Selected tags

Further tags

Ένα ξεχασμένο διαμαντάκι κατευθείαν από τα πιο τρυφερά μας χρόνια. Το αμερικάνικο (ποδοσφαιράκι) είναι μία ακραία μετάλλαξη του γερμανικού, και οι κανόνες είχαν ως εξής:

Δύο αντίπαλοι, ο καθένας με τέρμα το τέλος της ρακέτας ενός γηπεδακίου μπάσκετ, ή ποδοσφαίρου για τους πιο τυχερούς, όπου ο καθένας βαρούσε σουτ από την μισή πλευρά του γηπέδου που του άνηκε, με την γραμμή του τζάμπολ να είναι διαχωριστική, προς το αντίπαλο τέρμα. Ο τερματοφύλακας δεν δικαιούτο να χρησιμοποιήσει χέρια, και τα σουτ γινόνταν εναλλάξ. Νικητής, ο πρώτος που θα έφτανε τα 10 τέρματα.

Το αμερικάνικο ήτανε μαστ για τις βραδινές ώρες του καλοκαιριού, όπου οι υπόλοιποι πιτσιρικάδες κουρασμένοι από το μονάκι, το γερμανικό και το διπλό, πήγαιναν σπίτι για μάσα ή ύπνο, και μόνο οι πιο hardcore παρέμεναν, συρρικνωμένοι σε αριθμό.

-Έ καμιά μπαλίτσα θα παίξουμε ρε μαλάκες, κουραστήκατε;
-Άσε ρε νικόλα, δεν βλέπεις, όλοι την κάνουνε οι δυό μας θα παίζουμε βραδιάτικα;
-Ε ψήσου τότε για κανά αμερικάνικο στα 10, οι δυό μας, σε πάει ή κοκοκό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική περίπτωση πασιφανούς συγκυρίας ή ακολουθίας αιτίας-αιτιατού όπου η διατύπωση αντιρρήσεων και επιφυλάξεων θεωρείται αθέμιτη και περιττή.

Εκ του ποδοσφαίρου, πέρασε και σε άλλους χώρους.

  1. – Δεν μπορείς να αποδίδεις κατηγόριες δεξιά-αριστερά φίλος. Όπως έδειξε και η εξεταστική επιτροπή της Βουλής, δεν αποδείχτηκε ότι ο Τσοχατζό...
    Χέσε με ρε λοβοτομημένε, κλασική περίπτωση πέναλτι είναι το πράμα και συ αγορεύεις περί όνου σκιάς!

  2. – Μπουκάρει που λες η κυρα-Σοφία στο γραφείο και πιάνει τον κυρ-Θεόφιλο αγκαλιά με το Τζενάκι.
    – Και πώς τα μπαλώσανε;
    – Ε τι να μπαλώσουνε καημένε, κλασική περίπτωση πέναλτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό του γυμναστηρίου είναι το μηχάνημα που γυμνάζει τους προσαγωγούς στα πόδια.

Πάσα: johnblack.

- Πού είναι ο Δημήτρης;
- Πήγε λίγο να κάνει αράπη και θα ξανάρθει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο, ο παίκτης που δεν παίζει αλλά παραμένει στον πάγκο.

Κυρίως απαξιωτικός χαρακτηρισμός για παίκτες που δεν το 'χουν, είναι παλτά και γι' αυτό ο προπονητής δεν τους βάζει να παίξουν. Ή δεν θα έπρεπε να τους βάζει.

Παγκίτης όμως είναι και ο παίκτης που δεν έπαιξε σε κάποιον συγκεκριμένο αγώνα για άλλους λόγους, π.χ. λόγω τραυματισμού ή επειδή ο προπονητής του τον προστατεύει εν όψει σημαντικότερης αναμέτρησης. Επίσης είναι και ο παίκτης που ξεκίνησε στον πάγκο αλλά μπήκε στο παιχνίδι ως αλλαγή.

1α. Από εδώ:

CB: Cante (gia mena apo auta pou exw akousei fenetai kali periptwsi kai oxi pagitis se sxesi EIDIKA me auton ton videokaseta to sarriegi)

1β. Από εδώ:

akraia back(holebas-modesto) oute gia protathlitismo vita ethnikis...oi metaggrafes tou valverde DEN(ourtado mono gia pagitis dil trito haf k fouster se mia pliri 11ada mono k afto ipo sizitisi...)

2α. Από εδώ:

Παγκίτης και πάλι ο Μπέκαμ. «Αισθάνομαι μεγάλη απογοήτευση όποτε δεν μπορώ να παίξω. Αλλά δουλεύω σκληρά ώστε να επιστρέψω όσο γίνεται πιο σύντομα» [σ.ς. είναι τραυματίας]

2β. Από εδώ:

Ανετη επικράτηση του Εργοτέλη επί της Κέρκυρας με 3-0, σπουδαίο παιχνίδι από τον «παγκίτη» Βερπακόφσκις.

Got a better definition? Add it!

Published

Χλευαστικός χαρακτηρισμός οπαδών του ΠΑΟ για τον δημοσιογράφο Κώστα Γκόντζο, τον οποίο θεωρούν νούμερο ένα τσάτσο της διοίκησης Βαρδινογιάννη.

Ο χαρακτηρισμός περιέχει σαφές σεξουαλικό υπονοούμενο (ομοιότητα σχήματος τουλούμπας και πέους) και επίσης ειρωνεύεται τον υπέρβαρο σωματότυπο του δημοσιογράφου. Ο πρώην πρόεδρος της ομάδας Ν. Πατέρας είχε αποκαλέσει έτσι τον Γκόντζο κατά την διάρκεια ραδιοφωνικής του συνέντευξης.

- Ρε φίλε είδες τι έγραψε πάλι ο Τουλούμπας;
- Έλα μωρέ, δεν τον ξέρουμε τόσα χρόνια τι τσάτσος είναι;

Ο περί ου ο λόγος, από όχι και τόσο κολακευτική σελίδα στο φατσοβιβλίο... (από Vrastaman, 02/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασικά, αποτελεί μπανεύκολη μεταφορά για την βίαιη σεξουαλική διείσδυση. Ή μπορεί να σημαίνει και το μέχρι αίματος ξύσιμο αρχιδιών, είτε κυριολεκτικό, είτε μεταφορικό, δηλαδή νωθρότητα, όπως και άλλες παρόμοιες μεταφορές, λ.χ. ανασκαφές. Για μια ιδιάζουσα χρήση βλ. και χαλικώνω τη γεώτρηση. Βέβαια όλα αυτά αποτελούν ασθενείς μεταφορές και όχι κάποιον παγιωμένα σλανγκικό όρο.

  2. Ενδιαφέρον, όμως, έχει η χρήση του όρου στο μπασκετικό ιδίωμα. Όταν λέμε για έναν καλαθοσφαιριστή ότι κάνει γεώτρηση εννοούμε ότι κάνει υπερβολικές ντρίμπλες και δεν δίνει πάσα. Η εικόνα είναι ότι σκάει τόσο πολύ την μπάλα στο παρκέ, ώστε είναι σαν να σκάβει το έδαφος με αυτήν. Η έκφραση χρησιμοποιείται ως μομφή κυρίως εναντίον point guards ή, όπως λέμε στα ελληνικά, πλέι μέικερς, οι οποίοι κάνουν κατάχρηση ντρίμπλας και δεν ευνοούν το παιχνίδι με πάσες (passing game). Τα παλιότερα χρόνια που ο χρόνος επίθεσης μπορούσε να διαρκέσει 30 δευτερόλεπτα και βλέπαμε και φαινόμενα του στυλ «ροκάνισμα χρόνου», όταν μια ομάδα προηγείτο ασφαλώς, ο πλέι μέικερ μπορούσε κυριολεκτικά να κάνει γεώτρηση χτυπώντας την ακριβώς στο ίδιο σημείο, περιμένοντας να περάσει ο χρόνος. Τώρα που έχει πέσει στα είκοσι τέσσερα δευτερόλεπτα ο χρόνος επίθεσης αυτά δεν γίνονται. Όμως επειδή το παιχνίδι πλέον βασίζεται στο pick and roll και στις γρήγορες πάσες, ο πόιντ γκαρντ που καταχράται την ντρίμπλα καυτηριάζεται έτι περισσότερο ότι «κάνει γεώτρηση».

  1. Τα αρχίδια του σκάγανε βαριά πάνω στα κωλομέρια μου κάθε φορά που έκανε γεώτρηση στο κωλάντερό μου. (Εδώ για ενήλικες, και κατά προτίμηση μη ομοφοβικούς).

  2. Το προπονητικό τιμ της Εθνικής έχει προβληματιστεί από την συνήθεια του Νίκου Καλάθη να κάνει γεώτρηση με την μπάλα υπονομεύοντας το πάσινγκ γκέιμ της ομάδας.

(από kondr, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμφραζόμενο, κρέας είναι η καθαρή, άπαχη μυική μάζα, απόλυτο ιδανικό των πιστών του αθλήματος.

Να σημειωθεί, καταρχήν, η θετική εν προκειμένω σημασιοδότηση του κρέατος, εν αντιθέσει προς τους τρεις εκ των συνολικά τεσσάρων λοιπών ορισμών του.

- Μ' αυτό το φαρμάκι σ' το υπογράφω ότι θα βάλεις τρία κιλά κρέας πάνω σου σε δυο μηνάκια.

Σε αντίθεση προς τον τοις πάσι γνωστό όγκο, το κρέας είναι εξ ορισμού καθαρό, η πεμπτουσία της «ποιότητας». Ο «όγκος» περιέχει, εκτός από καθαρή μυικότητα, λίπος και υγρά, απαραίτητα κατά τα άλλα σε ένα δόκιμο πρόγραμμα σωματοδόμησης. Συνώνυμο του κρέατος είναι μάλλον η (μυική) «μάζα», όρος που συχνά εκφέρεται στον πληθυντικό ως επιφώνημα («μάζες!») ως δηλωτικό οικειότητας και αναγνώρισης μεταξύ μπιλντεριών.

Στόχος του παρόντος δεν είναι να αποτελέσει πηγή πραγματολογικού υλικού περί των τρόπων κτήσεων καθαρού κρέατος / μάζας, να σημειωθεί εντούτοις συνοπτικά ότι η χημική υποβοήθηση αποτελεί, από ένα σημείο και έπειτα, απαραίτητη προϋπόθεση χτισίματος «νέων» μαζών. Σε αντίθετη περίπτωση, η απλή χρήση παραδοσιακών μεθόδων (τακτική γυμναστική και προσεγμένη διατροφή) καθίσταται αργά ή γρήγορα ατελέσφορη, εξαιτίας της ομοιοστατικής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού ο οποίος μοιάζει να «αντιστέκεται» στις προσπάθειες διαταραχής των αναλογιών μεταξύ μυικού και λιπώδους ιστού.

Να σημειωθεί, τέλος, η συγγένεια του προκείμενου ορισμού του κρέατος με εκείνον που ορίζει το κρέας ως το πέος, το ανδρικό μόριο. Και στις δύο περιπτώσεις τονίζεται το στοιχείο της καθαρότητας, του αμιγούς αλλά και το ευαίσθητο και άρα άξιο ενδελεχούς προστασίας, ως κόρην οφθαλμού, του εν λόγω κρέατος.

- Μήτσο είσαι στα καλύτερά σου ρε φίλε, με τόσο κρέας απάνω σου δε σ' έχω ξαναδεί. Ποιοτικός κάργα, μπράβο. Έπαιξες γουινάκι;*

*winstrol, εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη

Βούβαλο τ. Belgian Blue (από Vrastaman, 05/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμπεριέχον, ποιοτικός είναι αθλητής με χαμηλά ποσοστά σωματικού λίπους και, αντιστοίχως, υψηλά ποσοστά καθαρού κρέατος.

Η χρήση του ποιοτικός, εν αντιθέσει προς τα τετριμμένα φέτας, κομμάτιας, κλπ, ή προς τα «λαϊκότροπα» και ολίγον τι vulgar φιτίλιας, σφαγμένος, κλπ, αποκλείει ενδεχόμενη ειρωνεία ενώ προσδίδει επίφαση επιστημονικότητας και επομένως αυξημένο κύρος στο λόγο του ομιλούντος μπιλντεροϋποκειμένου.

- Πώς τον κόβεις το Μήτσο;
- Πολύ πιο ποιοτικός από πέρσι. Δε βλέπεις φλεβίδι που έχει πετάξει; Καλώδια κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως αμετάβατο, είναι συνώνυμο του φορμάρω, του στρώνω ή του δένω: οργανώνομαι, σχηματίζομαι, μορφοποιούμαι, αποκτώ την προσδοκώμενη συνοχή, συντάσσομαι, ενιαιοποιούμαι, βρίσκω «ρυθμό», εκδιπλώνω τις δυνατότητές μου, οργανικοποιούμαι. Εν ολίγοις και αριστοτελικώς, «γίνομαι αυτό που πρέπει / αυτό που προορίζομαι να γίνω».

Λέγεται κυρίως για αθλητικές ομάδες. Αν μια ομάδα μοντάρει επιτυχώς, τότε είναι σε θέση, κατά μια απίθανη αλεφάντειο ταυτολογία, να βγει και να παίξει τη μπάλα που ξέρει.

Η μεταβατική χρήση (ο κόουτς έχει κανονίσει κάποια φιλικά για να μοντάρει την ομάδα) είναι φυσικά συνηθέστερη αν και, ίσως και εξαιτίας αυτού, κατά τι μειωμένης σλανγκικής υφής.

Μην περιμένεις από τόσο νωρίς σπουδαία πράγματα. Η ομάδα ό,τι βγήκε από προετοιμασία, θέλει κανά διμηνάκι να μοντάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτόπια σουτάκια στην μπάλα, ως άσκηση στην προπόνηση, επίδειξη δεξιοτεχνίας και λύση για να ξεκαυλώσει ο πιτσιρικάς όταν δεν υπάρχει παρέα. Προέρχεται από το γνωστό παραδοσιακό παιχνίδι εδώ, που εγώ (από τον πατέρα μου) το ήξερα τσιλίκα τσαμάκα και περιλάμβανε τα τσιλικάκια, δηλαδή χτυπούσες τη μικρή βεργούλα με τη μεγάλη στον αέρα και κέρδιζε όποιος έκανε τα περισσότερα τσιλικάκια (επιτόπια χτυπήματα).

Πόσα τσιλικάκια μπορείς να κάνεις ρε χωρίς να χτυπήσει κάτω η μπάλα;

(από joe909, 07/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified