Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.
Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...
Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.
Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...
Got a better definition? Add it!
Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.
1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.
Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).
Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.
2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.
Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.
3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.
Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.
4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.
Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.
5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.
Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:
6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,
7. η χαρχάλα,
8. η χαρχάλω,
9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.
Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».
Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.
Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).
Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.
«…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»
«…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»
«-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
-ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»
«…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»
«…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»
«…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»
«…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»
«…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»
«…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»
«Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»
« Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»
« Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»
«…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
(όλα απ’ το δίχτυ)
- Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
- Θα χαρχαλεύονται ακόμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.
Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».
Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).
Σήμερα:
1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,
σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).
Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».
2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).
3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.
4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει
τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.
5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.
6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.
Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:
«…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»
«…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»
«… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»
«…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»
«…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»
«…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»
«…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»
«…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»
«…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»
«…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»
«…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»
(όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο παμπόνηρος, πανέξυπνος και καπάτσος άνθρωπας. Μπορεί να ειπωθεί είτε καταπρόσωπο, οπότε λογίζεται ως έπαινος, ή τουλάχιστον με έκδηλα εύθυμη διάθεση, είτε πίσω από την πλάτη του άλλου, οπότε αποκτά αρνητική έννοια: ο επικίνδυνος παμπόνηρος, πανέξυπνος και καπάτσος άνθρωπος, η σουπιά.
- Κι έτσι φίλε μου και το Μαράκι είναι ευτυχισμένο και το Λίλιαν χορταίνει πούτσο. - Είσαι μια χαμούρα εσύ!
Να τον προσέχεις τον πρόεδρο. Είναι μεγάλη χαμούρα. Πάει πάντα μ' όποιον δίνει τα περισσότερα.
Got a better definition? Add it!
Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.
Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.
Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.
- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)
- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του.
- [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)
Got a better definition? Add it!
Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.
-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…
Got a better definition? Add it!
Μια κλασσική (παλιά αλλά ακόμα εν ενεργεία) γείωση, που ρουπώνει κάποιον που λέει μαλακίες αναφερόμενος σε λεγόμενα-πεπραγμένα ετέρου τρόμπα.
Η στιχομυθία είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη:
Ομιλητής Α:
- Ο/η τάδε λέει ότι μπλα-μπλα (παπαριές)
Ομιλητής Β:
- Του το 'πες;
Ομιλητής Α:
- Ποιο;
Ομιλητής Β:
- Να πα' να γαμηθεί!
Κάπως έτσι.
1. Ερωτικά σκιρτήματα:
(Τσιν-τσιν)!
- Δεν με κοίταξες στα μάτια!
- ...;
- Οι Γάλλοι λένε, όταν τσουγκρίζεις με κάποιον πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια, έτσι λένε.
- Τους το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθούνε!
2. Πολιτική ανάλυσις:
- Ρε συ, άκου τί λέει εδώ: Ο κύριος Υπουργός είπε χτες καλεσμένος σε μιαν εκπομπή, ότι ντάξει θα το διερευνήσουν το θέμα με τους μπάτσους που σακατέψανε τον άνθρωπο και άμα είναι θ' αποδοθούν ευθύνες, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζεται ο λαός με τέτοια, γιατί οι Έλληνες πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, να κάνουν λίγη υπομονή και να 'χουν πίστη στο θεό και στο ΠΑΣΟΚ κι όλα θα πάνε καλά, και λεφτά υπάρχουνε κι απ' όλα τα καλούδια, βέβαια αν τελικά πτωχεύσουμε τί φταίει αυτός, γιατί στο κάτω-κάτω είμαστε συνυπαίτιοι της κρίσης αφού μαζί τα φάγαμε και σιγά μην επαναστατήσουμε κιόλας, τέτοιος μικροαστικός και δειλός λαός που είμαστε, οι Έλληνες. Α! Όποιος δεν συμφωνεί, είναι τρομοκράτης, λέει.
- Του το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθεί!
Got a better definition? Add it!
Φράση που έχει συνδεθεί με σεξουαλική δραστηριότητα (τον παίρνεις τον πέοντα). Όποτε και αναφερθεί σε συζήτηση με άλλη σημασία, τα πρόστυχα παρευρισκόμενα μυαλά αλαλιάζουν ή αναστατώνονται γενικότερα.
Συνήθως χρησιμοποιείται στο δεύτερο πρόσωπο και συνοδεύεται από τα εξής: από πίσω κι από μπρος, και γέρνεις, ολότελα, από πίσω κ.α.
Εκτός από την κυριολεκτική έννοια που δεν την απαντάμε συχνά, τον παίρνεις είναι γνωστή γείωση, ή, στην ερωτηματική μορφή, χρησιμοποιείται για να κομπλάρουμε, να προσβάλλουμε ή να χρεώσουμε κάποιον.
Παράλληλα, εκτός από την πρόστυχη έννοια, αναφέρεται από νυσταγμένους που «πάνε να πάρουν έναν υπνάκο» .
Βέβαια υπάρχει και το γνωστό άσμα «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως, λίγος είναι ο μισθός» του Μπουγά.
Ουυυυυααααααργγκχχχχ... Θα πάω να τον πάρω λιγάκι.
- Καυλό η Ντίνα που σου γνώρισα ε;;
- Α, καλά, εσύ αγόρι μου τον παίρνεις...
συγκάτοικοι:
-Τα 'παιξα λάθος και πρέπει να μου 'φυγε ένα πενηντάρικο παραπάνω στη ΔΕΗ.
-Καλά ρε μαλά, τον παίρνεις; Τι θα τρώμε; Τρέχα γύρευε τώρα να σ' το δώσουν πίσω.
Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κύρια φράση από όπου ξεκίνησαν όλα τα παρεμφερή: της θείας σου, της γιαγιάς σου, της αδελφής σου, του παππού σου, κλπ, συνοδευόμενα με τα: βρακί, κωλοτρυπίδι, τρίκι τράκα, κώλος, πάτος, πιάτο, τρύπα, πηγάδι και άλλα πολλά.
Κλασική πλέον έκφραση, είτε ολόκληρη η, συνηθέστερα, μισή («της μάνας σου»).
Σε περίπτωση που επιδιώκεται έμφαση, συμπληρώνεται. Πχ, «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο!»
Ακόμη μεγαλύτερη έμφαση: «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο κι από Τούρκο τρυπημένο!!!
Υποδηλώνει, μεταξύ άλλων:
Κυριολεκτικά θα λεγόταν: «γαμώ της μάνας σου το μουνί», αλλά το «γαμώ» έχει πλέον χαθεί, ίσως για αποφυγή αισχρολογίας, αλλά το νόημά του δεν εξαλείφθηκε.
Ίσως από τις δέκα πιο κλασικές φράσεις στην slang ελληνική γλώσσα.
1.Ενοχλημένος ο Χρήστος στον δρόμο με άλλο οδηγό...
- Της μάνας σου... γαμώτο...
- Πρέπει να μου δώσεις 500 ευρώ για το ....
- Της μάνας σου το μουνί!
Η κόρη-φοιτήτρια έρχεται προς τον μπαμπά λέγοντας:
- Μπαμπά ! θέλω να μου δώσεις το ενοίκιο, ήρθε και το ρεύμα!
Ο μπαμπάς μουρμουρίζοντας...
- Της μαμάς σου το στρείδι...
4.- Είσαι μεγάλο αρχίδι ρε γαμιόλη!
- Της μάνας σου το μουνί το πηγαδίσιο ρε μπάμια!
Got a better definition? Add it!
Το καίριο ερώτημα εδώ είναι τι ακριβώς εννοούσε ο δημιουργός όταν έλεγε 'μπουγαδοκόφινο'.
Κυριολεκτούσε; Αν ναι, πρόκειται για μια από τις πλέον γκάου εκφράσεις που έχουμε διαθέσιμες. Ένα καλάθι με τα ρούχα που έπλυνε μια θείτσα γίνεται βρισιά. Προχωρημένο. Υπερρεαλισμός και δη φευγάτος. Αλλα η έκφραση δεν είναι χυδαία.
Ή μήπως το μπουγαδοκόφινο είναι μεταφορά για ένα μέρος της ανατομίας της θείας; Αν ναι, η έκφραση είναι συγγενής με το 'της θείας σου ο κώλος'. Αλλά, είναι και χυδαιότερη. Διότι ο κώλος της - και πλακαπλάκα μπορεί να είναι και το μουνί της - είτε εχει ένα άλφα μέγεθος από χέρι είτε έχει ξεχειλώσει και ωσεκτουτού συγκρίνεται με το μπουγαδοκόφινο το οποίο είναι και ανοιχτό στο έμπα του και σχετικά βαθύ.
Η έκφραση δηλώνει αγανάκτηση, ειδικά με κάτι επαναλαμβανόμενα εκνευριστικό. Χρηισμοποιείται επίσης για να βάλει τέλος σε μια κουβέντα όταν κάποιος πάει να κάνει τον έξυπνο.
Ο τόνος στη λέξη 'θειάς' είναι ΑΥΣΤΗΡΑ στη λήγουσα.
- Της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο, ρε μαλάκα ... κορνάρεις και κορνάρεις ... νά 'ρθω εκεί να σου βάλω τη κόρνα εκεί που δεν θ' ακούγεται ...
- Ναι, ναι εντάξει ... της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο, ρε νιάνιαρο που θα μας κάνεις και τον έξυπνο ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified