τι κοιτάς ρε ψωλομούρη;!

dick face (από MXΣ, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.

  1. - Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!

  2. - Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!

(από GATZMAN, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ομοφυλόφιλος.

Συνώνυμα: το πάει το γράμμα, το σηκώνει το σακάκι, βάζει την κρέμα στο παστίτσιο.

Ο Χ το γεμίζει το κανελόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.

-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Οπωσδήποτε, χωρίς δεύτερη κουβέντα, σίγουρα.
  2. Με θράσος, με τσαμπουκά.

1.- Θα νικήσουμε αύριο τη Μονακό στο ποδόσφαιρο; - Στεγνά!

  1. -Θα δώσεις το μάθημα τελικά; - Δεν έχω ανοίξει βιβλίο, αλλά θα πάω στεγνά κι ό,τι κάτσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.

- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στριφτό τσιγάρο που κατασκευάζεται από ένα τσιγαρόχαρτο, καπνό και χασίς.
Αντίστοιχα: το δίφυλλο, το τρίφυλλο.
Συνώνυμα: γάρο, ντουντούκα, τσιγαριλίκι, μπάφος, φούντα (πυργιώτικη ή καλαματιανή, στα ποδανά νταφού), μαύρο (στα ποδανά: βρομά) ή μαύρη, μαριχουάνα, κάνναβη, παπάς, χόρτο.
Υποκοριστικό: μονοφυλλάκι.

Με πιάσανε στο στρατό με ένα μονοφυλλάκι και είχα τραβήγματα!

(από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί must (για να γίνει απολύτως κατανοητός ο χαρακτηρισμός Χανιόλα) να ακουστεί ενδελεχώς αυτό το ιδιαίτερα εύστοχο τραγούδι: Χανιόλες ΟΨ, που διακρίνεται για την ενάργεια, την ακρίβεια και τη γλαφυρότητά του ως προς την περιγραφή του λήμματος!

- Άκουσες το τραγούδι των Ο.Ψ. για τις Χανιόλες;
- Έλα μωρέ υπερβάλλει! Δεν ετοιμαζόμαστε για να βγούμε στο My Cafe 10 ώρες, μόνο εννιά!

(από Galadriel, 07/03/09)θα έχουμε και ρακή! (από MXΣ, 29/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified