"Λιμανιώτικος" όρος για το "άραξε", "κάνε κράτει".
"Κάνε άπωσον ρε μαγκίτη" δηλ. φίλος άσε τους τσαμπουκάδες, κάτσε καλά...
"Λιμανιώτικος" όρος για το "άραξε", "κάνε κράτει".
"Κάνε άπωσον ρε μαγκίτη" δηλ. φίλος άσε τους τσαμπουκάδες, κάτσε καλά...
Got a better definition? Add it!
Γαλατσίοτικος νεολογισμός με σημασία η οποία καλεί τον ομιλητή σε αφασία,κυρίως νοητική αλλά και εικονική,χρήσιμο όταν ο δέκτης χρειάζεται εντυπωσιασμό μέσω τη συζήτησης Ηχητικά παρατηρείται να σβήνει η λέξη ''μύθος'' προς το τέλος της φράσης ''Εαγα μυθθθ....''
1 -Μιλάμε περνάει το μωρό από μπροστά μου -Και,και...; -Τι και ρε;Έφαγα μύθο...
2 -Πέρασε σήμερα ένας παππούς ένα Στοπ..Έφαγα μύθο
Got a better definition? Add it!
Ο τυπάς που θα σου ζαλίσει τα γεννητικά σου όργανα ενοχλώντας σε με ασήμαντες πληροφορίες την ώρα που πρέπει να κάνεις κάτι σημαντικό.Συνήθως στην παρέα τους είναι είτε οι ήσυχοι που μιλάνε μόνο και μόνο για να σε ζαλίσουν είτε οι δεν βάζω γλώσσα μέσα ότι και εάν γίνει.Το κακό με αυτούς τους τύπους είναι ότι άμα δεν συμφωνείς μαζί τους με την πρώτη φορά που θα σε πουν κάτι θα συνεχίσουν να στο λένε μέχρι να τους χώσεις μπουκετίδι.
Σε εξετάσεις στο σχολείο: -Μαλάκα η Αναγέννηση Γιαννιτσών πήρε δεξί εξτρέμ από την Μποτσουάνα -Στα αρχίδια μου ρε μαλακά Παναγιώτη -Ρε παλιά ο τύπος έπαιζε στην Μπαρτσελόνα Β. -Στον πουτσο μου ρε μαλακά -Ρε θα ανεβάσει την ομάδα στην Α'Εθνική -Δεν με νοιάζει ρε μαλακά Ζαλισοπούτση
Got a better definition? Add it!
Διάλεκτος που χρησιμοποιούν οι έλληνες ομοφυλόφιλοι. Την κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο λεξικό του «Καλιαρντά».
– Μπενάβεις τα καλιαρντά; (μετάφραση: Μιλάς τα καλιαρντά;)
– Και τα τζινάβω και τα μπενάβω! (μετάφραση: Και τα καταλαβαίνω και τα μιλάω)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διάλεκτος που δεν έχει σχέση ακριβώς με τα κανονικά καλιαρντά, αλλά είναι λίγο «αδελφίστικη». Έχει διαδοθεί κυρίως από ρόλους «αδελφών» στα ελληνικά σήριαλ, αλλά και από παρουσιαστές της τηλεόρασης όπως Ψινάκη.
Χαρακτηριστικό: η χρήση θηλυκών επιθέτων σε όλες τις περιπτώσεις, λέξεις όπως «θεά», «καλέ», «μωρή», «χρυσό μου», εκφράσεις όπως «απιστεύτου», κλπ.
Got a better definition? Add it!
Ὁ ὁρισμὸς τῶν καλιαρντῶν δὲν μπορεῖ παρὰ ν' ἀρχίζῃ μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀειμνήστου Πετροπούλου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέσυρε ἀπὸ τὸ ἡμίφως τῆς κοινωνικῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ στρουθοκαμηλισμοῦ, εἰς τὴν πλήρη δημοσιότητα:
Καλιαρντά, ἤτοι τὸ γλωσσικὸν ἰδίωμα τῶν κιναίδων, ὅπερ παρ' αὐτοῖς εἶναι γνωστὸν καὶ ὡς καλιαρντὴ ἢ καλιάρντω, καὶ ὡς τζιναβωτά, καὶ ὡς λιάρντω ἢ ντούρα λιάρντα, καὶ ὡς λατινικὰ ἢ βαθιὰ λατινικά, ἤ, ἁπλῶς, ἐτροῦσκα, καὶ ὡς λουμπινίστικα ἢ φραγκολουμπινίστικα.
Καλιαρντός σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακός, ἄσχημος. Σὲ διασταλτικὴ ἑρμηνεία σημαίνει κίναιδος. Καλιαρντὰ (μπενάματα [παραλείπεται ὡς ἐννοούμενον]) σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακὰ λόγια.
Ὁ Πετρόπουλος προτείνει ὡς πιθανὸν ἔτυμον τὸ γαλλικὸν gaillard, ποὺ σημαίνει εὔθυμος καὶ φαιδρὸς (προσέξτε τὴν ἀγγλικὴ ἐκδοχὴ τῶν λέξεων αὐτῶν: gay!!!), καὶ διάφορα ἄλλα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναιδής, παλληκαρᾶς. Ἡ πιθανὴ σειρὰ εἶναι εἴτε gaillard > γκαγιάρντ (μὲ προφερόμενο τὸ d λόγῳ ἴσως ἀγνοίας) > καγιάρντ > καγιαρντός > καλ(λ)ιαρντός, εἴτε gaillard > γκαλ(λ)ιαρ(ντ) > γκαλ(λ)ιαρντός > καλ(λ)ιαρντός. Ὅποιος δέχεται τὴν ἐκδοχὴ αὐτή, πρέπει νὰ γράφῃ τὴ λέξι μὲ διπλὸ λ: Καλλιαρντά. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐκδοχὴ εἶναι λογικοφανής, ὅμως τὸ ἐπικρατοῦν νόημα τοῦ gaillard εἶναι πλησιέστερο πρὸς τὸ παλληκαρᾶς, παρὰ πρὸς τὸ εὔθυμος --> gay. Ὑφίσταται καὶ ὁ τύπος καρλιαντά, καρλιαντὸς κλπ, μὲ ἀντιμετάθεσι τῶν δύο ὑγρῶν, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι εὔχρηστος. Ὑπάρχουν καὶ τύποι βραχυνθέντες δι’ ἐκπτώσεως τῆς ἀρκτικῆς συλλαβῆς: λιάρντα (ἡ, ἀλλὰ καὶ τά [ἡ οὐδετέρα ἐκδοχὴ ἀφορᾷ πάντοτε σὲ παρερμηνεία ὑπὸ ἀσχέτου]), λιάρντω κλπ. Πιστεύω ὅτι τέτοιοι τύποι ἐδημιουργοῦντο ἀενάως, κατὰ τὴν προσπάθειαν τῆς κοινότητος αὐτῆς νὰ ἐφεύρῃ παραπλανητικοὺς τύπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀδήριτον καὶ ἔμφυτον ἀνάγκην των διὰ «χαριτωμενοέπειαν» ἢ «τσαχπινοέπειαν» (εἶδος καλλιεπείας, τὸ ὁποῖον δὲν δημιουργεῖ ὀξύμωρον μὲ τὴν ἔννοιαν «καλιαρντός»). Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται εἰς τὰ καλιαρντὰ μὲ τήν, τρόπον τινά, τραγουδιστὴν ἐκφορὰν τοῦ λόγου, ὡς πεζοτράγουδου.
Κύρια παράγωγα εἶναι ἡ καλιαρντοσύνη = ἀσχήμια, κακία, προστυχιά, τὰ ρήματα καλιαρντεύω = ἀσχημονῶ (ἔργῳ ἢ λόγῳ) καὶ καλιαρντομπενάβω = βρίζω --> κακολογῶ (κύριο συνώνυμον τὸ μπενάβω ἀνθυγιεινά).
Ἐν συνθέσει ἡ λέξις παράγει διάφορα ὡραῖα κι ἐνδιαφέροντα, ὅπως τὰ μονολεκτικὰ καλιαρντόκαψα = λαγνεία, καλιαρντονίλα = δολιοφθορά, σκόπιμη ζημιὰ σὲ κάποιον, ἀπάτη κλπ, καλιαρντοαρτὶστ = κακότεχνος, καλιαρντοσκελοσάλιαγγας = κωλόγερος, καλιαρντοσάρμελος ἢ καλιαρντοσεμελιάρης (παραπέμπει ἄκοπα, ἀβάδιστα στὸ συφιλιάρης, ψωριάρης κλπ) = βρωμοψώλης, ἀσχημόπουτσος, καὶ τὶς περιφράσεις καλιαρντὰ χαλέματα = κωλόφαγα καὶ junk food (καλιαρντοχάλω τὸ ρῆμα), καλιαρντὸ μὸλ = νερό (περίπου δηλαδὴ μαλακία ὑγρό, σὲ ἀντίθεσι πχ μὲ τὰ οἰνοπνευματώδη, ποὺ εἶναι καλὰ ὑγρά), κλπ.
Ἡ γραμματικὴ καὶ ἡ σύνταξις τῆς καλιαρντῆς εἶναι ὅπως καὶ στὸν κορμὸ τῆς νεοελληνικῆς. Ἡ συνεχὴς παραγωγὴ νέων λέξεων ἐχαρακτήριζε τὴν καλιαρντὴ μέχρι τὴν ἀκμή της· γινόταν «στὸ φτερό», κυρίως μὲ τὴ σπονδυλωτὴ σύνδεσι λέξεων. Πολλὲς φορὲς κάποιες λέξεις μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνονται ἀνοικονόμητες, οἱ κίναιδοι ὅμως συνήθως τὶς βολεύουν, ἀλλάζοντας τὶς καταλήξεις, κόβοντας ἢ διπλασιάζοντας συλλαβές, ὥστε νὰ ἐναρμονίζωνται χωρὶς χασμωδίες καὶ περιττοσυλλαβίες μέσα στὸν ρέοντα λόγο. Γιὰ τὸν ἀδαῆ, συνεπῶς, ἡ καλιαρντὴ μοιάζει μὲ κινούμενη ἄμμο, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ εἶναι.
Ἐπειδὴ τὸ βιβλίο τοῦ Πετροπούλου ἐξεδόθη ἐπὶ δικτατορίας (1971, ἐκδόσεις Δίγαμμα), πολλοὶ ἐσχημάτισαν τὴν ἐντύπωσι ὅτι τὰ καλιαρντὰ ἐδημιουργήθησαν ἢ πάντως ἤκμασαν τότε, λόγῳ τῶν ἀπαγορεύσεων καὶ τῆς ἠθικολογικῆς κοινωνικῆς μουτσούνας, ποὺ εἶχε ἐπιβληθῆ (Πατρίς, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ). Κάτι τέτοιο εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβές: Διατίθεται πρὸς τεκμηρίωσιν ἡ μαρτυρία ἐμοῦ καὶ ἄλλων παλαιοτέρων, καθὼς καὶ ἡ αὐθεντικὴ καλιαρντὴ λέξις Βενιζελοδοσμένη = Κωνσταντινούπολις, ἡ ὁποία παραπέμπει στὰ γνωστὰ-ἄγνωστα γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ διχασμοῦ καὶ τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, συνεπῶς δίνει ἕνα στοιχεῖο παρουσίας τοῦ ἰδιώματος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἴσως δὲ καὶ ἕνα στοιχεῖο γιὰ τὰ ἐπικρατοῦντα φρονήματα τῆς underground κοινότητος τῶν κιναίδων τότε: Ἴσως (μόνον) αὐτοὶ νὰ παρέμειναν ἀδίχαστοι, εἰς πεῖσμα τῶν Βενιζελόμουτρων (ὅρα καὶ σχόλια ὁρισμοῦ [2007] τοῦ συσλάγκου alliotikos)... Ἐπίσης τὸ ρῆμα μπαϊρακταρίζω, τὸ ψευδογαλλικὸ οὐσιαστικὸ μπαϊρακτέρ, καθὼς καὶ τὸ ποσοστιαίως μέγα πλῆθος τουρκογενῶν λέξεων, μᾶς ὠθοῦν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ καλιαρντὴ ὑπῆρχε, ἔστω σὲ ἐμβρυϊκὴ κατάστασι, στὴν Ἀθῆνα τοῦ 19ου αἰῶνος, εἰς βίον παράλληλον μὲ τὴν κουτσαβακικήν.
Ἡ καλιαρντὴ εἶναι ἕνα ἀρκετὰ πλούσιο, πλὴν ἐλλειπὲς καὶ ἀποκλειστικῶς προφορικὸ underground γλωσσικὸ ἰδίωμα (μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι δὲν ὑπάρχει καλιαρντὴ γραμματεία), μὲ καθαρῶς ἀστικὰ (τῆς πόλεως) χαρακτηριστικά. Ποτὲ δὲν ἐλειτούργησε στὴν ὕπαιθρο, ὄχι φυσικὰ διότι ἐκεῖ δὲν εἶχε κιναίδους, ἀλλὰ διότι ὁ κίναιδος τῆς ὑπαίθρου δὲν εἶχε γενικῶς τὰ μέσα νὰ θεωρητικοποιήσῃ τὸ πάθος του καί, τέλος πάντων, νὰ τὸ ἰδῇ μὲ (ψευδο;)αὐταρέσκειαν· δὲν βοηθοῦσε καὶ ὁ βαθμὸς ἀραιώσεως, γιὰ τὴν εὐδοκίμησι ἰδιώματος. Δοθέντος ὅτι ὑπάρχουν λέξεις ποὺ λοιδωροῦν τοὺς ἐπαρχιῶτες κιναίδους, πχ βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη, ὑψομετροῦ, θεωρῶ ὅτι ἂν εἴχαν εὐδοκιμήσει καλιαρντὰ στὴν ὕπαιθρο, τὸτε θὰ εἶχαν λοιδωρηθῆ ὑπὸ τῶν κιναίδων τῆς (συμ)πρωτευούσης ὡς βλαχολιάρντα ἢ κάτι ἀνάλογο, τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὸ σκέλος τῆς προφορᾶς. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ μὴ λοιδωρηθῇ, κραχθῇ μᾶλλον, ἀπὸ τοὺς κιναίδους τῶν ἀστικῶν κέντρων, μὲ τὴν ξενομανία των καὶ τὴν ἀπέχθεια πρὸς ὁ,τιδήποτε «paysan», ὁ κίναιδος μὲ Λαρισσαϊκὸ ἢ Ἀνωγεινὸ accent, ἐφ' ὅσον ἐκράζετο πχ ἡ λεγομένη Λαρισσινὴ μερακλοπουτάνα, γιὰ πολὺ λιγότερο χτυπητὰ χαρακτηριστικά, ἀπ' ὅτι τὰ καλιαρντὰ μὲ Λαρισσαϊκὴ (ἢ ὅ,τι ἄλλο) προφορὰ καὶ προσῳδία.
Ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ἡ καλιαρντὴ γεννήθηκε σιγὰ-σιγά, μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτευούσης στὴν Ἀθῆνα καὶ τὴ μεγέθυνσι τῆς πόλεως. Στὴν ἐποχὴ τῶν κουτσαβάκηδων καὶ τοῦ Μπαϊρακτάρη ἄνθισε περισσότερο, προφανῶς γιὰ προστασία τοῦ «ἀπορρήτου τῶν ἐπικοινωνιῶν» στοὺς δημοσίους χώρους, πχ Ζάππειο, πλατεία Ψυρρῆ κλπ, ὅπου συνέρρεαν ὅλοι γιὰ «καλντερίμι τῆς χαρᾶς» (ψωνιστῆρι). Ἡ ἐξέλιξις τῆς καλιαρντῆς καὶ ἡ ἀπαρτίωσις τῆς κιναιδοκοινότητος εἰς κάσταν εἶναι ὄψεις τοῦ ἰδίου κοινωνικοῦ φαινομένου. Ἐνόσῳ ὑπῆρχαν λόγοι δημιουργίας κάστας, τὸ ἰδίωμα ἐξειλίσσετο, καὶ ἐπέτεινε τὴν περιχαράκωσι· ἡ ζωντάνια τοῦ φαινομένου ἔκανε ὥστε νὰ δημιουργοῦνται νέες λέξεις. Μετὰ τὴ μεταπολίτευσι τὸ ἰδίωμα σβήνει μὲ ταχὺν ρυθμόν, διότι δὲν ὑπάρχει πλέον λόγος γλωσσικοῦ ἀφορισμοῦ καὶ αὐτοπροστασίας τῶν κιναίδων. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἀφοῦ πλέον οἱ straight ἔχουν ἀρχίσει νὰ αἰσθάνωνται ἀπειλουμένη μειονότης.
Τὰ καλιαρντὰ ἔχουν ἰδιάζουσα προφορά, ὀρθοφωνία καὶ ὗφος. Ὁ λόγος εἶναι ἡδυσμένος καὶ ἐπιτηδευμένος, συνοδεύεται δὲ ἀπὸ διάφορες γυναικωτὲς κινήσεις, στάσεις, πόζες καὶ τζιλβέδες, ὅλα ὅμως αὐτὰ σχετίζονται μὲ τὴν ἰδιαιτέρα κουλτοῦρα τοῦ κιναίδου. Ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις: Ὁ πουστόμαγκας δὲν ἀκκίζεται. Πετάει τὰ καλιαρντά του στρίβοντας τὴ μουστάκα του. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ λόγου εἶναι ταχυτάτη: Ὁ ἄσχετος δὲν ἔχει καμμία τύχη. Οἱ πλεῖστοι χρῆσται εἶναι βεβαίως τόσο ἄξεστοι, ὅσο καὶ ὁ λοιπὸς ἀστικὸς μέσος ὅρος. Οἱ προχωρημένοι ἔχουν τὴν πλήρη ἐποπτεία, οἱ ἀποδέλοιποι βολεύονται μὲ καμμιὰ διακοσαριὰ λέξεις. Ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ ἡ διάκρισις λιάρντας καὶ ντούρας λιάρντας (λατινικῶν καὶ βαθέων λατινικῶν): Χωρὶς νὰ εἶναι λόγιο κομμάτι τοῦ ἰδιώματος, εἶναι πιό παραπλανητικό, πιό εὑρηματικό, πιό εὐφυές, πιό ψαγμένο. Εἶναι ἐσωτερικό.
Λογία καλιαρντὴ δὲν ὑπάρχει. Δὲν ὑπάρχει πεζογραφία καὶ ποίησις γραμμένη ἀποκλειστικῶς στὴν καλιαρντή. Ὑπάρχουν παρὰ ταῦτα τραγούδια, κυρίως παραφθορὲς τραγουδιῶν τοῦ συρμοῦ μὲ ἄλλα ἢ μερικῶς ἀλλαγμένα λόγια, τὰ ὁποῖα τραγουδοῦσαν οἱ κίναιδοι, κυρίως στὶς ταβέρνες τους (δὲν ὑπῆρχαν τότε πουστομπάρ κττ).
Μία ἀπὸ τὶς χρήσεις τῆς καλιαρντῆς εἶναι καὶ ἡ ὑποβοήθησις τῆς ἄγρας ἐπιβήτορος. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πρόκλησι τοῦ γέλωτος εἰς τὸν ἀγρευόμενον, εἴτε ἐκ τῶν λόγων τῆς προηγουμένης παραγράφου, εἴτε ἀκόμη καὶ τῆς ἀμηχανίας εἰς τὴν ὁποίαν περιέρχεται, μὴ ἀντιλαμβανόμενος τί τοῦ μπενάβει ἡ κροτάλω.
Στὴ δεκαετία τοῦ '50 ἄρχισε ἡ καλιαρντὴ νὰ γίνεται μόδα, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς λεγομένους καλλιτεχνικοὺς κύκλους. Ἐπειδὴ ὁ μικροαστὸς τείνει νὰ χώνῃ τὴ μουσοῦδα του παντοῦ, δὲν γλίτωσαν οὔτε τὰ καλιαρντά, οὔτε τὰ κουτσαβάκικα, οὔτε τὰ ρεμπέτικα, οὔτε τίποτε. Μέχρι καὶ γκομινάκια ψέλιζαν καλιαρντολεξοῦλες μὲ προκλητικοεπιδεικτικὸ τρόπο στὰ '70ζ-'80ζ, συντελεσάσης καὶ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Πετροπούλου. Ἡ καταγραφὴ σημαίνει διάσωσι, ἀλλὰ καὶ διάδοσι καὶ φθορά, καὶ παρακμή. Οὐδὲν καλὸν ἀμιγὲς κακοῦ (καὶ τοὔμπαλιν). Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008] τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.
Ἔγραφον κατὰ παραγγελίαν καὶ ἐνθάρρυνσιν Vrastaman.
Got a better definition? Add it!
Τα κομμέ είναι μια διάλεκτος παρόμοια με τα ποδανά σε ό,τι αφορά τη χρήση της. H ίδια η λέξη είναι η κομμέ version της λέξης «κομμένα».
Και εδώ τα χρησιμοποιούμε για να μη μας πάρουν χαμπάρι, αλλά το θέμα παίζει αλλιώς εδώ. Παίρνουμε τη λέξη που θέλουμε και την κόβουμε στην πρώτη συλλαβή συνήθως, ή όπου αλλού βολεύει προς αποφυγή μπερδέματος. Άμα τα συνδυάσουμε με τα ποδανά στον προφορικό λόγο, τότε το αποτέλεσμα είναι απλά ούμπερ!
Got a better definition? Add it!
Πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες κατά την κατοχή τους από τους Τούρκους, για να μη τους καταλαβαίνουν, βάζοντας πχ το τσι μπροστά από κάθε συλλαβή μιας λέξεως (βλέπε κατωτέρω παράδειγμα). Τώρα, αντί για τσι βάζανε και διάφορα άλλα όπως πο, ρο, κο, κλπ.
— Τσιτί τσικά τσινείς; (Τι κάνεις;)
— Τσιεί τσιμαί τσιπό τσιλύ τσικά τσιλά. (Είμαι πολύ καλά.)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.
Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.
Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.
Got a better definition? Add it!
Στη φανταρίστικη αργκό, κάποιας εποχής τουλάχιστον, το ειδικό εργαλείο γραφείου για το τρύπημα των εγγράφων προκειμένου στη συνέχεια να αρχειοθετηθούν.
-Πιάσε ρε σύ τον κωλομπαρά να ταχτοποιήσω λίγο αυτά τα χαρτιά, γιατί σε λίγο θα βγούνε φίδια εδώ μέσα!
Got a better definition? Add it!