Selected tags

Further tags

Σαν νεκροφόρες είναι γνωστά τα οχήματα τύπου στέισον-βάγκον (αν είστε γερμανομαθής), στέισον-γουάγκον (αν είστε αγγλομαθής) ή στέισον-βάγγων (αν γνωρίζετε πολλούς Βαγγέληδες και όλοι είναι... στέισον). Ο λόγος θρυλείται πως είναι επειδή συνήθως αυτοί που επέλεγαν να αγοράσουν τον συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου ήταν σκυθρωποί, αρρωστιάρικα λευκοί, νωθροί, με καμιά θέληση για ζωή. Αλλά επειδή η απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι εξεφτελιστικά έως και βλακωδώς δύσκολη θα συμφωνήσω με αυτούς που ισχυρίζονται ότι το σχήμα είναι που μετράει.

Με τα πολλά μέτρα μήκους αυτών των αυτοκινήτων, που χωράνε άνετα έναν ξαπλωμένο άνθρωπο που κοιμάται και μένει και χώρος για δύο θεσούλες μπροστά, το ιδιόρρυθμο σχήμα τους και γενικά την ομοιότητά τους με τις «κανονικές» νεκροφόρες έχουν κερδίσει επάξια αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το πολύ γέλιο έρχεται όταν αποκαλείται οδηγός τέτοιου οχήματος κοράκι και το ακόμη περισσότερο όταν ο οδηγός έχει τρομερές οδηγικές ικανότητες μόνο όταν οδηγεί ποδήλατο με βοηθητικές για να δει και να μάθει ο γιόκας/ανιψάκι του και κάθε φορά που βγαίνει στο δρόμο «ψάχνει για πελάτες».

- Τάκη να περάσω να σε πάρω να πάμε για κανά μπανάκι;
- Τι, με το δικό σου θα πάμε;
- Ναι ρε, γιατί;
- Ε τι γιατί ρε, κάθε φορά που μπαίνω στη νεκροφόρα σου με πάει αίμα! Κάνω περίεργους συνειρμούς!
- Βρε αδερφάκι μου δεν τρώγεσαι πια... Κάτσε εσύ πίσω να βάλω το Μαράκι μπροστά, δέσε ζώνες, δάγκωσε την ταυτότητά σου και πάμε.
- Νεκροφόρα, πίσω θέση, μαραθώνιος ταινιών «Βλέπω το Θάνατό Σου» χτες βράδυ. Για εξομολόγηση και μετάληψη θα με στείλεις παλιοκοράκι! Τέλος πάντων, αφού θα έχεις τη νεκροφόρα να πάρουμε και τη βάρκα. Σε ποια παραλία θα πάμε;
- Στη Βουλιαγμένη λέω.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πιο δημοφιλής τύπος παπιού στο Ελλάντα. Επίσημα ονομάζεται Honda Cub. Η ιστορία του αρχίζει το 1958, ενώ στην Αθήνα έγιναν δημοφιλή στις δεκαετίες του '80 και '90. Το όνομα του προέρχεται από το ολοστρόγγυλο μπροστινό φανάρι. Άλλες ονομασίες του είναι: στρογγύλι, στρογγύλο, καμπίδι. Είναι διάσημα για τους εξής λόγους:

1) Είναι τα πιο ευκολοδήγητα. Όλοι οι μηχανόβιοι άρχισαν με ένα τέτοιο.
2) Δεν σπάνε, δεν χαλάνε.
3) Έχουν παλιό σύστημα ανάρτησης το οποίο, κατά την διάρκεια του φρεναρίσματος, σηκώνεται πάνω αντί να βυθίζεται κάτω.
4) Είναι το επίσημο μέσω μεταφοράς των κάγκουρων

Υπάρχει και μια παραλλαγή του με τετραγωνισμένα φανάρια που ονομάζεται GLX (τζι-ελ-εξ) ή Τζιελεξούμπα.

  1. - Ο Μάκης πήρε το δίπλωμα για τα 50 κυβικά και ψάχνεται για παπί. Έχεις κάτι υπ' όψιν σου;
    - Ναι ρε, ένα στρογγυλοφάναρο. Ό,τι καλύτερο.

  2. - Θυμάμαι ακόμα το πρώτο μου μηχανάκι, ένα στρογγύλο ήταν... Αυτά ήταν μηχανάκια, όχι σαν τα κινέζικα σήμερα...

Το κλασσικό μοντέλο σε κλασσικότερο γαλάζιο χρώμα. (από AN21, 05/08/09)Αυτή είναι η παραλλαγή του μοντέλου, το GLX. (από AN21, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεινός και εμπειρότατος οδηγός, οι εξαιρετικές ικανότητες του οποίου υπερβαίνουν αισθητά τον μέσο όρο. Αυτό που λέμε τιμόνι με αρχίδια.

Βαρύς χαρακτηρισμός, που συνεπάγεται αμέριστο σπεκ και ανεπιφύλακτη αναγνώριση. Ο πιλότος δεν είναι απαραίτητα ποζεράς και κάγκουρας, παρόλο που οι τελευταίοι αρέσκονται να αλληλοπροσφωνούνται έτσι. Ο πιλότος, ο σωστός τουλάχιστον, είναι περισσότερο μια ήρεμη δύναμη. Δεν επιδεικνύεται και δεν σπαταλά άσκοπα ενέργεια με παντιλίκια, σπινιαρίσματα και κοκαλώματα / γονατίσματα του εργαλείου έξω από πολυσύχναστες καφετέριες. Δεν είναι οπαδός του δόγματος «το κωλόφτιαγμα για το κωλόφτιαγμα». Οι όποιες μοντιφιές και πειράγματα που θα επιχειρήσει, είναι μελετημένες και ουσιαστικές.

Κανονικά, ο όρος αναφέρεται στους χειριστές αεροσκαφών, ιδίως μαχητικών. Από εκεί μεταφυτεύτηκε στη διάλεκτο των αυτοκινητάκηδων, αλλά και των μηχανόβιων (λιγότερο). Ως γνωστόν, το αερόπλανο παραμένει το απόλυτο μηχανοκίνητο ρησπέκ, ένας απ' τους ισχυρότερους μύθους του 20ου αιώνα. Ιπτάμενος δεν γίνεται ο κάθε τυχαίος, απαιτείται μακρόχρονη και σκληρή εκπαίδευση, που θα αναδείξει το φυσικό τάλαντο του υποψήφιου πιλότου. Το cockpit θα μείνει πάντα το άπιαστο όνειρο για πολλούς: αν ρωτήσεις τα παιδάκια του δημοτικού, τί θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, το 1 στα 2 θα σου απαντήσει πιλότος...

Πιλότοι λέγονται και οι οδηγοί στο πρωτάθλημα της Φόρμουλα 1, που έχουν να κουμαντάρουν τα μονοθέσια τέρατα των 900 ίππων, με επιδόσεις που προσεγγίζουν εκείνες των τζετ, μακράν οιουδήποτε συμβατικού τετράτροχου. Η πείρα και τα αποθέματα ψυχικής δύναμης δεν επαρκούν: ο πιλότος είναι απαραιτήτως και χεράς, κρατερός και ανθεκτικός στην κακουχία και την πίεση. Όχι ακριβώς μπιλντέρι και χτιστάκης, αλλά οπωσδήποτε γυμνασμένος και ελαστικός. Για τον Σουμάχερ και τους συν αυτώ επαγγελματίες, αλλά και για κάθε έναν επίδοξο πιλότο (έστω ερασιτέχνη), μια πολύ καλή φυσική κατάσταση είναι όρος sine qua non, εκ των ουκ άνευ...

Να σημειωθεί τέλος ότι τα σύγχρονα sport αυτοκίνητα, π.χ. Mercedes SLK, Audi TT κλπ, σχεδιάζονται κατά τρόπο τέτοιο ώστε να οξύνουν την αίσθηση «πιλοταρίσματος» του οδηγού και να αξιοποιούν τις δυνατότητές του στο έπακρο. Η καμπίνα τους, λ.χ., αποτελεί προσομοίωση mutatis mutandis της κάψουλας που φιλοξενεί τον χειριστή μαχητικών τζετ, με τη θέση του οδηγού να τοποθετείται νοητά στο κέντρο του οχήματος, στον κατά μήκος άξονα...

  1. - Tις προάλλες που βγήκαμε Εθνική με το Γιώργο τα είδα όλα κωλυόμενα. Μια νταλίκα είχε βγει στο αντίθετο ρεύμα κι ερχόταν κατά πάνω μας. Έπρεπε να δεις πόσο ψύχραιμα αντέδρασε ο Γιώργος, δεν πανικοβλήθηκε ούτε στιγμή. Είναι πιλότος ο άνθρωπας, τέλος.

  2. - Μαλάκα, έχω βρει ένα μεταχειρισμένο Χόντα S 2000 και λέω να το χτυπήσω.
    - Πρόσεξε ρε φίλε μ' αυτό το μπουρδέλο... Είναι καύλα το γκάζι του, μα είναι σκοτώστρα, ζόρικο μηχάνημα. Μην πας να το παίξεις πιλότος με τη μία, μάθε το πρώτα, πάρ' του τον αέρα...

  3. - Ο καλός ο πιλότος για μένα φαίνεται στις αλλαγές. Να ξέρει να ανοίγει σωστά το γκάζι, ώστε να γεμίσει το μοτέρ. Να σπάει με τρόπο τις ταχύτητες και λίγο πριν φτάσει στον κόφτη, να κουμπώνει όμορφα την επόμενη. Μαλακά, ίσα που να το νιώθεις, σαν να 'χεις αυτόματο κιβώτιο.

(από BuBis, 21/08/09)οδηγός μ\'αρχίδια... (από BuBis, 21/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαδίζω με την ταχύτητα του φωτός υψωμένη στη δύναμη -100. Ο διπλανός που βαδίζει, με ακολουθούσε στο προηγούμενο και θα προηγείται στο επόμενο βήμα. Έτσι όπως πάω θα φτάσω σπίτι του χρόνου.

Βέβαια, τα πάντα είναι σχετικά όπως μας επισημοποιεί ο Αλβέρτος. Έτσι λοιπόν στην αυτοκίνηση το σούπερ ντούπερ αυτοκινητάκι μου σέρνεται μπροστά σε μια μερσέντα η οποία με τη σειρά της σέρνεται μπροστά σε μία λαμποργκίνι.

Στην κομπιουτερική, ένα μηχανάκι (υπολογιστής) σέρνεται όταν το έχουμε φορτώσει με 224 προγράμματα, εκ των οποίων χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα τα 199, έχουμε γεμίσει τον δίσκο με τις 55 πιο πρόσφατες ταινίες που κατεβάσαμε από τα torrents και κάνουμε επικοινωνία με web cam. Προσπαθούμε δε να ανοίξουμε το κοίτα έξω (outlook) για να στείλουμε e-mail. Αν ανοίξει, χέσε με.

Ας πάρουμε ένα ταξί, δε βλέπεις; Σέρνομαι (χικ)

(από Stravon, 04/09/09)

Βλ. και σέρνεται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερή ψευτιά με μόνο σκοπό την παραπλάνηση του άλλου και την εξύψωση μας στα μάτια του. Δρακιές λένε συνήθως οι κάτοχοι αυτοκινήτων και μηχανών με θέμα τις επιδόσεις τους, χαρακτηριστικά κ.λπ.

  1. - ... Έτσι που λες, το πήγα από 200 άλογα στα 666 μόνο μ' ένα πρόγραμμα!
    - Κόψε τις δρακιές ρε... δε μιλάς σε άσχετο.

  2. - Μα την Παναγία! Χθες με το innova πάτησα ένα Ζ 750!
    - Παιδιά μη τον ακούτε! Όλο τέτοιες δρακιές λέει!

Βλ. και δράκος, αρκούδες, φιδέμπορας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμάξι ή μηχανάκι που έχει υποστεί κάποια after market βελτιωτική επέμβαση επί του κινητήρα του. Συχνά συγχέεται εσφαλμένα με το κωλοφτιαγμένο, παρόλο που οι δύο όροι δεν ταυτίζονται. Σκοπός του παρόντος είναι να άρει δια παντός την σχετική παρεξήγηση.

Το κωλόφτιαγμα ή κωλοφτιάξιμο αφορά, όπως έχουμε πει, μια πολύ ευρεία γκάμα επεμβάσεων: από τις καθαρά χρηστικές μετατροπές στα μηχανικά μέρη (μοτέρ, αναρτήσεις κλπ) μέχρι τις καθαρά «εικαστικές» παρεμβάσεις, τύπου φιμάτο τζάμι, μπλε φωτάκια στο καπό κλπ.

Αντιθέτως, το πείραγμα αφορά αποκλειστικά τον κινητήρα. Σε μια στρογγυλοφάναρη πάπια π.χ. μπορείς να τοποθετήσεις μεγαλύτερο πιστόνι (αύξηση κυβισμού) ή να βάλεις μεγαλύτερο καρμπυρατέρ (για αποδοτικότερες καύσεις). Το πείραγμα έχει κατά κανόνα ουσιαστικό αποτέλεσμα, δεν γίνεται για το θεαθήναι. Το εργαλείο αναβαθμίζεται και πηγαίνει πιο κομμάτια. Ωστόσο, πείραγμα από πείραγμα διαφέρει. Άλλα είναι ποιοτικά και κρατάνε μια ζωή, άλλα κρατάνε μια βδομάδα ή και λιγότερο. Αν π.χ. πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσεις μια στημένη κόντρα, υπάρχουν τρόποι πειράγματος που θα πουσάρουν το μηχάνημα στα όριά του, ίσα για τον αγώνα. Μετά πας στανταράκι για αλλαγή μοτέρ.

Συμπέρασμα: Το κωλοφτιαγμένο είναι σαφώς ευρύτερη έννοια. Ένα κωλοφτιαγμένο παίζει συνήθως να είναι και πειραγμένο, το αντίθετο όμως είναι λογικώς αδύνατο.

Οι κάγκουρες σαφώς και δεν αποστέργουν το απλό πείραγμα, ρέπουν όμως περισσότερο προς το γενικότερο κωλοφτιάξιμο, όντας αθεράπευτα ποζεράδες και φιγουρατζήδες.

Οι κάγκουρες δεν διαθέτουν την αποκλειστικότητα στις μοντιφιές. Καθ' όλα ευυπόληπτοι τυπάδες, χομπίστες και λάτρεις της αυτοκίνησης, πειράζουν το μοτέρ του αμαξιού τους, χωρίς βέβαια να το κάνουν και λατέρνα. Κυκλοφορούν λοιπόν στους δρόμους πειραγμένα εργαλεία με κάτι μοτέρ τούμπανα, που ούτε καν τους φαίνεται. Θα το καταλάβεις μόνο αν πας να μετρηθείς μαζί τους, οπότε και θα σε κεράσουν ένα ζεστό τσαγάκι... (αφού πρώτα φας τη σκόνη τους).

Υπάρχει και υπερθετικός για το πειραγμένο, αν και όχι τόσο διαδεδομένος: κωλοπειραγμένο. Με την προσθήκη του επιτατικού προθέματος κωλο-, μιλάμε πλέον για ένα υπερμηχάνημα-κόσμημα, που και τουμπανιασμένο μοτέρ διαθέτει, αλλά και εξωτερικά γαμεί μανούλες, είναι άκρως εντυπωσιακό, άγριο και «κακό»...

  1. Θρυλείται βάσιμα πως οι μοτοσυκλέτες των ζητάδων (των μπάτσων της Ομάδας Ζήτα), ιδίως εκείνα τα αειθαλή Suzuki GSX 750, είναι πειραγμένα, ενίοτε και με έξοδα των ιδίων των καυλόγκαζων αναβατών τους. Διότι ο αστικός μύθος θέλει τους σκληροτράχηλους αυτούς μηχανόβιους να προέρχονται από την ίδια πάστα με αυτούς που κυνηγούν, δλδ τους κάγκουρες και λοιπούς παραβατικούς τύπους. Δεν είναι σπάνιο να εμπλακεί ζητάς σε κόντρα, έτσι, για την καύλα του (προσωπικά είχα πετύχει ζητά να στήνει το προαναφερθέν εφταμισάρι suzuki του, με ένα Honda CBR 900, στο φαληρικό Δέλτα. Για την ιστορία, ο χοντάκιας τον πάτησε).

  2. Το πείραγμα δύναται να γίνει και ηλεκτρονικά, με την εισαγωγή του κατάλληλου προγράμματος στον εγκέφαλο του αυτοκινήτου. Αυτό συνήθως γίνεται μόνο σε εξουσιοδοτημένα συνεργεία, με κωδικούς που έρχονται απευθείας από τη μαμά εταιρεία. Π.χ. για το Mercedes SLK 200, μπορείς με ένα τέτοιο ειδικό κιτάκι, που κοστίζει μόλις 2300 ευρώπουλα, να ανεβάσεις την ιπποδύναμη από 163 σε 192 αλόγατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι να βρω μήδια στο ιντερνέτς, οπότε θα παίξει περιγραφή.

Η απόδοση του κινητήρα ενός αυτοκινήτου ή μηχανής αποδίδεται γραφικά με το διάγραμμα ροπής και ισχύος (στον κατακόρυφο άξονα) ως συνάρτηση των στροφών ανά λεπτό.

Η καμπύλη της ισχύος είναι αύξουσα και ιδανικά είναι και κυρτή, ενώ της κορύφωσης ακολουθεί μία σύντομη πτώση μέχρι τον κόφτη των στροφών. Αυτή της ροπής είναι και αυτή κυρτή, αλλά η κορύφωση έρχεται νωρίτερα και ακολουθεί η πτώση.

Όταν οι καμπύλες αυτές είναι ομαλές, αντίστοιχα ομαλή είναι και η συμπεριφορά του κινητήρα σε ό,τι έχει να κάνει με το γκάζι.
Τα τούρμπο, όμως, και τα δίχρονα παρουσιάζουν ένα έντονο σκαλοπάτι στην ροπή. Κάτω από αυτό το σκαλοπάτι σέρνονται, δεν πάνε πόντο*, που λέγαμε στη Λευκάδα, και πάνω απ' αυτό πετάνε.

Όταν δίνοντας γκάζι ο οδηγός φτάνει σε αυτό το σκαλοπάτι, λέμε ότι το τουτού ή η πάπια ή η μηχανή ρόπιασε.

Καθ' ότι βίαια η συμπεριφορά, και κυρίως στα δίτροχα, το να σου ροπιάσει το μηχανάκι στη στροφή είναι κίνδυνος θάνατος και αιτία πτώσης πιτσιρικίων, ενώ αν οδηγάς χυτά, όπως ένα τετράχρονο ή ένα ατμοσφαιρικό, βρίσκεσαι χωρίς γκάζι για να ρυθμίσεις το όχημα μέσα στη στροφή ή απλά σέρνεσαι και διαβάζεις την άννα καρένινα μέχρι να γίνει κάτι ενδιαφέρον.

Πιο κυριλέ έκφραση, που λέγεται γενικότερα όταν ένα μηχάνημα μπαίνει στο φάσμα της πιο αποδοτικής λειτουργίας του, είναι το μπήκε στην ροπή του.

Από δουπού, ευχαριστούρες σε beth.

  • Το πόντος προφέρεται με διαλυτικά στο τ και το νυ ένρινο. Βέβαια.

Τι καβλόγκαζο είναι αυτό το μηχανάκι ρε συ... Ανοίγεις τη δευτέρα στον επαρχιακό, και με το που ροπιάζει έχεις καταπιεί τρία γιωταχί και ένα λεωφορείο και άντε να στρίψεις μετά...

Βλέπε και μπέκερε-μπέκερε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πάω κάποιον καροτσάκι»: τον αναγκάζω να ακολουθήσει τον ρυθμό μου.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πρωτίστως στο οδήγημα, όταν έχεις μπροστά σου κάποιο όχημα που πάει αργά και το οποίο είναι αδύνατο να προσπεράσεις, άρα σου επιβάλλει την ταχύτητά του και είναι σα να σε σέρνει πίσω του, σα να είσαι (σ)το καροτσάκι του.

Μπορεί όμως και να είναι θετικό, δηλ. το προπορευόμενο όχημα να σε βγάλει από μια δύσκολη θέση, αν εκμεταλλευτείς το γεγονός ότι σε καλύπτει.

Πέρα από το οδήγημα, μεταφορικά σημαίνει ότι κάνω κάποιον ό,τι θέλω, τον κατευθύνω όπως εγώ νομίζω.

  1. - Αργήσατε...
    - Ε, ήταν ένας μαλάκας φορτηγατζής μπροστά μας σε όλη τη διαδρομή, δέκα αυτοκίνητα από πίσω του, δεν άφηνε κανέναν να περάσει, καροτσάκι μας πήγε ο καργιόλης...

  2. - Γρήγορα ήρθατε!
    - Ήμασταν τυχεροί, κολλήσαμε πίσω από το λεωφορείο της γραμμής και μας έφερε καροτσάκι εδώ, δεν χαθήκαμε πουθενά.

  3. - Τι λέει ο νέος διευθυντής;
    - Μεγάλο λαμόγιο. Καροτσάκι θα μας πάει αυτός, πού να του πάμε κόντρα, όλους τους έχει αγοράσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το περίφημο μοντέλο DS της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας Citroën. Από τα δημοφιλέστερα τετράτροχα όλων των εποχών, πούλησε 1,5 εκατομμύρια τεμάχια κατά τη διάρκεια των 20 ετών παραγωγής του (1955-1975).

Το προσωνύμιο βάτραχος, ως εναλλακτική ονομασία του όλου αυτοκινήτου, είναι καθαρά ελληνική πατέντα, καρπός του ελληνικού ονοματοδοτικού δαιμονίου. Προφάνουσλυ, η έμπνευση δόθηκε πιο πολύ από τα μεγάλα και τουρλωτά μπροστινά φανάρια του DS, που μοιάζουν με τα μάτια του συμπαθούς πρασινωπού αμφιβίου. Γνωστά στην αλλοδαπή ως frog-eyes. Στη χώρα παρασκευής του, το μοντέλο είναι επίσης γνωστό ως Déesse (θεά), όρος που γνώρισε κάποια διάδοση και εκτός γαλλικών συνόρων. Πάντως, θεωρείται γενικά πως ο σχεδιαστής F. Bertoni εμπνεύσθηκε το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου από τα σαγόνια του καρχαρία.

Ο Βάτραχος ήταν ένα χλιδάτο και γαμιστερό για την εποχή του αμάξι, που προκάλεσε αίσθηση. Φουτουριστικός και αεροδυναμικός σχεδιασμός του αμαξώματος, και βέβαια η περίφημη υδροπνευματική ανάρτηση, η μεγάλη πατεντιά της Citroën. «Σαν να έπεσε απ' τον ουρανό» όπως σχολίασε ο στρουκτουραλιστής θεωρητικός της λογοτεχνίας Roland Barthes. Συμβόλιζε την αναγεννώμενη ισχύ της βαριά τραυματισμένης από τον πόλεμο Γαλλίας. Σήμερα, θα το κατατάσσαμε στην κατηγορία μαούνα, βάρκα ή νεκροφόρα.

Ο Βάτραχος είναι όμως και απόλυτα καλτ, αναγνωρίσιμο σύμβολο της αδηφάγου Pop Κουλτούρας. Αγαπήθηκε με πάθος, όπως και το Κατσαριδάκι, από αντικομφορμιστές κουλτουριάρηδες και λοιπές αλτερνατίβες. Το 1999, στο διαγωνισμό για το Αυτοκίνητο του Αιώνα, το βατράχι κατέκτησε την τρίτη θέση. Για την ιστορία, πρώτο ήταν το Ford T, δεύτερο το Mini, τέταρτος ο Σκαραβαίος και πέμπτο το Πορσικό το 911.

  1. Δεν ήταν μόνο η εμφάνιση και ο προχωρημένος για την εποχή του σχεδιασμός, αυτά που τράβηξαν την προσοχή του κοινού. Οι τεχνολογικές καινοτομίες που εισήγαγε ο «βάτραχος» ήταν και πολλές και σημαντικές: Στο DS εφαρμόστηκε για πρώτη φορά πλήρως η θρυλική υδροπνευματική ανάρτηση, μεταβαλλόμενου ύψους.
    Από εδώ.

  2. Στα τέλη του 2005, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά, η Citroen παρουσίασε τη C6, τον «εγγονό του βατράχου», που το φθινόπωρο έρχεται πια και στην Ελλάδα.

Ο «βάτραχος» δεν έγινε θρύλος τυχαία, ούτε με τα όπλα του μάρκετινγκ. Ήταν ένα αυτοκίνητο πολύ μπροστά από την εποχή του. Και, φυσικά, για να φτάσει να γίνει σύμβολο μιας χώρας και, κυρίως, ενός τρόπου ζωής, μιας τάσης που συνδύασε μοναδικά την αισθητική με την τεχνολογία. Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, έτσι αποκαλούνται αντικείμενα που διευκολύνουν την ζωή (κάνουν κάποιον «ακαμάτη»).

Τα τρία πιο γνωστά είναι:

  • Tο μπιλάκι που προσαρμόζεται στο τιμόνι, κυρίως των φορτηγών, και βοηθάει να στρίβεις πιο εύκολα το τιμόνι,
  • Tο αντικείμενο (ένα ξύλο που στην άκρη έχει ένα χέρι) που σε βοηθάει να ξύσεις την πλάτη σου,
  • O μικρός αυτοσχέδιος ανυψωτήρας (τροχαλία και σκοινί) που χρησιμοποιείται για να ανεβάζεις μικροπράγματα στη σκαλωσιά ή ψηλά σε όροφο. Καμιά φορά και η τροχαλία αποκαλείται ακαμάτης.
  1. - Μαλάκα, χθες μπήκα σε έναν γκόλντεν μπόϊ ταρίφα. Άκου τι εξοπλισμό είχε το τυπάκι. Πέρα από τις κλασικές θήκες για ποτήρια και κινητό, είχε βεντουζάρει ένα μπλοκ Α4 στο παρμπρίζ, ένα notebook που έδειχνε τις μετοχές, gps με φωνή της Πετρούλας, και το κορυφαίο. Σε ταξί μερσεντές, είχε και ακαμάτη στο τιμόνι!
    - Για να έχει ένα χέρι ελεύθερο να κάνει πράξεις, μάλλον!

  2. - Που 'σαι, Σαράντο! Πιάσε από την καρότσα τον ακαμάτη, να ανεβάσουμε τα εργαλεία απάνω, μη λερώσουμε τις σκάλες της κυρίας...

  3. - Μωρό μου, έλα γρήγορα, προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις.
    - Ήρθα. Τι θέλεις;
    - Ξύσε με γρήγορα στην πλάτη. Υποφέρω.
    - Κι εγώ τι θα πάρω ως αντάλλαγμα;
    - Τίποτα, συζυγικό καθήκον σου είναι.
    - Τότε ψάξε να βρεις τον ακαμάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified