Selected tags

Further tags

Το υπερβολικά μεγάλο πέος, στα καλιαρντά. Όταν το βλέπεις, πας με τον κώλο τοίχο-τοίχο μην πάθεις καμιά ζημιά (εκτός κι αν σου αρέσει βέβαια!) Είναι η τελευταία βαθμίδα της πέο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα > μεσίκ > μπάρα --> γούδα.

- Άπαπά μια γούδα! Τι σε τάιζε η μάνα σου αγόρι μου;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη ψωλή, στα καλιαρντά. Είναι η προτελευταία βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα --> μεσίκ -> μπάρα -> γούδα.

Ντικ μπάρα το σολντό! (=Κοίτα μεγάλη πούτσα [που έχει] ο φαντάρος!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος κανονικού μεγέθους, στα καλιαρντά. Είναι η δεύτερη βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα > μεσίκ > μπάρα --> γούδα.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Τα καλιαρντά» (1971) αναφέρει το λήμμα με-σικ (=με τρόπο, με ευγένεια, από την πρόθεση με και το γαλλικό chic [=κομψός]). Εν έτει 1996 έμαθα τον ορισμό μεσίκ από έναν καθηγητή αγγλικών που είχα, ο οποίος το σήκωνε το σακάκι (και γαμώ τα παιδιά πάντως!) Επομένως υποθέτω ότι ο ορισμός μεσίκ για το πέος κανονικού μεγέθους προκύπτει από την σημασία που αναφέρει ο Πετρόπουλος: δηλαδή το μεσίκ πέος είναι κομψό, ευγενές, αφού δεν είναι ούτε υπερβολικά μεγάλο ούτε υπερβολικά μικρό.

Μα πώς φαίνεται ο γλωσσολόγος... Και για πούτσες να μιλάει, το κάνει επιστημονικά ρε πούστη μου!!

- Μεσίκ το τεκνό μωρή μούτζα; (= Έχει ψωλή κανονικού μεγέθους ο γκόμενός σου κοπέλα μου;)

(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό, κακομοιριασμένο τσουτσούνι, στα καλιαρντά. Είναι η πρώτη βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα > μεσίκ > μπάρα --> γούδα.

- Νάκα μπενάβεις μωρή φίφα! (=Μη μιλάς ρε μικροψώλη!)

Διά χειρός Καλυψούς Λάρα (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παίρνει ναρκωτικά (στα καλιαρντά).

- Έγκλημα, νταμίρα, φίφα, του μπερντέ. (= Εγκληματίας, ναρκομανής, μικροτσούτσουνος, και γαμάει μόνο επι πληρωμή)

(από Khan, 05/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τζινάβει, ο απονήρευτος, ο χαζός.

- Τι αβέλεις μωρή με το αγοράκι το ατζινάβωτο; Νάκα ντρέπεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλαβαίνω, σκέφτομαι (στα καλιαρντά).

- Τζινάβεις τα καλιαρντά;
- Και τα τζινάβω και τα μπενάβω!

(από Khan, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραίος, καλός (στα καλιαρντά).
Επίσης:
λατσολίθαρο = διαμάντι, λατσαβέλω = καλωσορίζω.

- Λατσό το γαργαρότεκνο! (=καλός ο ναύτης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο (της γυναίκας ντε) στα καλιαρντά.

Βλέπε μούτζα.

Αυτοί οι στρέιτ, μη δουν μουτζό, από πίσω τρέχουν...

Καλιαρντοευχές (από Khan, 02/07/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα στα καλιαρντά.

Ο Λάκης προσπαθεί να το γυρίσει και τώρα τα έφτιαξε με μούτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified