Further tags

Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.

- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση πέρασε στο λαϊκό λεξιλόγιο πριν 50 περίπου χρόνια. Πηγή της ήταν οι εισπράκτορες των αστικών λεωφορείων της εποχής.

Η τιμή των εισιτηρίων δεν ήταν ενιαία, αλλά καθοριζόταν από το μήκος της διαδρομής. Από την αφετηρία μέχρι την τάδε στάση, το εισιτήριο κόστιζε 1,30 δραχμές π.χ., μέχρι την δείνα στάση κόστιζε 1,60 δρχ, μέχρι την ταδεδείνα 2 δρχ, κ.ο.κ. Όποιος λοιπόν είχε κόψει από την αφετηρία εισιτήριο αξίας 1,60 δραχμών, έπρεπε να κατέβει μόλις το λεωφορείο έφτανε στην αντίστοιχη στάση, ή να πληρώσει την διαφορά μέχρι εκεί που ήθελε να συνεχίσει. (1)

Ο εισπράκτορας ανήγγειλε κάθε επόμενη στάση με μία μονότονη επαγγελματική φωνή, αλλά στις «τερματικές» μετά το όνομα της στάσης, η φωνή του γινόταν πιο ένρινη και αυστηρή όταν ανήγγειλε το game over των εκάστοτε εισιτηρίων, προειδοποιώντας έτσι τα ψιλολαμόγια να κατέβουν και να μην επιχειρήσουν παράβαση.

Παρ' όλο που ο εισπράκτορας ανήγγειλε σε κάθε τερματική στάση και το τέλος του δικαιώματος των εισιτηρίων της αντίστοιχης τιμής, «τέρμα τα μία και τριάντα», «τέρμα τα μία κι εξήντα», μόνον η φράση τέρμα τα δίφραγκα ευτύχησε να καθιερωθεί. Ίσως επειδή είχε μεγαλύτερο «όγκο» και στόμφο στην εκφώνηση, ή ίσως επειδή το δίφραγκο είχε αρκετή αξία και η φράση υποδήλωνε πως είχες κάνει και αρκετή υπομονή μέχρι τώρα.

Η φράση περικλείει και μια μαγκιά και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την περασμένη γενιά, με την σημασία των: Μέχρι εδώ ήταν, Τέλος, Δεν πάει άλλο, Ως εδώ και μη παρέκει (2)

Χρησιμοποιήθηκε και σε πιο λάιτ έκδοση, για να δείξει την αποφασιστικότητα κάποιου ν' αλλάξει την μέχρι τότε στάση του. (3)

Μπήκε όμως και στην πολιτική φρασεολογία δείχνοντας την «μη ανοχή» του λαού απέναντι σε κάποιο πολιτικό πρόσωπο. (4)

Τέλος κατάφερε να δείξει και το τέρμα του νήματος για κάποιον. (5)

  1. Εισπράκτορας: «Παπάγου, τέρμα τα δίφραγκα»

  2. Σαν πολλά μου τα έκανες μάγκα μου. Ως εδώ ήταν, τέρμα τα δίφραγκα.

  3. Ωωπ αγαπούλα μέχρι εδώ ήτανε, δεν ξανακαπνίζω. Τέρμα τα δίφραγκα!

  4. «Στοπ κύριε υπουργέ! Δεν μπορείτε να εμπαίζετε άλλο τους αγρότες. Τέρμα τα δίφραγκα»

  5. -Άστα ρε Γιώργη, τον χάσαμε τον Μανώλη...
    -Τί λες ρε φίλε;
    -Ναι σου λέω, τέρμα τα δίφραγκα γι' αυτόν.

(από Βασίλης-7, 18/04/09)No more two pence, my lad! (από Jonas, 21/04/09)Αλέξανδρος ο Μέγας. 336-323 π.Χ.  Χρυσός στατήρας.  (από ο αυτοκτονημενος, 22/04/09)Να και το δίφραγκο! (από Jim Blondos, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έκφραση υστερίας και απόγνωσης, ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ νέων, φοιτητών, υποψήφιων διδακτόρων, ελευθέρων επαγγελματιών και νιόπαντρων.

Ξεπροβάλλει αυθόρμητα στα χείλη μετά από στιγμές έντονης πίεσης και απογοήτευσης, όταν έχει γαμηθεί η κατάσταση, η γυναίκα σου (με άλλον), η δουλειά σου και γενικώς τα πάντα. Έτσι το μόνο που δεν έχει γαμηθεί είναι το τίποτα, συνεπώς δια της άτοπου, γαμιούνται τα πάντα.

Σημαντικό είναι ότι τα πάντα δεν γαμιούνται πάντα, αλλά ορισμένες μόνο φορές, εξ ου και η έκφραση: «Είναι φορές που γαμιούνται τα πάντα».

  1. Έκφραση θαυμασμού μετά από παρατήρηση ωρών εκπαιδευτικής τηλεόρασης για την αναπαραγωγή των ασπρόμαυρών αιλουροπόδων άρκτων (οικογένεια Ursidae, γένος Ailuropoda, είδος Melanoleuca).
  1. -Τι λέει ρε Αλέκο;
    - Άσε ρε φίλε... Η γυναίκα με παράτησε, το φορτίο ακόμα να εκτελωνιστεί, δεν έχω φράγκο και η Ηρακλάρα χάνει στην έδρα μας από τον Κιλκισιακό! Άσε σου λέω, γαμιούνται τα πάντα.

  2. (Στο ζωολογικό κήπο):
    Γιαννάκης: Μαμά, μαμά!
    Μαμά: Τι 'ναι παιδί μου;
    Γ.: Κοίτα;
    Μ.: Πού;
    Γ.: Να εκεί! Γαμιούνται τα πάντα!»

(από Khan, 03/02/10)Η αισιόδοξη σκέψη της ημέρας: Αν όλα τα προηγούμενα χρόνια "γαμιούνταν τα πάντα", κάποια στιγμή θα γεννήσουν κιόλας. (από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί που κατάφεραν να γίνουν η ελίτ μιας χώρας, μιας κοινωνίας, ενός κόσμου, κυρίως επειδή υπήρξαν στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο τους μέγιστοι αλήτες, αδίστακτοι, πάτησαν επί πτωμάτων, πουλήθηκαν και πούλησαν, με θράσος, αυθάδεια και παντελή έλλειψη ηθικώνε φραγμώνε. Και μετά το παίζουν και εκλεπτυσμένοι, κουλτουριάρηδες λάτρεις της τέχνης και του πολιτισμού, και φιλάνθρωποι. Βρε ουστ!

Βλ. και ελίτ της αλήτ, ελίτης.

  1. ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗ ΔΡΑΧΜΗ Θ’ ΑΠΑΛΛΑΓΟΥΜΕ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΗΤ. (Εδώ).

  2. Η Αλήτ που κατευθύνει Media. Τα πρόσωπα του συστήματος. ΟΙ ΚΟΥΡΑΔΟΜΗΧΑΝΕΣ ΤΗΣ “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ”. 7 ΦΑΜΙΛΙΕΣ “ΝΤΑΒΑΔΕΣ”. (Εδώ)

  3. Η Ελλάδα δεν χάνεται, η «αλήτ» που την κυβερνά καταρρέει…Ο «Τιτανικός» της «αλήτ». (Εδώ).

(από Khan, 25/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τεφλόν, τεφλών

Αυτός που καταφέρνει να βγαίνει αλώβητος από δυσκολίες και κρίσεις. Που πάνω του δεν κολλάει λάθος ή παρανομία, όπως τίποτα δεν κολλάει πάνω στο υλικό τεφλόν.
Κλασική, παλιούτσικη μεταφορά. Λέγεται πολύ συχνά (διεθνώς) για πολιτικούς.

Teflon is a nickname given to persons, particularly in politics, to whom criticism does not seem to stick. The term comes from Teflon, the brand name by DuPont of a "non-stick" chemical used on cookware. wikipedia

Τεφλόν, νέο ποιητικό σκεύοςείναι και περιοδικό για την ποίηση
Σημείωση: Γινεται και λογοπαίγνιο "η ώρα των τεφλών" (5ο παράδειγμα).

  1. Με… το «τεφλόν», το χημικό αδρανές που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες είναι ολισθηρό και άκαυστο, παρομοιάζει το περιοδικό «Time» για τον Αλέξη Τσίπρα σχολιάζοντας την απόφασή του να παραιτηθεί. (εδώ)
    TIME: Teflon Tsipras
  2. Σύνμτροφε εγώ ειμαι τεφλόν δεν κολλάει η λάσπη από τα νεοφιλελέυθερα φυντάνια της πουά αντίδρασης!

  3. Όλα τα «παρατσούκλια» των ηγετών: Σέξι ο Αλέξης, τεφλόν ο Ρούτε της Ολλανδίας, μανούλα η Μέρκελ (εδώ)

  4. Η κουράδα τεφλόν: Κουράδα τόσο καθαρή που δε χρειάζεσαι καν χαρτί για να σκουπιστείς.(slang.gr)

  5. Ήρθε η ώρα των... "τεφλών"! Έτσι, οι Τεφλόν ενώνουν τις δυνάμεις τους και παρουσιάζουν απόψε υλικό κυρίως από... http://fb.me/2BYo8O5VS (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δεύτερη έκδοση του διάσημου βιβλίου «Να ζεις, να αγαπάς, να μαθαίνεις» του Μπουσκάλια, αποκλειστικά για άντρες.

Κυκλοφορεί και το «Να ζεις, να γαμάς και να φεύγεις»

Το «Να ζεις, να γαμάς, να πεθαίνεις» το έγραψε ο ξάδερφος του Μπουσκάλια, ο Πουτσοσκάμπιλα.

- Έχω αλλάξει τώρα τελευταία.
- Ναι, ωραία μπράβο.
- Όχι, αλήθεια. Διαβάζω ένα βιβλίο τώρα τελευταία.
- Ποιο βιβλίο δηλαδή;
- Το Να ζεις, να αγαπάς, να μαθαίνεις.
- Άαααα, άντε πάλι αυτή η αρχιδιά. - Τι είναι αυτά που λες. Το βιβλίο είναι τέλειο
- Άντε μωρέ. Μας τα χετε κάνει τούμπανο. Το διαβάζει η κάθε κομπλεξικιά και υστερικιά και νομίζει ότι άλλαξε η ζωή της.
- Τι είναι αυτά που λες. Εσύ δεν πιστεύεις τίποτα.
- Πως δεν πιστεύω. Να ζεις, να γαμάς, να πεθαίνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλλιόπη = 9η μούσα (κυρ)
Καλλιόπη = ο απόπατος (μετ)

Κατά τον Ησίοδο, η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και η ευγενέστερη των 9 μουσών, προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής.

Σήμερα είθισται να λέμε Καλλιόπη την τουαλέτα. Η συνήθεια έρχεται από τότε που η πλατεία Ομονοίας στολιζόταν από τα αγάλματα των μουσών. Η τουαλέτα στην πλατεία Ομονοίας ήταν πίσω από την Καλλιόπη, εξού και όποιος ρώταγε πού ήταν η τουαλέτα τον στέλναν στην Καλλιόπη.

Η μεταφορά, για αδιευκρίνιστους λόγους, είθισται να συναντάται σε στρατόπεδα.

Πώπω ρε φίλε, δεν ξέρω τι να προτιμήσω, το πλοίο της αγάπης ή την Καλλιόπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική επωδός σε μικρές αγγελίες στη στήλη «απωλεσθέντα»των εφημερίδων, μέχρι και τη δεκαετία του εξήντα, που σήμαινε, ότι υπάρχει αμοιβή γι' αυτόν που βρήκε το χαμένο αντικείμενο.
Τη χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά και σε λογοπαίγνια ή χαριτολογίες, όπως στο δεύτερο παράδειγμα.

«Απωλέσθη χαρτοφύλαξ, χρώματος μαύρου, περιέχων έγγραφα, άνευ αξίας δια τον ευρώντα, αλλά χρήσιμα διά τον ιδιοκτήτην του.
Ο ευρών αμειφθήσεται. Τηλ:.......»

Πραγματικό περιστατικό σε νησί των Κυκλάδων, καλοκαίρι, τη δεκαετία του '70.
Η παρέα έχει μαζευτεί στην αφετηρία του λεωφορείου και περιμένει τη Μαρία, η οποία, σημειωτέον, έχει προσκολληθεί στην παρέα και ως σόσιαλ μύδι δεν χαίρει ιδιαιτέρας εκτιμήσεως. Γίνονται διάφορα σχόλια του τύπου: «απωλέσθη Μαρία, ο ευρών αμειφθήσεται», οπότε παρεμβαίνει ο ατακαδόρος της παρέας: «ο ευρών, ας την κρατήσει και αμειφθήσεται», γιά ν' ακολουθήσει ο άλλος ατακαδόρος: «ο ευρών, αν την κρατήσει, να με φτύσετε!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified