Further tags

Tον ήπιαμε: Πήραμε τον πούλο καθώς πίναμε φραπέ (μπορεί να συμβεί μόνο σε Έλληνες).

Our secret combination πιπα κώλο εμπλοκή
η γλώσσα μας μεγάλη μα η πούτσα μας μικρή
αντί για την Ευρώπη υποκλιθήκαμε εμείς
στα τέσσερα μας στήσαν, μας ξεσκίσαν εξαρχής

Τον ήπιαμε, μεγάλε! (από panos1962, 28/11/09)

βλ. και τιμημένο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται υπό την επήρρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Εμπνευσμένο από τον αμυντικό της ΑΕΚ Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς (ψιλοτρελός... πχ. έριξε ένα ξύρισμα στη μέση ενός αγώνα).

- Ρε αυτός μου έλεγε κάτι κουφά χθες.
- Ε όχι μόνο χθες... αφού είναι μονίμως μαστούροβιτς!

(από nasos, 17/03/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα μαστουρώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «συμπληρώματα διατροφής» είναι συμπληρώσεις της διατροφής με ειδικές ουσίες, προκειμένου να γίνει κάποιος σφίχτερμαν, σβάρτσος κ.τ.ό. Ορισμένες από αυτές τις ουσίες είναι παράνομες και αν ανιχνευθούν, επέρχονται κυρώσεις στον αθλητή. Χαρακτηριστική έκφραση: τα ληγμένα του Τσέκου.

Τα συμπληρώματα διαστροφής είναι όταν ένας μερακλής, πέρα από το σεξ ημών το επιούσιον βάζει και μια διαστροφική λεπτομέρεια στην σεξουαλική ζωή του, to spice up things a little. Και από αυτά τα συμπληρώματα πολλά είναι παράνομα, και αν ανιχνευθούν επέρχονται κυρώσεις. Λ.χ. στον παντρεμένο που έχει σεξ με την γυναίκα του και συμπλήρωμα διαστροφής με κάποια πορνοδιαστροφική μαλακοπουτανιάρα ή εναλλακτικώς με μια σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα.

Η έκφραση χαλκεύθηκε από τον Τζίμη Πανούση για να περιγράψει τα φαινόμενα, όπως του προπονητή Τσέκου, που έδινε ειδικά συμπληρώματα διατροφής στους αθλητές για τα χρυσά, και στους σβάρτσους για να κάνουν το κομμάτι τους.

Αυτί της γής: Τά 'μαθες; Περνάει κρίση ο γάμος του Επαμεινώνδα και της Ευανθίας.
Φίλος: Για πες όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Α.: Ανιχνεύθηκε ο Επαμεινώνδας να παίρνει συμπληρώματα διαστροφής. Δεν τού 'φτανε το σεξ με την Ευανθία (λίγη του πέφτε η σαραντάρα του -ηντάρη γερομπισμπίκη;), ήθελε και συμπληρώματα διαστροφής με την γραμματέα του την Λάουρα! Τελικά, όμως, ανιχνεύθηκε! Πήγε η Ευανθία στον γραφείο και τον βρήκε δεμένο με λουρί από την Λάουρα να κάνει το σκυλάκι της και να γαβγίζει! Τώρα άφησε την διαστροφή και ψάχνει την διατροφή που θα πληρώνει στην Ευανθία, σαν βγει το διαζύγιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα πάλαι ποτέ παιχνίδια που παίζαμε όταν είμαστε παιδιά. (Σ.ς.: Αν κρίνω από όσα λέγονται για την πρόσφατη συνάντα αυτό θα ήταν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες... Ή μήπως στον Μεσοπόλεμο;).

Η προέλευση έχει ως εξής: Παίζαμε λ.χ. βόλευ, ή ακόμη καλύτερα «μήλα» κ.ο.κ. και η μπάλα έβρισκε στο λεγόμενο «φυσικό εμπόδιο», δηλαδή στα κλαδιά μιας συκιάς, μουριάς, πεύκου κ.τ.λ. που δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε, γιατί δεν είχαμε πολύ χώρο για να διαλέξουμε πού θα παίξουμε.

Για αυτούς που μεγάλωσαν σε πόλεις, το «φυσικό εμπόδιο» μπορεί να ήταν κολώνα της ΔΕΗ ή η μπουγάδα της κυρα-περμαθούλας. Έτσι η φάση χάλαγε αδικώντας την μία ομάδα, η οποία φώναζε «φυσικό εμπόδιο» και διεκδικούσε την εξαρχής επανάληψή της.

Από εκεί προήλθε το «φυσικό» χάριν συντομίας, το οποίο σλανγκίστηκε με το αυθόρμητο σλανγκικό αισθητήριο που είχαμε ως παιδιά σε «φυσικός» και για μεγαλύτερη σλανγκ αίσθηση σε «χημικός». Αν ήταν τεχνητό εμπόδιο, λ.χ. κολώνα ΔΕΗ, λέγαμε και «τεχνητό». Αατα.

- Μπραααφ! (Κολώνα ΔΕΗ).

Κακομαθημένο παιδί: Δεν παίζω! Φυσικός! Φυσικός! Απ' την αρχή!
Αντίπαλη ομάδα: Σιγά μην σας δώσουμε και χημικό! Εμείς φταίμε που σημάδεψες την κολώνα;
Κ. Π. : Δεν παίζω! Δεν παίζω! Α. Ο. (ρυθμικά): Υ-πο-χώ-ρη-ση! Υ-πο-χώ-ρη-ση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έναν παίχτη που σέρνεται, βρίσκεται σε άλλο γήπεδο, πατάει τα κορδόνια του και πέφτει, με λίγα λόγια είναι κρέας σε υπερθετικό βαθμό.

Αντώνυμο: παιχτούρα.

– Πολύ κρέας αυτός ο σέντρα-φορ που πήραμε φέτο. Μ΄αυτόν δεν βάζουμε γκολ ούτε στην Άνω Βροντού. – Μόνο κρέας; Πάγκρεας και βάλε...

pancreas (από allivegp, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίχτης ποδοσφαίρου του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι, με την παραμικρή (ή πολλάκις και ανύπαρκτη) αφορμή, πέφτει στο χόρτο, με απώτερο σκοπό να αποσπάσει πέτσινο φάουλ, πέναλτυ, έμμεσο κτλ ανάλογα τη γκαβομάρα (ή μεροληψία) του άρχοντα του αγώνα (βλ. διαιτητής). Η λέξη κάνει και ρίμα παίχτης-πέφτης, κάτι που συντελεί στη βιωσιμότητά της. Η πτώση σχεδόν πάντα συνοδεύεται από θετρινισμούς ντεμέκ, «με σκότωσε», «με σακάτεψε», όπερ σημαίνει καλός πέφτης ίσον και καλός ηθοποιός.

- Σφύρα το ρε κοράκι. Δε βλέπεις που τον σακάτεψε; Σφαδάζει ο άνθρωπος!!!
- Τι να το δώσει ρε μεγάλε; Λες και δεν τον ξέρουμε τον καραγκούνη. Μεγάλος πέφτης!

Kαραγκούνης σε ύπτιο (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπορτίφ περιγραφή ζευγαριού στο οποίο ο άντρας είναι κατά πολύ κοντύτερος της γυναίκας ή/και απλά κοντός σε απόλυτες τιμές. Σπάνιο φαινόμενο στις βόρειες χώρες, σύνηθες μεταξύ πολιτικών (π.χ. Σαρκοζί), ραμολί πλουσίων, ηθοποιών (π.χ. Τομ Κρουζ), ο κανόνας στους τζόκεϊ. Ξύπνησε την αστική διανόηση προκαλώντας έναν διάλογο ιδεών που περιλαμβάνει την αστική μυθολογία του Κανόνα Αντίχειρα - Δείκτη, το ρομαντικό επιχείρημα του ακριβού αρώματος που μπαίνει σε μικρό μπουκάλι, αλλά και τον Κανόνα του Δείκτη - Μέσου, ψηλά στο κεφάλι ως κέρατα, και το Γκουσγκούνειας αισθητικής αντεπιχείρημα ότι και τη μαλακία σε μικρά μπουκάλια τη βάζουν στα εργαστήρια.

Η Βούλα μέχρι τα 25 της πρώτευσε στο άλμα επί κοντώ στους στίβους και μετά στο άλμα επί κοντό, μια και ο Αντωνάκης της είναι 1,60...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «μπει δε μπει» ή, αγγλιστί, bee the bee.

Πρόκειται για την πρώτη βολή (σουτ) σε μονό παιχνίδι στο μπάσκετ, μετά από πρόταση, η κατάληξη του οποίο ορίζει ποια θα είναι η ομάδα που θα έχει στην αρχή την κατοχή της σπυριάρας. Πολλές φορές αποτελεί και τη Σολομώντεια λύση σε διάφορες διαφωνίες των αντιπάλων.

Άλλες διαφωνίες που δεν λύνονται με μπίδεμπί, επιλύονται δια της παραδοσιακής μεθόδου.

Παραλλαγή του μπίδεμπί είναι το μπει μπει στο οποίο σουτάρουν και οι δυο μεριές.

- Ποιος έβγαλε;
- Αυτός.
- Αυτός.
- Θα βαρέσουμε μπίδεμπί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολική αργκό του ποδοσφαίρου ('80ς), παραφθορά του Πελέ. Απαντάται κατ' εξοχήν στη φράση «Ποιός είσαι; Ο Πελτέ;»

Σχετικά: ατομιστία (σημειωτέον οτι ως επίθετο επιβιώνει μόνο στον υπερθετικό «ατομιστ-αράς»!), ο περναμπουκάνο είσαι;, Μερεντόνας κλπ.

Λέγεται ειρωνικά ή/και εκνευρισμένα προς συμπαίκτη που προσπαθεί να περάσει «όλον τον κόσμο» (όπως μαϊμουδίζουν στερεότυπα οι σπορτκάστερς τις ατάκες του Διακογιάννη απο το ’70), αποφεύγοντας να δώσει πάσα – βγάλει σέντρα, διότι τους θεωρεί ανάξιους της κατοχής της μπάλας και πιστεύει οτι μόνον εκείνος είναι ο περιούσιος, εντεταλμένος του Θεού, παίκτης να βάλει το γκόλ. Όλοι οι άλλοι είναι παλτά...

Φυσικά, οι θέσεις του αμυντικού, του τερματοφίτσουλα και του διαιτητή (;;;) είναι αποδιοπομπαίες ως υποτιμητικές και, ούτω πως, στις αλάνες της Ελλάδας έχουμε ισάριθμους των παικτών επίδοξους πελτέδες (χώρια ο τερματζής στο μπακό).

Ο par excellence πελτές, ενώ διεκδικεί ηγετική θέση στην ομάδα (π.χ. διαλέγει την σύνθεση, δίνει φωναχτά εντολές στους συμπαίκτες του, απαιτεί άμεσα τη μπάλα κλπ), parole αυτά συνήθως παρουσιάζεται ως ευαίσθητος κράσις (π.χ. όλο τσακώνεται ζητώντας ανύπαρκτα φάουλ ή πέναλτι, κυλιέται κάνα μισάωρο στο χώμα σφαδάζοντας μετά απο τράβηγμα της μπλούζας κλπ) ιδίως αμέσως μόλις χάσει το γκόλ.

Διατηρώντας δε νοοτροπία κάτι μεταξύ ήρωος του ’21 («είναι λίγοι, μα τους πολλούς νικούν» και τέτοια) και Χατζηπαναγή, μόνον όταν κάνει καταφανή μαλακία (χάσει γκόλ μόνος σε κενή εστία), θα αναλάβει λεβέντικα την ευθύνη, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά ότι «ντάξει παιδιά, mea culpa» (μωρ’ τί μας λές;)

[i][Παρενθετικά: Κάποιος μακρινός συγγενής που ζεί μόνιμα την Αυστραλία, έπαιζε μια φορά κι έναν καιρό στο εξωτερικό σε ημιεπίσημα τουρνουά σε θέση κυνηγού, προτιμώντας να συμμετάσχει σε αλλοδαπή εθνική ομάδα (που τον καλοδέχθηκε).

Μέχρι να συνηθίσει να λαμβάνει αναπάντεχα δίκαιες πάσες, τον μπινελίκωναν επειδή δεν εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία, αντίστροφα απ’ ό,τι είχε μάθει ως τότε (η μπάλα κάνει τζιζ, άστηνε).

Παρατήρησε επίσης (στα διαλείμματα της ομάδας του), οτι καίτοι η ελληνική ομάδα ήταν φαβορί, εν τούτοις μάζευε σε κάθε αγώνα τα μπαλάκια τάληρο-τάληρο απ’ το πλεχτό και εν τέλει αποκλείστηκε, αφού το τήμ το’ παιζε κονκασέ-ζαναέ...

Μάλιστα, όταν σε κάποια φάση τραυματίστηκε ελαφρά (βασικά κουράστηκε να τρέχει πέρα-δώθε), είπε να κάτσει λίγο άμυνα και προσέφερε γενναιόδωρα (όπως νόμιζε) την θέση του στον γλαυκώπι αμυντικό συμπαίκτη του, που τον κοίταξε παραξενεμένα κι έπειτα του είπε, προκρίνοντας την ευδοκίμηση της ομάδας παρά την προσωπική του προβολή: «Εμένα η θέση μου είναι εδώ και τη δική σου την ξέρεις. Άσε τις μαλακίες και άντε τσακίδια μπροστά!»][/i]

Η ψυχοσύνθεση των νεοελλήνων δέον να αναζητηθεί ΚΑΙ στην παρατήρηση των παιδιών που παίζουν ομαδικά σπόρ. Δεν είναι τυχαίο, οτι ο Γκάλης αποθεώθηκε απο το πανελλήνιο, αφού έπαιρνε το παιχνίδι πάνω του...

- Ρε μαλάκα, μην κάνεις ατομιστίες λέμε! Αφού ήμουνα ξεμαρκάριστος, γιατί δε δίνεις μια πάσα; - Καλά σου λέει ρε χασογκόλη! Πού πας να τους περάσεις όλους μόνος σου, ο Πελτέ είσαι;
- Αφού δεν τον είδα ρε (ναι, καλά)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ο οποίος είναι άσχετος με το μπάσκετ και χαρακτηρίζεται έτσι ώστε να δείξει ότι ο άλλος είναι εντελώς αδέξιος και δεν πετάει μπάλα, αλλά τούβλα στην μπασκέτα.

- Την Τετάρτη πάμε για μπάσκετ με τον Μήτσο; - Με αυτόν τον τούβλοβιτς, εγώ, δεν παίζω μπάσκετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified