[i]Ετυμολογία[/i]

Από το καρέκλα + την παραγωγική κατάληξη -ιά, κατά το γροθιά, μαχαιριά κλπ. (στο μεταίχμιο, ίσως, μεταξύ «κανονικής» και σλανγκέ εκδοχής της κατάληξης -ιά).

[i]Η Καρεκλιά ως Νόημα Εχθροπραξίας στο Πλαίσιο Τσαμπουκάδων[/i]

Αξίζει νομίζω ξεχωριστής αναφοράς καθώς είναι εμβληματικό και νοηματικώς έντονα φορτισμένο χτύπημα, που προσδίδει ξεχωριστό χρώμα στον αυθεντικό και αυθόρμητο τσαμπουκά όχι μόνο λόγω της σφοδρότητάς του, αλλά και του ότι δίνει περιθώρια συμμετοχής στον παθητικό θεατή, επεκτείνοντας τη σύρραξη κατά ομόκεντρους κύκλους.

Οι καρεκλιές είναι ορόσημο για τη διάκριση ανάμεσα σε βρωμόξυλο και ταβερνόξυλο - ο τσαμπουκάς ακόμα και σε ταβέρνα χωρίς καρεκλιές δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ταβερνόξυλο, αφού το τελευταίο εμπλέκει μεγάλο μέρος της πελατείας του καταστήματος και προκαλεί χάος, ακριβώς μέσω της χρήσης καρεκλών.

Να σημειωθεί, λοιπόν, αρχικά ότι ο κύριος όγκος καρεκλιών δε φέυγει από τους πρώτους εμπλεκομένους στον καυγά, καθώς αυτοί κατά κανόνα και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εναρκτήρια σπρωξιά (αμπωχτέ στη δυτική Κρήτη) ή μπουκετίδι αναλώνονται σε λαβές. Η καρεκλιά είναι το κύριο πλήγμα που καταφέρνουν οι ας πούμε εφεδρείες, οι δυνάμεις που ρίχνονται τρίτες στη μάχη, μετά τους πρώτους εμπλεκομένους και εκείνους που κατά κανόνα επιχειρούν να αποσοβήσουν και καλά τον καβγά χωρίζοντας τους πρώτους εμπλεκομένους.

Ως πλήγμα, λοιπόν, η καρεκλιά είναι η χρήση καρέκλας ως αγχέμαχου όπλου σε εκ του συστάδην συρράξεις. Σπανιότερα, και σε περιπτώσεις μαζικού ξύλου μεγάλης διάρκειας, η καρεκλιά μπορεί να αφορά και στη χρήση καρέκλας ως βλήματος - από απόσταση. Η καρέκλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αμυντήριο όπλο και αυτοσχέδια ασπίδα, αλλά αυτό από μόνο του δε θα πρέπει μάλλον να λέγεται καρεκλιά, εκτός και αν θέλει κανείς να φουσκώσει το επίπεδο ενός καυγά – αν θέλει να πει, δηλαδή, ντε και καλά ότι βρέθηκε σε φάση που «παίξανε», «ρίξανε», ή «πέσανε» ή «φύγανε καρεκλιές».

[i]Η Καρεκλιά από τη Σκόπια του Δρώντας Υποκειμένου ως Διαλεκτική Δραστηριότητα και Πλήγμα[/i]

Ως δραστηριότητα η καρεκλιά αφορά σε μιαν αλληλουχία γεγονότων, μια ροή δράσης μάλλον παρά κάτι το ακαριαίο, και ενέχει ορισμένες τυπικές φάσεις. Καθεμιά απ' αυτές ολοκληρώνεται με μια κρίσιμη απόφαση από πλευράς του δρώντος υποκειμένου (ένα σημείο “χωρίς επιστροφή”) και εκπέμπει τα αντίστοιχα διακριτά σημεία προς τους λοιπούς εμπλεκομένους.

α) Ο δρων αντιλαμβάνεται την έναρξη του τσαμπουκά σε μέση απόσταση. Σηκώνεται από την καρέκλα και με μέτωπο στη σύρραξη μεταβαίνει από πίσω της, κρατώντας σφιχτά την πλάτη της με το αριστερό χέρι. Εξασφαλίζει έτσι ότι την έχει διαθέσιμη αλλά και μια σχετική κάλυψη στο κάτω μέρος του σώματος, ενώ δυνητικά μπορεί να τη χρησιμοποιήσει αμυντικά ως ασπίδα για το θώρακα ή ακόμα και το πρόσωπο.

β) Ο δρων παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και αποφασίζει να εμπλακεί. Σηκώνει την καρέκλα κρατώντας την και με τα δύο χέρια από την πλάτη, περίπου το μέσο της, την αναποδογυρίζει και τη ζυγιάζει. Από δω και πέρα είναι προφανές ότι έχει εμπλακεί...

γ) ... και άρα αυξάνονται οι πιθανότητες αν δεν επιτεθεί πρώτος να δεχθεί επίθεση. Στην τελευταία περίπτωση η σηκωμένη και αναποδογυρισμένη καρέκλα και δη τα πόδια της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο απώθησης. Αν αυτό γίνει επιτυχημένα και ο δρων συνεχίσει να κρατά και να κραδαίνει ενδεχομένως την καρέκλα, ενδέχεται να τη χρησιμοποιήσει επιθετικά με την ορμή και το μένος που έχει σωρεύσει. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να επιχειρήσει είτε....

δ1) έφοδο, με τα πόδια της καρέκλας ως ωθητικό μέσο - ειδικά αν πρόκειται για σκαμπό. Με την έφοδο, ο δρων [στο εξής, ο πλήττων] καταφέρνει έτσι ένα πρώτο χτύπημα στο άτομο της αντίπαλης παράταξης [στο εξής, ο πληττόμενος], ώστε μετά να μπορέσει από πλεονεκτική θέση να επιχειρήσει είτε το δ2, είτε άλλα χτυπήματα. Να σημειωθεί παρενθετικά από δίπλευρη έφοδο έχουν προκύψει και περιπτώσεις καρεκλομαχίας, όπου οι αντίπαλοι κραδαίνουν και χτυπούν ο ένας την καρέκλα του άλλου, ένα μάλλον γελοίο θέαμα.

δ2) πλήγμα με την καρέκλα ως ρόπαλο, η κυρίως καρεκλιά.

Το πλήγμα μπορεί να έχει σα στόχο τα πλευρά, λόγω όμως του βάρους της καρέκλας, της παρεμβολής των χεριών του πληττομένου και άλλων χαοτικών παραγόντων κατά κανόνα καταλήγει είτε στα χέρια, είτε πιο χαμηλά, στους μηρούς.

Το πλήγμα, ωστόσο, μπορεί να έχει ως στόχο και το κεφάλι, ιδίως αν ο πληττόμενος έχει βρεθεί σε δυσχερή για τον ίδιο κυπτή θέση . Το μεγαλοπρεπές σήκωμα της καρέκλας σε αυτήν την περίπτωση από πλευράς του πλήττοντος, ακόμη και πάνω από το ύψος της κεφαλής του, μπορεί να συνοδεύεται από έντονη εσωτερική διερώτηση: “αν του την κατεβάσω [την καρέκλα], θα του συνθλίψω το κρανίο. Τι να κάνω;”. Σε αυτήν την περίπτωση, ο πλήττων είτε προτιμά να προσβάλει τον αντίπαλο με ηπιότερο πλαγιοκοπικό χτύπημα ή χτύπημα στη ράχη (αρκούντως ζόρικο και αυτό), είτε να αφήσει την καρέκλα κάτω και να τον πλακώσει με άλλο τρόπο, είτε να προβεί στο συντριπτικό αυτό χτύπημα...

...με πολύ οδυνηρές συνέπειες για όλους.

Τέλος, στο χάος πάντα προσθέτει το γεγονός ότι κανείς αφού έριξε καρεκλιά δεν τοποθέτησε την καρέκλα με τάξη στο πάτωμα, αλλά κατά κανόνα αυτή εκσφενδονίζεται από δω κι από κει, επιτείνοντας το χάος, την «αρμάτω ταραχή», και τον κονιορτό σε περιπτώσεις καυγάδων στο ύπαιθρο (πανηγύρια, ψαροταβέρνες, μπητς μπαρ).

[i]Εικονοπλασίες, «Μύθοι» κ.α.[/i]

Να επισημανθεί εδώ ότι η απειλή «θα στη φέρω κολάρο» και η σχετική εικονοπλασία, με προέλευση κυρίως τα γουέστερν και λούκυ λουκ, είναι μάλλον φυσικώς αδύνατο να πραγματοποιηθεί, ειδικά με τις πατροπαράδοτες πλεχτές ψάθινες καρέκλες – θα μπορούσε ίσως κάποιος να το φανταστεί με σάπιες κακής ποιότητας καρέκλες βιέννης με τη μελαμίνα στο κάθισμα.

Να σημειωθεί επίσης ότι σε παραδοσιακά «ελληνικά» πλαίσια και κυρίως καφενεία, στα οποία ο πελάτης χρησιμοποιούσε πληθώρα καθισμάτων για άνεση ή που καθόταν ανάποδα, με την πλάτη της καρέκλας στο στέρνο του και ανοιχτά τα πόδια, πολλές φορές ο τσαμπουκαλεμένος δήλωνε την πρόθεση του να εμπλακεί σε καβγά «πετώντας πέρα» ένα από αυτά - κάτι που τείνει να εκλείψει μαζί με τους παραδοσιακούς αυτούς αρρενωπούς τρόπους καθίσματος.

[i]Επίλογος[/i]

Όλα τα παραπάνω είναι σχηματικά και ιδεοτυπικά, κάθε σύρραξη άλλωστε ενέχει τόσο το στοιχείο του μένους του πολέμου, του ορθολογικού υπολογισμού και της τύχης σύμφωνα και με την wunderliche Dreifaltigkeit του Κλαούζεβιτς, και αυτά επικαθορίζουν τα επιμέρους της αντιπαράθεσης.

Παραθέτω το γνωστό τραγούδι του Λάκη Παπαδόπουλου, το οποίο περιγράφει περιστατικό κατά το οποίο ενεπλάκη μόνος του σε καυγά με καρεκλιές, το εξαιρετικό της οποίας προσθέτει στον τραγικό ηρωισμό της μοναχικής πράξης του και την καθιστά αξιομνημόνευτη.

Στίχοι: Λάκης Παπαδόπουλος
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου ανάψαν τα λαμπάκια
Γιατί εσύ κι ο φίλος μου
Τα κάνατε πλακάκια

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου αλλάξαν τα κλαπέτα
Γιατί σας είδαν στο χοτέλ
Κάτω από καρώ κουβέρτα

Έγινα για σένα τούρκος
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές (δις)

Ώωωπα... Τούρκος... Οζάλ... Ναι!

Τούρκο με ξεφώνισες
Εγώ δεν είχα να πληρώσω το νοίκι
Κι εσύ ώρες ατέλειωτες
Τηλεφωνούσες στη Θεσσαλονίκη

Τούρκο με ξεφώνισες
Εσύ 'σαι μία άκαρδη γυναίκα
Γιατί μας άφησες τους δυο
Κι αλλάζω πάνες στη μπεμπέκα
Μπεμπέκα

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές

Έλα... Οζάλ... Αλή Πασάς... στα Γιάννενα... Ζήτω η εικοσιπέντε Μαρτίου

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές
Καρεκλιές
Κουτουλιές
Και μπουνιές

Ρε... 'Ντάξει ρε μη βαράς ρε! Παρ' τη δική σου. Στη χαρίζω!

Έγινα για σένα Τούρκος - Λάκης Παπαδόπουλος, 1991 (από poniroskylo, 27/07/09)ε μα πια... (από BuBis, 03/09/09)Φιλικός αγώνας (από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω της ασαφούς, διττής σημασίας της, η μονοσύλλαβη αυτή λέξη αποβαίνει σε κρας τεστ που προδίδει την αλλοδαπή προέλευση υποψηφίων μπαργούμαν, ενώ η ορθή χρήση της αποτελεί την κορωνίδα της σωστής εκμάθησης των Ελληνικών από έναν αλλοδαπό.

Επί της ουσίας, προέρχεται από το αρχαίο επιφώνημα [βá] (μπά; το ξέρατε;) και δηλώνει έκπληξη, απορία.

Ωστόσο, κι εδώ το παιχνίδι σκληραίνει, το λήμμα χρησιμοποιείται ειρωνικά και ως αποφατικό μόριο.

Για να μη προσθέσω και μια τρίτη σημασία, όπου το λήμμα δεν σημαίνει τίποτε και απλά μπορεί να παραλειφθεί.

  1. (ως επιφώνημα απορίας)
    - Ρε μαλ, ο Λιακό έβγαλε νέο βιβλίο, «Τα μυστικά όπλα των Ανουνάκι», του Σάιμον Πούστερμαν
    - Μπα; Μία εκπομπή έχασα κι ανέβασε καινούριο πακέτο;

  2. (ως αποφατικό μόριο)
    - Απόψε γαμάμε, έρχεσαι;
    - Τί παίζει ρε μαλακομπούκωμα; - Θα βγω μπλάιντ με δυο τύπισσες που έβγαλα χθες στο savourogamis.gr
    - Kαι το όνομα αυτών;
    - Δέσπω και Χάιδω
    - Μπα, δώσε άκυρο. Μπαζοκατάσταση μου μυρίζει.

  3. (ως τίποτε)
    - Μπα που να σου τζάσει το παγκλό και να σουροματίσεις γούρλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Από το αγγλικό after hour έχει περάσει η έκφραση στη νύχτα: Υπάρχουν τα «άφτερ πάρτι», που ήταν της μοδός στα 90's. Η «άφτερ κατάσταση- φάση», δηλαδή αυτό που θα κάνουμε μετά από αυτό που κάνουμε τώρα. Το άφτερ ως συνώνυμο του μεταμεσονύκτιου.»

Πηγή: Ιρονίκ .

- Πάμε για ένα άφτερ πάρτι κατά την μία;
- Οκ, θα φέρω και την Βίβιαν.
- Ποια είναι η Βίβιαν;
- Η άφτερ της Μαριλούς.

βλ. σχόλιο στον άλλο ορισμό του άφτερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. ταχτοποιώ, οργανώνω, κττ
  2. γαμάω
  3. σκοτώνω
  4. στην προστακτική: απειλώ (χαριτολογώντας ή στα σοβαρά)
  1. α. Τα κανόνισα όλα μια χαρά. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.
    β. Κανονίστε να βρεθούμε κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά...

  2. Έμαθα την κανόνισες χθες την Σούλα, ε; Για πε, για πε...

  3. Τι κάνει ρε συ ο Μπάμπης, αυτό το λαμόγιο; Ζει ακόμα ή τον κανόνισε κανείς;

  4. Καλά, κανόνισε να της τα πεις όλα και θα γίνει μαδομούνι εδώ μέσα, μόνο αυτό σου λέω...

για το 2 βλ. και σουλουπώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και ένα μαγειρικό σκεύος, αλλά έτσι λέμε συχνά τον νταβατζή στην κυριολεκτική και μεταφορική έννοια.

Η Παγκόσμια Τράπεζα συχνά λειτουργεί ως νταβάς των αναπτυσσόμενων χωρών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστροπός. Τουρκική λέξη για τον «δικηγόρο». Μεταφορικά, όποιος εμφανίζεται ως προστάτης ενός χώρου με το αζημίωτο.

Οι ΗΠΑ έχουν εξελιχθεί σε νταβατζή του πλανήτη.

Έχουν γίνει νταβατζήδες του συνδικαλιστικού κινήματος.

(από vikar, 02/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουζούκι είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο, με ρίζες από την Αρχαία Ελλάδα (θεωρείται απόγονος της πανδούρας –πληροφορίες εδώ) και πολλά ερεθίσματα από την ανατολή (κυρίως από την περίοδο της τουρκοκρατίας). Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι το συγκεκριμένο λήμμα δεν αναφέρεται στο όργανο αυτό στον πληθυντικό αριθμό.

Κι αυτό γιατί, η λέξη αυτή ζει ανάμεσά μας για να περιγράψει λιτά, λακωνικά και εύστοχα τα νυχτερινά κέντρα στα οποία –και όσον αφορά τα μουσικά όργανα– κύριος πρωταγωνιστής είναι το μπουζούκι.

Κάθε κλασσικός Ελληναράς (καθώς και e-λληνάρας ή e-λληναράς τολμώ να πω, εφόσον κάποια πράγματα είναι αναλλοίωτα στο πέρασμα των ετών), που σέβεται τον εαυτό του, επισκέπτεται αυτού του είδους μουσικές στέγες προκειμένου, αφενός να διασκεδάσει (όχι τόσο με τα μουσικά ακούσματα, όσο με το τρίπτυχο ποτό-γυναίκες-χαβαλές) και αφεδύο για να πουλήσει μούρη στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του.

Από την λέξη αυτή προκύπτουν αρκετοί παράγωγοι slang όροι, όπως οι παρακάτω ήδη υπάρχοντες ορισμοί: μπουζουκλερί, μπουζουκοδάνειο, μπουζουκομάγαζα, μπουζουκομούνι κ.ά.

Σε καμία περίπτωση ο παραπάνω ορισμός δεν υποτιμά το μπουζούκι ως όργανο. Είναι δεδομένο ότι είναι ένα από τα πλέον εκφραστικά όργανα και μία κύρια πηγή έμπνευσης και ψυχισμού των Ελλήνων. Είδη όπως το γνήσιο λαϊκό και το ρεμπέτικο (που χρησιμοποιείται κυρίως αυτό το όργανο) είναι κάτι παραπάνω από αξιοσέβαστα για όλους μας.

Επίσης, όπως τόνισα και παραπάνω, το μπουζούκι είναι ναι μεν το πρώτο από τα όργανα σε τέτοιου είδους κέντρα, αλλά σε καμία περίπτωση ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Γιατί πολύ απλά, βασικός πρωταγωνιστής ή πρωταγωνίστρια για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είναι η τουλάχιστον μία αοιδός (τις περισσότερες φορές και πολλές περισσότερες) που έχουν από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα. Οι συγκεκριμένες αποτελούν πόλο έλξης για μεγάλο αριθμό των ανδρών παρευρισκομένων σε τέτοια κέντρα. (Βλέπε φώτος).

  1. Από συνεργάτες του υπουργού επισημαίνεται ότι τα σχετικά δημοσιεύματα και η διάδοση της πληροφορίας για την παρουσία του στα μπουζούκια προέρχονται από οργανωμένη προβοκάτσια, που ως στόχο έχει να βλάψει την πολιτική εικόνα του υπουργού, ιδιαίτερα τώρα που το υπουργείο του βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. (εδώ)

  2. Τα μαγαζιά που φιλοξενούν “τα μπουζούκια” έχουν γίνει για να “τα οικονομίσουν χοντρά” κάποιοι, μαγαζάτορες της νύχτας ή “καλλιτέχνες” και όχι για να διασκεδάσουν τον κόσμο με την προσφορά πραγματικά λαϊκής μουσικής. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος πασπαρτού, οτιδήποτε έχει να κάνει με το εκλεκτότερο είδος ποιοτικής ελληνικής μουσικής των τελευταίων δεκαετιών.

Κλασσικότατο και κακώς έλειπε!

  1. Εντάξει καλός ο Κότσιρας, βάλε τώρα κάνα σκύλο να στανιάρουμε!

  2. - Πώπω δες το το παιδί στο τραπέζι πως το σείει!
    - Προσοχή, ο σκύλος δαγκάνει!

  3. - Ρε συ, πήγαμε στις Φακές* τις προάλλες και ο Βασίλης έκανε την τραγουδιάρα να βήχει γαρύφαλλα!
    - Ε καλά, αφού είναι φοβερός σκύλος!

* Club «Faces»

  1. Λίγο σκύλος το μαγαζί, αλλά δεν ήταν και πωσελενετζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τζόγος, το τυχερό παίγνιο. Εκ του τουρκικού kumar που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Βέβαια το κουμάρι δεν παραπέμπει σε avantgarde καταστάσεις ενός ναού στο Μονακό, ούτε καν σε Πάρνηθα, και ταιριάζει σε άτομα low level, παρακάτω και από έναν απλώς άξεστο τζογαδόρο. Το κουμάρι είναι πιο underground και παρακμή. (Έχω μια μανία με την παρακμή...). Οι διαφορές πολλές:

1. Ο χώρος:
Ο κουμαρτζής δεν πάει κατά κανόνα στο καζίνο, ούτε θα τον συναντήσουμε σε καρέ που παίζονται στα λεγόμενα «καλά σπίτια» με τα μεγάλα σαλόνια, προτιμάει τις παράνομες λέσχες ή τα καφενεία χωριών ξεχασμένων από το θεό και την κοινωνία.

2. Τα παιχνίδια:
Ο κουμαρτζής δεν παίζει με πανάκριβη πλαστικοποιημένη τράπουλα, και κοκάλινες μάρκες σε καινούργια τσόχα, θα παίξει με τη λιγδιασμένη απο απλό χαρτόνι, και πάντα με μετρητά πάνω σε τσόχα μαύρη από τη λέρα και με άφθονες τσιγαριές. Δεν παίζει blackjack, αλλά στούκι, δεν παίζει στα crap tables του καζίνο, αλλά μπαρμπούτι πάνω σε κουβέρτα (βρώμικη) ή τραπέζι του μπιλιάρδου. Δεν παίζει Texas Hold'em, αλλά χαρακίρι, ασανσέρ, κούκο (μονό ή διπλό), νεκροταφείο, το κρυφό μπαλαντέρ, η ψωλή του βασιλέως κ.α. Δεν παίζει καν «πάμε στοίχημα», εννοείται πως έχει δικό του μπούκη (bookmaker) και παίζει παράνομο στοίχημα.

Τέλος, η λέξη κουμάρι δίνει μια ικανοποίηση όταν τη χρησιμοποιούμε, γεμίζει το στόμα, έχει μια δόση μαγκιά παραπάνω.

(Στη γειτονιά):

-κα Ευανθία: Είδα τον Κωστάκη σου κυρα Φωφώ μου, να βγαίνει απ΄του γερο-Φωκά τον καφενέ νωρίς τα ξημερώματα χθες.

-κα Φωφώ: Αχ! Τι να κάνω με τον αχαΐρευτο! Τον έφαγε το κουμάρι. Ως τις τέσσερις τον περίμενα, την ώρα που γύριζε η Λίλιαν με κάποιο αγόρι.

-κα Ευανθία: Η Λίλιαν έξω στις 4 το πρωί; Θεός φυλάξοι! Κάποιο λάθος θα έκανες Φωφώ μου. (Από μέσα της: δεν κοιτάς να μαζέψεις τον κουμαρτζή το γιο σου λέω 'γω...).

-κα Φωφώ: Δίκιο έχεις Ευανθία μου, μπορεί να λάθεψα. (Από μέσα της: Δεν κοιτάς να μαζέψεις το πουτανάκι την κόρη σου που πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα και την έχουν κάνει βούκινο οι Σλάνγκοι Δράκοι σε όλο το internet...).

He-Who-Can-Slang (από Vrastaman, 21/01/09)Ο Κουμαρτζής (Χ. Πιπεράκης 1939) (από HODJAS, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονορούφι. Το λέμε για ποτά, κυρίως για σφηνάκια.

(ακριβώς πριν πιει η παρέα το σφηνάκι)
- Άντε παιδιά άσπρο πάτο!

Got a better definition? Add it!

Published