Selected tags

Further tags

Οπαδός του Άρη Θεσσαλονίκης.

Συνώνυμα: σκουλήκι, κάμπια, σερνόμενη κατάρα, ασπόνδυλο.

Τρίγωνα κάλαντα κωλοερπετά, γαμιέται το σπιτάκι του κάθε Σουπερά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγοπόδαρος, αυτός που το βάζει γρήγορα στα πόδια, ο εξαφανιζόλ εν ριπή οφθαλμού, ο τιγκανά σε κλάσμα δευτερολέπτου. Προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του γνωστού ολυμπιονίκη Αιθίοπα δρομέα Said Auita, πόσο δε μάλλον λόγω και της ακουστικής ομοιότητας με την σαΐτα, συνώνυμης της ταχύτητας.

- Ο μαλάκας το παίζει μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και πήγε να την πέσει στην Ελένη που ξέρει ότι είναι δικιά μου. Με το που σκάω μύτη όμως, σαΐτα ουίτα ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το παραδοσιακό μποντιμπιλντεράδικο γυμναστήριο, όπου μαζεύονται οι hard-core του είδους για να φάνε σίδερο να μασήσουνε ατσάλι. Εννοείται ότι η πλειοψηφία είναι σβάρτσοι και ότι το σιδεράδικο είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου ευδοκιμούν οι απαγορευμένες ουσίες (αναβολικά). Καμία σχέση με ομαδικά προγράμματα αερόμπικ και τα συναφή.

  1. (απ' το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, στις 11/05/2008)
    «Όλοι αυτοί οι υπερμυώδεις γίγαντες, [...] έχουν περιοριστεί σε μερικά μόνο τετραγωνικά. Και όχι ότι δεν υπάρχουν. Απλώς, αυτούς τους συναντάς περισσότερο στα «σιδεράδικα», τα κατ' εξοχήν γυμναστήρια body building, με τους φουσκωτούς άντρες που νομίζεις ότι θα σε κάνουν κιμά έτσι και σε ζουλήξουν.»

  2. (από το διαδίκτυο)
    «Μα γιατί προσπαθούμε πάντοτε οι Έλληνες να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου;
    Εδώ το ένα σιδεράδικο γυμναστήριο στην Ελλάδα κλείνει πίσω απ' τ' άλλο γιατί δεν έχει κόσμο, ένα σωϊκό μαγαζί με συμπληρώματα δεν υπάρχει, ΚΑΛΑ ΚΑΛΑ ΟΙ ΓΥΜΝΑΣΤΕΣ ΔΕ ΞΕΡΟΥΝ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥΣ, και λες και είμαστε η χώρα που έχει βγάλει καμιά δεκαριά Mr. Olympia, έχουμε 500 ομοσπονδίες για το Bodybuilding!
    Νισάφι πια!»

Σχετικό: σιδεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χάνει συνεχώς στο στοίχημα, δηλαδή τα ρίχνει στον κουβά!

- Ρε συ... Έπιασε το δελτίο χθες ο Σταύρος;
- Μπα... Τι να πιάσει ρε, αυτός είναι Κουβανός...

(από Khan, 21/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τερματοφύλακας ειρωνικά (μπαμπαδίστικο χιούμορ).

Ο Μορέτο, όταν τον πήραμε, φάνηκε από την αρχή τι τερματοτύφλακας είναι. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες ακόμη μεσολογγίτης, τρύπας, χαρταετός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ποδοσφαιρική ορολογία. Σημαίνει ότι, όπως θα κλωτσούσα μακριά μια μπάλα, έτσι απορρίπτω/φτύνω κάποιον, του ρίχνω άκυρο. Χρησιμοποιείται τόσο για ερωτικές σχέσεις όσο και για συνεργασίες. Ο παθητικός τύπος είναι τρώω σουτ και ο μονολεκτικός σουτάρω.

  1. - Τι κάνει η δικιά σου; Πώς και δεν την έφερες μαζί;
    - Της έριξα σουτ φίλε... Πολύ μου ζάλιζε τ' αρχίδια τώρα τελευταία...

  2. - Τι λέει; Ο Ιάσονας έφαγε σουτ από το συγκρότημα;
    - Ε αφού κάθε φορά ερχότανε αδιάβαστος στην πρόβα, τι να του κάνω...

Επίσης και στο μπάσκετ - σουτ και τρίποντο (από Galadriel, 27/02/09)

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός αγώνας κακής ποιότητας. Κλωτσοσκούφι. Ειδικότερα, ματς σκληρό και άτεχνο.

Οταν τον πρωτοείδα, ο νεαρός Χατζηπαναγής δεν μου γέμισε το μάτι. Χαρακτηριστικη ήταν η αφύσικα λευκή σαν σεντόνι επιδερμίδα του και το μακρύ σγουρό μαλλί του. Κατά τα άλλα τίποτε το ιδιαίτερο.

Ο αγώνας άρχισε και μαζί του και η γνωστή κλωτσοπατινάδα. Ωσπου πήγε η μπάλα στα πόδια του Ρώσου. Και ξαφνικά...το μπαμ! Ανάσταση! Επιφοίτηση! Αποκάλυψη! Poetry in Motion. Ο άνθρωπος κεντούσε. Καλλιτέχνης με τα όλα του.

Τη μπάλα χτύπα! (από Galadriel, 25/02/09)Τη μπάλα λέμετε! (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκρηξη φιλάθλου όταν η μπάλα δεν εννοεί να μπει μέσα. Δικαιολογείται μετά τη δεύτερη απόκρουση αμυντικού πάνω στη γραμμή, το τρίτο δοκάρι, την τέταρτη σωτήρια επέμβαση του τερματοφύλακα κ.ο.κ. Στην πράξη, βέβαια, χρησιμοποιείται πολύ συχνότερα, ειδικότερα όταν τα καμώματα της μπάλας -η οποία προφανώς γαμιέται αβέρτα κουβέρτα- επηρεάζουν και το στοίχημα στο οποίο έχουμε επενδύσει.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εξωγηπεδικά, σε καταστάσεις όπου όλα μας πάνε στραβά (βλ. και γαμιέται ο Δίας, όχι ρε πούστη, πουτάνα τράπουλα!)

- Πουτάνα μπάλα!!! Ρε μαλάκα, τι έχει πιάσει το άτομο πάλι σήμερα; 5-0 μπροστά έπρεπε νά 'μασταν και το πάει για ισοπαλία ο καριόλης ...
- Άσε, μη την ψάχνεις ... γαμήθηκε ο Δίας πάλι ... κανονικά.

"Πουτάνα μπάλα ξεκωλιάρα" κατά Νικοπολίδη (από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χαρτιά, κάποιος που θα πέσει (και θα χάσει) στο πολύ καλό φύλλο ενός άλλου παίχτη, συνήθως παρασυρόμενος απο το δικό του καλό φύλλο.

- Εγώ εφυγα τρεις γύρες πριν. Είχα πάνω μου άσσο-ρήγα, σκάει κάτω πέντε, ρήγας, ρήγας..., εννιά, και στο τέλος άσσος. Ρεστάρουμε με τον Μπάμπη... και κάθομαι στο φουλ του άσσου του...
- Έπεσες σε γάντζο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χαρτιά, κάποιος που χάνει πολλά.

- Τι γίνεται; Πώς πάει;
- Εδώ... Ο Κώστας είναι στα λεφτά του ο Στέλιος και ο Μήτσος βγάζουνε... Ο Στράτος έχει πέσει στα βαθιά και κολυμπάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified