Selected tags

Further tags

Ο άχρηστος αθλητής.

Ωχ, τον τραχανοπλαγιά, τον Νικοπολίδη θα έχει βασικό ο Ρεχάγκελ;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιστορική ατάκα του Γ. Χελάκη κατά τη διάρκεια του Euro 2004 στη φάση που η Εθνική κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, τους οιωνούς και τη λογική έβγαλε γκολ στο 129 και μισό αποκλείοντας την Τσεχία. Έχοντας μείνει άφωνος και άναυδος ο γνωστός σπήκερ, είπε τη συγκεκριμένη φράση, διότι και τι άλλο να πει στο φινάλε; (αργότερα ο ίδιος είπε σε άλλο ματς «μήπως ο Βάσκο ντα Γκάμα ήταν Έλληνας;»)

Η έκφραση πλέον χρησιμοποιείται όταν αυτό που συμβαίνει και του οποίου είμαστε αυτόπτες μάρτυρες είναι πέραν περιγραφής και σχολιασμού και όλα τα υπερθετικά απλά δεν αρκούν. Ποδοσφαιρικά έχει καεί πλέον αφού το έχει ήδη πει ο έτσι, αλλά αυτό που έκαναν οι Τούρκοι στους Κροάτες θα ταίριαζε γάντι για τον αντίστοιχο Χελάκη της Τουρκίας.

  1. - ... δεν το πιστεύω! Έχω το μόνο εξάρι στο λόττο. Το μόνο! Είμαι πλούσιος! Δεν θα ξαναδουλέψω ποτέ! Ποτέ λέμε! Δεν περιγράφω άλλο!

  2. - Γιατί κάνεις έτσι ρε τρελαμένε;
    - Τι γιατί ρε; Η Τατιάνα Τονπουτσοπαίρνοβα, το απόλυτο μωρό, το πλέον θηλυκό πλάσμα του διαπλανητικού μας συστήματος έρχεται διακοπές στο νησί και θα μείνει στο δικό μου ξενοδοχείο. Ασύλληπτο! Μας βρήκε λέει από το ίντερνετ και της άρεσε... Και έρχεται μόνη της λέει χωρίς άντρα για να γνωρίσει τον έρωτα. Δεν περιγράφω άλλο!

(από Hank, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώην προπονητής του Παναθηναϊκού Βίκτορ Μουνιόθ και ο παγκοσμίου φήμης Ιταλός προπονητής Φάμπιο Καπέλο. Αν κάποια μέρα αυτοί οι δύο συνεργαστούν θα κάνουν το πιο ενδιαφέρον προπονητικό δίδυμο της ιστορίας.

(από την εφημερίδα SPORTDAY)(σ.σ. απο σατιρική στήλη)
Ερώτηση στον Φάμπιο Καπέλο:
- Θα σας ενδιέφερε ο πάγκος του Παναθηναϊκού;
- Βεβαίως αρκεί να έχω για βοηθό τον Μουνιόθ.
Άρα καταλάβατε τι είδους προπονητικό δίδυμο θα έχει η Πανάθα του χρόνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόψιμο ενός σουτ. Μπασκετική αργκό που έχει καθιερωθεί και χρησιμοποιείται και σε πιό τυπικά συμφραζόμενα. Συνώνυμα: φιστίκι.

O Tσέρανιτς γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1976, έχει ύψος 2.12 και παίζει στη θέση του «σέντερ». Tην τελευταία αγωνιστική περίοδο ο έμπειρος αθλητής έπαιξε για λογαριασμό της A.E. Λάρισας, με την οποία πραγματοποίησε πολύ καλές εμφανίσεις έχοντας πετύχει 268 πόντους σε 26 συμμετοχές (μ.ο. 10.3) με 84/112 βολές (75%) και 92/182 δίποντα (50%). Eπίσης πήρε 197 ριμπάουντ (115 αμ.-82 επ.), μοίρασε 40 ασίστ, έκανε 16 κλεψίματα, είχε 10 τάπες και 40 λάθη. (από τον διαδικτυακό τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακραία ξεφτίλα στο μπάσκετ στην αλάνα. Εκστομίζεται προσβλητικά όταν έχασε ο κολλητός μας στο μονό ή (σπανιότερα) η αντίπαλη ομάδα χωρίς να βάλει πόντο, χωρίς δηλαδή να σπάσει η παρθενιά.

Δεν γνωρίζω αν λεγόταν γενικά στην Ελλάδα ή αν εξακολουθεί να λέγεται, αλλά ήταν στάνταρ έκφραση στη Λευκάδα εδώ και καμιά δεκάρα χρόνια.

- Πάρε και το τελευταίο στη μάπα!! 11-0! Παρθένα σε πήρα!
- Αφού την πετάς και μπαίνει ρε κώλε... Ο Ντομινίκ Ουίλκινς ήταν σπίτι σου χτες;
- Άντε και γαμήσου ρε!! Πάμε ρεβάνς στα 16;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αποδίδεται στην ενοχλητική ή ευεργετική (ανάλογα με την θέση του παρατηρητή) συνήθεια διαιτητών ποδοσφαίρου (κυρίως), να μην καταλογίζουν παραβάσεις προφανείς, ου μην και εξώφθαλμες.

Η χρήση του πρέπει να περιορίζεται εξ' ορισμού σε χρόνους παρελθοντικούς (αόριστο, υπερσυντέλικο, σπανιότερα παρακείμενο), καθώς σε χρόνο ενεστώτα δύναται να υπάρξει σύγχυση με πιθανό χαρακτηρισμό ομοφυλοφιλικών τάσεων, σχετικών με το σημαντικότερο project της νέας ελληνικής γλωσσολογίας ( βλ. και σχετικό λήμμα την τρίζει την όπισθεν)

- Πέναλτι ρε μαλάκα, ρεεεεεεε;
- Μη χαλάς σάλιο αδερφέ, ο τύπος έχει καταπιεί το στραγάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του άμπαλου, του παντελώς άσχετου ποδοσφαιριστή ο οποίος αποτυγχάνει ακόμα και να έρθει σε επαφή με την μπάλα.

- Τι κριάρι είναι αυτός ο αμυντικός ρε! Μιλάμε δεν τη βρίσκει με τίποτα.

Δες και δεντηβρίσκοβιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμυντικός άμπαλος, ο οποίος δεν τη βρίσκει με τίποτα και γενικώς δεν κόβει ούτε με βαλέ. Σε αντιστάθμισμα της παντελούς έλλειψης τεχνικής, διαθέτει εξαιρετική ικανότητα στο να κόβει στα δύο τους αντιπάλους επιθετικούς. Τα τάκλιν του αποτελούν ταμπλώ-βιβάν βγαλμένα από τις ταινίες του Κόναν και του Στήβεν Σηγκάλ.

Διάσημα δρεπανηφόρα: Μοντέρο, Κολοτσίνι, Καλιτζάκης.

- Ρε συ αυτός ο κωπηλάτης, το 4, είναι καλός;
- Μπα... σκοράρει αρνητικά στο καντερόμετρο, αλλά είναι σωστό δρεπανηφόρο.

(από stolis, 17/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

το, [ουσ.] Όργανο μέτρησης ποδοσφαιρικών ικανοτήτων. Ο όρος προέρχεται από τον συνδυασμό της παραδοσιακής μονάδας μέτρησης «καντάρι» (ξέρει πολλά καντάρια μπάλα) και του ονόματος του Πάολο Μοντέρο, μυθικού δρεπανηφόρου άρματος από την Ουρουγουάη που έκανε καριέρα στη Γιουβέντους και του οποίου οι ικανότητες ισοδυναμούν με 1 unit στο καντερόμετρο (χωρίς μονάδες).

  1. - Τι λέει ο Σέρβος χαφ του Βηταεθνικού;
    - Τι να πει ρε! τον βάλανε στο καντερόμετρο και έγραψε αρνητικά ψηφία.

  2. - Άκου να δεις φίλε, καλός ο Πελέ δε λέω, αλλά μπροστά στον Ντιέγκο δεν πιάνει μια. Ο κοντός όπου κι αν έπαιξε έσπασε τα καντερόμετρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ομάδα που συνέχεια χάνει σε κάποιο αγώνισμα από κάποια άλλη με τέτοια συχνότητα ώστε αναπτύσσονται μεταξύ τους πελατειακές σχέσεις και η ομάδα-πελάτης δεν μπορεί να περάσει από το μαγαζί της άλλης χωρίς να της τυλίξει μερικά γκολάκια για το σπίτι...

Πελάτης είναι επίσης κάποιος που χάνει μονίμως από κάποιον άλλον σε κάποιο αγώνισμα ή σε οτιδήποτε μοιάζει με αγώνισμα (τάβλι, πρέφα, κολτσίνα κτλ...).

  1. - Το πήραμε το πρωτάθλημα φιλαράκο...
    - Κάτσε πρώτα να νικήσετε τον Ηρακλή στην έδρα του...
    - Έλα ρε, αφού τις έχουμε τις γριές για τον χαβαλέ... Πελάτης είναι ο Ηρακλής!

  2. - Πάμε ένα μονό μπασκετάκι;
    - Αφού πελάτης είσαι ρε μαλάκα, έχω βαρεθεί να κερδίζω!
    - Καλάαα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified