Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά, είναι είτε ο πολύ άσχημος, ο θεοκάλιαρντος, είτε ειδικά η καμπούρα ή ο καμπούρης. Από τον ήρωα Quasimodo του μυθιστορήματος Η Παναγία των Παρισίων του Victor Hugo, που μας έχει δώσει και τις εκφράσεις κουασιμόδος και κουασιμόδας.

  1. ασε κατω τον κατέ μωρη κουασιμοντα!!! (Αποκατέ).

  2. Μετρούσα πολύ εξωτερικώς. Όπως ήμουν η δόλια λιγδομπερντές, βγήκα στα πάρκα, ήμουνα παλιός γνώριμος εκεί. Ένα βράδυ, αργά, γνώρισα στο πρεζαντέ μια ντάνα, σα μισοτρανς ήτανε, μια λουμπίνα του κερατά. Περπατημένη τσολαδερφή, κουασιμόντα ήτανε η μαντουάνα. (Αποκατέ).

Από την ταινία του 1923. (από Khan, 27/02/13)O Ringo δηλώνει κουασιμόντας (από σφυρίζων, 28/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φλερτ, η ερωτοτροπία. Από την τουρκική λέξη cilve. Χρησιμοποιείτο και στα καλιαρντά.

  1. Είμαι χαρακτήρας με σίκ οριεντάλ. Κάνω ωραίο κλίμα, αβέλω λατσούς τζιλβέδες, σ’ αυτό θα οφείλεται που τους τραβάω. Σπάνια να κάνει άλλος τέτοια ατμόσφαιρα. (Εδώ).

  2. «Και με τους διάκους ο Δεσπότης τζιλβέδες και καμώματα». Κώστας Βάρναλης. (Εδώ).

  3. Esy to noy soy stoys tzilvedes kai ta makedonika stoys Makedones!!!!!!!!!! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Επιθυμητή, ποθητή, καυλιάρα στα καλιαρντά εκ του τουρκικού murat.

  1. Αφαντη η Αθηνα που και μουρατω δεν τη λες μη χεσω. Τη κατάπιαν τα Χανιά. Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. Εγώ τώρα θα τζάσω το κελόπαγκρο γιατί το έχω αρχίσει μη τ αφήσω στη μέση και θαρθω από κει. Με φρέσκο βουτυρο την έκανες την σουκροκαρύδα; (Αποκατέ).

  2. Είπαμε, καλέ, πως ήμουνα και μουράτω. Από τις βίζιτες πορευόμουνα, αφού δουλειά δεν είχα και δουλειά δε θα μου’ δινε κανείς. Είχα μια επιδερμίδα βελούδινη, έμοιαζα τη Τζίνα Λολομπρίτζιτα, τα μάτια της έχω τα σπανιόλικα και τα μαριόλικα, γι’ αυτό με βγάλανε οι άλλες οι κατέ, Λολό. Στο Παρίσι, η Μπε-Μπε και στη Ρόμη η Λο-λό. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπακλαβάς στα καλιαρντά εκ των σούκρα= ζάχαρη (πρβλ. γαλλικό sucre) και καρύδα.

Εγώ τώρα θα τζάσω το κελόπαγκρο γιατί το έχω αρχίσει μη τ αφήσω στη μέση και θαρθω από κει. Με φρέσκο βουτυρο την έκανες την σουκροκαρύδα; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός - ή που είναι λούμπεν.
Το λέμε για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ως πονηρούλη.

Μεγάλη λουμπίνα ο υπουργάκος...μας έσκισε στους φόρους.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι η Πελοπόννησος, επειδή το σχήμα της (με κάμποση φαντασία) μοιάζει με μούντζα, με μια γήινη (βλ. terra στα ιταλικά) παλάμη, με την Τροιζηνία για αντίχειρα, τη Μάνη για μέσο, και ίσως την Ηλεία για μικρό (λέμε τώρα). Η λέξη περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου Τα Καλιαρντά (1971).

Δεν ξερω ποτε θα αριβαρει στην Τερόμουτζα αλλά νομιζω συντομα πρέπει να είναι στο μπεναβοκουσκούσι. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντίθεση με την Τερόμουτζα που είναι η Πελοπόννησος, Τερογκαμήλα είναι η Στερεά Ελλάδα ή Ρούμελη στα καλιαρντά, και καλά λόγω των πολλών ορεινών όγκων της που θυμίζουν ανώμαλη πλάτη καμήλας με καμπούρες. Καταγεγραμμένο από Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971).

Χτες αρίβαρε από Τερόμουτζα στην Τερογκαμήλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ραδιόφωνο στα καλιαρντά, εκ του μπενάβω και του κους κους.

Το μπεναβοκουσκούσι ήταν πολύ δυνατά και δεν ακουγόταν τίποτα από ομιλίες μέσα στο σαλόνι. Ένας θεόμπαρος πελάτης κάτι προσπαθούσε να ρωτήσει αλλά τελικά έφυγε,μάλλον ντρεπόταν να φωνάξει τι ήθελε. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεδούλι στα καλιαρντά, εκ των σπάλα & ζουμί.

Επίσης αφίχθη η τρόικα σήμερα θα μας φάει το σπαλοζούμι. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Θηλυκό εξαιρετικής ασχήμιας που η ακαλαισθησία της αγγίζει την γελοιότητα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη «μούντζα» που εκτός από τη γνωστή χειρονομία δηλώνει σπανιότερα το γυναικείο γεννητικό όργανο (βλ. μουνί) και τη λέξη «σχήμα» προερχόμενο απ το ιερατικό σχήμα, που όποιος το ακολουθήσει, υποχρεώνεται να φορά ιερατικά άμφια. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει τη γυναίκα που είναι σαν να έχει ένα επιπλέον αιδοίο στο πρόσωπό της.

- Ωραίο μουνάκι η Λυδία... Της τον ρίχνω άνετα.
- Τι λες ρε μαλάκα! Προτιμώ την προγιαγιά μου απ' αυτή τη μουντζόσχημη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified