Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.

- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τραβάω μαλακία.

  2. Κάνω άχρηστα πράγματα, δεν είμαι συνεπής, κλπ.

  1. - Πώς πάει ο μικρός;
    - Πώς να πάει, μεγάλωσε και μου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να τον πουλοπαίζει.

  2. - Γιατί αργεί τόσο ο μαλάκας;
    - Ξέρω γω, κάπου θα είναι και θα πουλοπαίζει.

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά το ρ. ξεπατώνω σημαίνει «βγάζω τον πάτο». Ο πάτος, ως γνωστόν, είναι και ο κώλος, άρα το ρήμα είναι συνώνυμο του ξεκωλιάζω (βλ. ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο).

Σημασιολογικά χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του «κουράζω υπερβολικά», «εξοντώνω από την κούραση». «ξεθεώνω».

  1. Ερωτική διαδικτυακή ιστοριούλα:

Πώς την ξεπάτωσε ο πατρινός
Είπα και εγώ να γράψω την ιστορία μου που επιτέλους έγινε πραγματικότητα την Κυριακή το βράδυ στη Πάτρα.

Πάνε 2 χρόνια περίπου που μιλάω με τον γαμιά μου μέσω chat και η αρχική μας επαφή είχε γίνει επίσης σε ένα chat ένα καυτό βράδυ του Ιουλίου.

  1. Περιγραφή συνεύρεσης στο διαδίκτυο:

Οι τύποι αφού την ξεπάτωσαν από παντού με τα παλούκια τους την έχυσαν ένας, ένας στα μούτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο.

Ονοματοποιία του σλανγιωτάτου Ανδρέα Εμπειρίκου.

- η Μιμή κρατούσα αβρώς τό πέοςτού ταχυδακτυλουργού µε τήν αριστεράν της, και ζυγίζουσα απαλά µε την δεξιάν χείρα της τούς ωσαύτως βγαλµένους έξω όρχεις του, είχε κολλήσει τά χείλη της γύρω από τήν σφύζουσαν βάλανόν του και εις τό φουσκωµένον γεννητικόν του µόριον «µιµί» - τουτέστιν έγλειφε τήν ψωλήν τού ταχυδακτυλουργού µε έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τόν κόκκινον καυλόν της, ωσάν να ήτο η κεφαλή τής πούτσης τίτθη, ενώ ο Γκρεγκουάρ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, ευρίσκετο εις τόν Παράδεισον και, καµµύων τούς οφθαλµούς του, έλεγε εις τήν ξανθήν ψωλογλειφίδα λόγια αισχρά, αισχρότατα, ανάµικτα µε τρυφεράς εκφράσεις και επαίνους.
(Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μεγας Ανατολικός»)

Ινσέψιο (από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ουσιαστικό: Γυναίκα σε απελπισμένη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου.

2. Επίθετο: Κατάσταση υστερίας που πλήττει σεξουαλικά ενδεείς γυναίκες.

Εκ των μουνί και λύσσα.

- Γιατρέ μου, είναι σοβαρό;
- Νομίζω ότι μπορώ να σας θεραπεύσω άμεσα, αλλά θα χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις. Παρακαλώ γδυθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάω κάποιον (και όχι «την σπάω σε κάποιον») είναι μια παλαιομοδίτικη και υπερπρόστυχη έκφραση που σημαίνει σοδομίζω.

Η φράση αναφέρεται κυρίως στη ζημιά που προκαλείται στο σφιχτήρα την πρώτη φορά που κάποιος τον παίρνει και γέρνει, και προφανώς αρέσει στους πολύ έμπειρους γεροντόπουστες που τη χρησιμοποιούν γιατί ακριβώς τους θυμίζει τα νιάτα τους και την / τις πρώτες τους σεξουαλικές συνευρέσεις.

Το σπάω δηλαδή έχει εδώ και την έννοια του εκπορθώ, ανοίγω πέρασμα κλπ.

(γραφικός γεροντόπουστας κάπου στην Αττική της περασμένης δεκαετίας)

- Αγόρια, καλέ αγόρια, ελάτε καλέ, απόψε θέλω να με σπάσετε!
- Άσε μας ρε Τάκη, πήγαινε σπίτι σου να' ούμε, μην αρπάξεις καμιά πνευμονία, γέρος άνθρωπος...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφοκωλιάζω και ξεφτιλίζω τον κώλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση ψόγου προς όσους δεν θέλουν να καταβάλουν προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων (τους), όχι μόνο στη σεξουαλική αρένα αλλά και γενικότερα. Ολόκληρη η έκφραση είναι «εσύ θες και το μουνί στο πιάτο» σε διάφορες παραλλαγές, και είναι ένας πολύ πιο εύγλωττος τρόπος να πεις «συν Αθηνά και χείρα κίνει» ή «εσύ θες και το παξιμάδι βρεγμένο».

Απευθύνεται γενικά σε όσους θεωρούν ότι το σύμπαν τους χρωστάει, και αντλεί τη δύναμή της από την σπλατεροσουρεαλιστική εικόνα ενός αιδοίου σε πιάτο μόλις ακουμπισμένο στο τραπέζι από έμπειρο σερβιτόρο και με μαχαιροπίρουνα εκατέρωθεν (να μη συγχέεται, ωστόσο, νοηματικά με την παραπλήσιας εικονοπλασίας φράση μουνί με ρύζι).

αισθητικός συζητά με φίλη της

- Αναδουλειές Μάρω μου, το μουνί δεν έχει λεφτά, τώρα με την κρίση όλες κάνουν μπραζίλιαν στο σπίτι, μόνες, με φίλες, δεν ξέρω....
- Ε και συ βρε Λέλα, βάλε μια διαφήμιση στην τοπική εφημερίδα., δικτυώσου με κανένα καλλυντικάδικο....περιμένεις κι εσύ το μουνί στο πιάτο....
- Τι να σου πω βρε Μάρω, εσένα σ' έχωσε ο Κωνσταντίνος στο γραφείο και ησύχασες, νομίζεις εύκολο είναι για μας τις ελεύθερες επαγγελματίες....

Τροφή για τσανακογλύφτες (από Vrastaman, 03/12/08)(από Khan, 06/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει πως, αν κάνεις μονίμως τα χατίρια σε μια γυναίκα, θα σου κάνει τη ζωή δύσκολη. Πρέπει να την παιδέψεις και λίγο (κατ' άλλους: να της ρίχνεις και καμιά ψιλή) για να σ' έχει εκείνη στα όπα-όπα (να σε λέει, όπως λέμε «θείο»).

Ετυμολογικά, προέρχεται από τους ψαράδες που, κατά παράδοση, είθισται να «σβουρίζουν» τα χταπόδια για να μαλακώσουν: τα κοπανάνε με δύναμη σ' έναν βράχο αρκετές φορές (από 40 ως 100, αναλόγως τον ψαρά, και οι αριθμοί πάντα διακρίνονται από ακρίβεια όσο και συμβολισμό). Όπως το λαχταριστό μαλάκιο, λοιπόν, έτσι και η γυναίκα (το μουνί, στην προκειμένη φράση, συνεκδοχικά) μαλακώνει και γίνεται πιο τρυφερή και χαδιάρα όσο την παιδεύεις, όσο την «χτυπάς» (μεταφορικά, ελπίζω). Η πρακτική αποτελεσματική, καθώς αν το χταπόδι είναι φρέσκο, γίνεται αρκετά σκληρό, ιδίως στη σχάρα. Δεν είναι, ωστόσο, απαραίτητο να γελοιοποιείται κανείς στην παραλία: το ίδιο και καλύτερα αφραταίνει το χταπόδι αν το αφήσετε μια-δυο μέρες στην κατάψυξη. Δεν το συνιστώ για τη γυναίκα, φυσικά.

- Πάλι την έφτυσες, ρε, τη Ράνια; Θα σε παρατήσει, κακομοίρη μου, και θα τρέχεις...
- Ρε, το μουνί και το χταπόδι, όσο το χτυπάς απλώνει, λέμε.
- Ναι, και το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν το ξέρει ιδρώνει, αλλά λέω μη σου τα φορέσει καμιά μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατήρησε ο acg, το λήμμα «τσιμπουκώνω» είναι το πλέον θεμελιώδες που λείπει απ' το slang.gr και γι' αυτό, αλλά και για να γιορτάσω τα 10.000 λήμματα του σάιτ μας, και για να αποτινάξω την υποψία ότι είμαι Σλανγκοφοριάζουσα αποφάσισα να κάνω έναν κατάλογο των συνωνύμων του τσιμπουκώνω, κατά το πρότυπο παρόμοιων λιστώνε που είναι της μοδός. Το πρώτο πρόσωπο στα παρακάτω είναι καθαρά γραμματικό, για να μην παρεξηγούμαστε...

  1. Παίρνω πίπα.
  2. πιπώνω.
  3. Είμαι πιπόνι.
  4. Είμαι πόνι.
  5. Πεοθηλάζω.
  6. Κάνω πιπίλα. Είμαι πιπίλας.
  7. Υφίσταμαι manual πίπα.
  8. Το κλασικό: pipa-colada (πίπα-κωλάδα).
  9. Το πιο ακραίο: Κώλο-πίπα.
  10. Ο έρωτας περνάει απ' το στομάχι.
  11. Καπνίζω την πίπα της ειρήνης.
  12. Τρώω πίπα-γύρο.
  13. Κλασικό: πίπα-κώλο.
  14. Σπουδάζω στην Πιπάντειο.
  15. Είμαι πιπατζού.
  16. Είμαι πριγκίπιπα.
  17. Είμαι η πιπατζού η Ποκεμόνικα.
  18. Κάνω πιπαράτο.
  19. Είμαι αρπαχτοτσιμπούκω.
  20. Κάνω διτσίμπουκο.
  21. Είμαι η ωραία του Τσιμπούκ.
  22. Είμαι καριολοτσιμπουκογλείφτρα.
  23. Έχω μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν.
  24. Αν είμαι κοντός/ή κάνω όρθιο τσιμπούκι.
  25. Είμαι τσιμπούκ λουκούμ.
  26. Κάνω τσιμπούκι στέρεο.
  27. Γίνομαι τσιμπούκι.
  28. Κάνω πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης.
  29. Κάνω πιπ σόου.
  30. Έχω high pipidelity.
  31. Πίνω Διακόσιες Πίπες.
  32. Είμαι δούρειος πίπος.
  33. Πίνω εκατό πίπες.
  34. Είμαι λαρυγγοπιπιλόζα.
  35. Καπνίζω πίπες ευκαλύπτου.
  36. Είμαι πιπόβιος/α.
  37. Είμαι πιπόζα.
  38. Είμαι πιπού.
  39. Συχνάζω στου Φιλοπίππου.
  40. Κάνω τσιμπούκια ο τίγρης.
  41. Κάνω πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος.
  42. Κατάγομαι απ' το τσιμπουκιστάν.
  43. Κατάγομαι απ' το Τσιμπουκτού.
  44. Είμαι τσιμπουκλού.
  45. Κάνω τσιμπουκοδρομίες.
  46. Είμαι τσιμπουκοζητιάνα.
  47. Είμαι τσιμπουκολαρυγγοπνίχτρα.
  48. Είμαι τσιμπουκομικρούλης.
  49. Έχω τσιμπουκόχειλα.
  50. Είμαι τσιμπουκωτήρας.
  51. Είμαι τσουτσουνοπνίχτρα.
  52. Παίζω κλαρίνο.
  53. Παίζω φυσαρμόνικα.
  54. Παίζω πουλόφωνο.
  55. Παίζω σεξόφωνο.
  56. Παίζω όφωνο.
  57. Είμαι βαθύ λαρύγγι.
  58. Είμαι πεσκανδρίτσα.
  59. Κάνω γλειφοπούτσι.
  60. Κάνω διασπερμάτευση στο στόμα.
  61. Εργάζομαι στο Oral Office.
  62. Κάνω στοματικό σεξ.
  63. Κάνω όραλ.
  64. Είμαι καλός/ή στα πνευστά.
  65. Εφαρμόζω τον νόμο των συγκοινωνούντων δοχείων.
  66. Κάνω τσιμπούμεραγκ.
  67. Κάνω μπαγαποντολειχία.
  68. Κάνω μπαγαποντοασπασμό, μπαγαποντόφιλο.
  69. Κάνω πεολειχία.
  70. Είμαι ο ρήτωρ Φελλάτιος.
  71. Κάνω λαρυγγοσκόπηση.
  72. Είμαι καμηλοπάρδαλη.
  73. Έχω λαιμό καμηλοπάρδαλης.
  74. Κάνω deep throat.
  75. Κάνω σουσέλ.
  76. Κάνω μπουλκουμέ.
  77. Καπνίζω πίπες Νταϊάνα.
  78. Για να σταματήσω να τον παίρνω απο πίσω, του παίρνω μια πίπα.
  79. Είμαι νοικοκυρά.
  80. Επισκέπτομαι τον πύργο του Άιφελ.
  81. Μου αρέσει η πιψ, της πιπός.
  82. Είμαι ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα.
  83. Σιμαδεύομαι.
  84. Συφιλιάζομαι.
  85. Κάνω OWO.
  86. Κάνω OW.
  87. Κάνω CIM.
  88. Κάνω CIF.
  89. Σλουρπ!
  90. Δίνω χυσόφιλο.
  91. Διαβάζω φθηνό βιβλίο.
  92. I suck dick like a hoover.
  93. I suck dick like Edgar Hoover.
  94. Έχω σύνδρομο Λεβίνσκι / σύνδρομο Μόνικας.
  95. Τον ήπια.
  96. Κάνω μπουκάκι.
  97. Είμαι φεϊσμπουκάκι.
  98. Κάνω ισπανική πίπα.
  99. Κάνω γαμαμούτρα.
  100. Κάνω face-fuck.
  101. Κάνω διτσίμπουκο.
  102. Κάνω μπουκιτσί.
  103. Κάνω το παπί.
  104. Δίνω κεφάλι.
  105. Έχω τσιμπουκόχειλα.
  106. Κάνω εξήντα εννιά, 69.
  107. Πιάνω στο στόμα μου.
  108. Απ' το στόμα μου το πήρες.
  109. Είμαι πίπιζα.
  110. Είμαι ψωλορουφήχτρα.
  111. Είμαι ρουφήχτρα.
  112. Είμαι ο Ρουφάι.
  113. Η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη.
  114. Τι πίνω και δε(ν) σας δίνω;
  115. Μυζουρώ.

Ακόμη δεν καταλάβατε τι είναι το τσιμπουκώνω;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified