Παραλλάγη του ασσόδυο, όπου ο ρίπτων ανθίζεται το αναπόφευκτο, γιατί στο τάβλι, σε αντίθεση με το σκάκι, καλή η εμπειρία αλλά πρέπει και να το 'χεις!

Το χασσόδυο είναι ιδιαίτερα εκνευριστικό:
α) στις πόρτες στο μάζωμα,
β) στο φεύγα στο άπλωμα
γ) στο γκιουλ γενικώς

Αντίθετα στο πλακωτό το χασσόδυο μπορεί να είναι και θεϊκή ζαριά, όταν κάνεις τις μηχανές κράτει και τα νεύρα του άλλου τελατίνι.

- Όχι ρε συ, πάλι χασσόδυο!
- Έλα, τι να πώ και 'γω που φέρνω όλο πεντάρες.
- Α, θα στο σπάσω το κεφάλι σήμερα, δεν γλυτώνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από το σκάκι, και δανεισμένος από τα γαλλικά (forcé : επιβεβλημένος/αναγκαστικός). Η κίνηση φορσέ στο σκάκι αφορά τον βασιλιά και τον επερχόμενο αποκεφαλισμό του, και πιο συγκεκριμένα:

α) την αναγκαστική μετακίνηση του σε μία και μοναδική θέση, ή

β) την αναγκαστική κίνηση άλλου πιονιού σε συγκεκριμένη θέση, για την προστασία του βασιλιά.

Ο όρος από το σκάκι πέρασε στον τζόγο αλλά και στην καθημερινότητα. Στον τζόγο αναφέρεται όταν το φύλλο, επειδή είναι καλό, σε βάζει αναγκαστικά σε ένα κόλπο που τελικά στραβώνει. Στην καθημερινότητα, αναφέρεται σε περιπτώσεις που οι εναλλακτικές περιορίζονται στην εξής μία. Δηλαδή τα πράγματα σε οδηγούν σε μία μόνο διέξοδο, η οποία ως επί το πλείστον είναι και επώδυνη.

Συνώνυμα: αναγκαστικώς, μονόδρομος, επιβεβλημένη -από τις καταστάσεις- κίνηση, (για αγγλομαθείς) there is no plan B!

  1. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
    ... οφείλεται σε κάποιας μορφής «φορσέ» ξεπούλημα. Αυτός ο φαύλος κύκλος ρευστοποιήσεων –λένε- θα μπορούσε να συνεχιστεί. ...

  2. (πολιτικά άρθρα από το διαδίκτυο) ...Η παραμονή στο ΝΑΤΟ είναι φορσέ. Νομίζω εξάλλου ότι αυτό ήταν και το συμπέρασμα, στο. οποίο κατέληγε ο Αντώνης ο Κακαράς. Διότι δεν έθετε ένα γενικότερο ...

  3. ... Αυτό ήταν μια κίνηση φορσέ. Όχι, όμως, και όσα ακολούθησαν τη νύχτα της ήττας. Έχει ιδιαίτερη σημασία, το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής το ...

  4. (από τη ζωή)
    -Πω πω ρε μαλάκα! Μπήκες μέσα σόλο. Τον ήπιες...
    -Τι να κάνω που η καντεμιά πάει σύννεφο. Πάει ο μαλάκας και βγαίνει στα πρώτα! Και ο άλλος ο άσχετος στα κουτουρού τσακάει. Με έβαλε το φύλλο μέσα.... φορσέ!

(από electron, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιο δυνατό χαρτί στο πόκερ. Λέγεται για τρελές ευκαιρίες, για κάτι πολύ καλό που τυχαίνει σε κάποιον.

- Πω ρε είδες τον Τάσο, πώς την έριξε εκείνη την ξανθιά θεογκόμενα;
- Είδες; Φλος ρουαγιάλ ο Τάσος...

Φλος ρουαγιάλ (από poniroskylo, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το εξαιρετικό ντεκαβάζ ορμώμενος, ας βάλω ακόμη ένα λιθαράκι στον σλάγκειο Όλυμπο.

Τσέπη εν τω πόκειω χώρω καλείται το ενθυλακωμένο χρήμα, το οποίο συνήθως δεν δύναται λάβει μέρος στο εξελισσόμενο παίγνιο, χάριν των ισορροπιών.

Όπως γράφει και ο electron, στο τραπέζι παίζει ό,τι έχει μπει στην κάβα, για να υπάρχει ένας έλεγχος στα ποσά που αλλάζουν χέρια (σε φιλικά τραπέζια πάντα). Αν κάποιος ζητήσει να παίξει με τσέπη, σημαίνει συνήθως ότι έχει καλό χαρτί και θέλει να σκουπίσει το τραπέζι. Αυτός είναι ένας κακός άνθρωπος και να μην τον παίζετε.

Η τσέπη παίζει σε κάποιες παραλλαγές που μπορεί ο παίκτης να «αγοράσει» μπαλαντέρ σε μεταβαλλόμενη τιμή, η οποία δεν μπορεί να προδικασθεί.

- Γιώργο, μιλάς!
- ..................
- Ε...
- Τσέπη παίζει;
- Πάσο!
- Πάσο!
- .......
- Όχι ρε παπάρα, δεν παίζει τσέπη, ένα απλό νεκροταφειάκι παίζουμε. Το γάμησες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ’ το ιταλικό trappola: παγίδα, απάτη.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των παιχνιδιών με τράπουλα ακολουθείται στην αρχή κάθε παρτίδας η εξής πασίγνωστη διαδικασία:

α) Ανακατεύεται καλά η τράπουλα (κοινώς, τα χαρτιά / φύλλα) από τη μάνα / κρουπιέρη / ντίλερ,

β) Κάποιος από τους υπόλοιπους παίκτες κόβει την τράπουλα, συνήθως σχεδόν στη μέση, δημιουργώντας δυο δεσμίδες και

γ) Η μάνα ενώνει ξανά, αλλά με αντίστροφη σειρά, τις δεσμίδες σε μία, από την οποία μοιράζει στους παίκτες όσα φύλλα και με όποιο τρόπο απαιτεί το εκάστοτε παιχνίδι.

Η τύχη, τουλάχιστον για τους περισσότερους, δεν είναι κάτι στο οποίο μπορείς να εμπιστεύεσαι κάτι με ασφάλεια. Και τα παιχνίδια με την τράπουλα δεν είναι πάντοτε αθώα, ούτε έχουν πάντα σκοπό τη διασκέδαση. Επειδή υπάρχουν μεγάλα μαστόρια στο ανακάτεμα της τράπουλας, το κόψιμο των χαρτιών είναι ουσιαστικά δήλωση του παίχτη που κόβει πως συμφωνεί στη συνέχεια της παρτίδας, ορίζοντας αυτός κι όχι η μάνα, μαζί με την τελική σειρά των φύλλων, την τύχη όλων της ομήγυρης. Από το σημείο αυτό και μετά, θεωρητικά, οι πιθανότητες νίκης είναι αντίστοιχες των ικανοτήτων του καθενός, όμως υπάρχει κι αυτό το «καμένος από χέρι» που βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

Εξού, μακριά από την πράσινη τσόχα, οι εξής φράσεις που όλες κυκλοφορούν συνηθέστερα στο γ’ ενικό:

Ανακατεύω την τράπουλα / ανακατεύω τα χαρτιά

Περιγράφει τη θεσμοθετημένη -ρητά ή όχι- δυνατότητα που έχει ο επικεφαλής (ο πραγματικός κι όχι ο κατ’ επίφαση) μιας ομάδας να την αλλάζει, ανακατατάσσοντας τα μέλη της σε άλλες ή νέες θέσεις, άρα και με διαφορετικές αρμοδιότητες και καθήκοντα. Συχνά αντικαθιστά κάποια απ’ αυτά, -άλλοτε σαν τιμωρία, άλλοτε σαν τακτική- βάζοντας στη θέση τους άλλα, που μπορεί και μέχρι τότε να μην ανήκαν σ’ αυτή. Υπονοούνται αφ’ ενός μεν η προφανής πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά και μια αναμενόμενη αυθαιρεσία από τη μεριά του επικεφαλής κι αφετέρου, πως θα υποστεί κριτική για τις επιλογές του από τους υπόλοιπους που του την έχουν στημένη.

Αν δεν αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο αλλά σε κάποιο συμβάν, τότε εννοείται μια συνήθως ανεπιθύμητη αλλαγή που γίνεται από ανάγκη προσαρμογής σε νέα δεδομένα οπότε υπονοείται πως κάποιοι το τρώνε και ζορίζονται.

Κόβω την τράπουλα

Περιγράφει τον απόλυτο έλεγχο που έχει κάποιος, κάνοντας φανερά κι ενεργά κουμάντο κάποιους άλλους που απλώς ακολουθούν ή εκτελούν.

Mοιράζω την τράπουλα / μοιράζω τα χαρτιά

Περιγράφει κάποιον που εν είδει θεού, δρα τελείως αυθαίρετα γιατί μπορεί, έχοντας πλήρη έλεγχο του παιχνιδιού που ο ίδιος έχει στήσει. Ενίοτε δρα παρασκηνιακά από μια θέση οργανωτική, συντονιστική αλλά ίσως όχι ηγετική. Οι υπόλοιποι ουσιαστικά είναι πιόνια ή μαριονέτες.

Σε συνδυασμό, οι εκφράσεις επιτείνουν το αυθαίρετο της δράσης του ατόμου. Χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τα ΜΜΕ για πολιτικούς, προπονητές, επιχειρηματίες, managers και παραγκο-παράγοντες κάθε είδους και διαμετρήματος.

1.
Ανακατεύει την τράπουλα ο Χιμένεθ. Στην σημερινή προπόνηση της ΑΕΚ, ο Μανόλο Χιμένεθ, άλλαξε τα σχέδια της Πέμπτης (5/5), δοκιμάζοντας ενδεκάδα τελικού, με Δέλλα στην άμυνα. Συνέχισε φυσιοθεραπεία ο Σκόκο.

2.
Δεν υπάρχει κλίμα προγραμματικής ή πολιτικής σύγκλισης της αριστεράς. Το κάθε κόμμα προσπαθεί απλά να καλλιεργήσει τον κήπο του. Τώρα έχουμε και την καινούργια προσπάθεια του Μπερτινότι, που προσπαθεί να συναντηθεί με τα κινήματα. Αλλά φαίνεται ότι ανακατεύει τα χαρτιά μόνος του. Ο Μπερτινότι αρνείται να διαλύσει το κόμμα του, άρα δεν μπορεί να επανιδρύσει τίποτα. Μέχρι τις εκλογές η αριστερά και η κεντροαριστερά δεν πρόκειται να πούνε τίποτα.

3.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η κρίση, ανατρέποντας κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες, ανακατεύει την τράπουλα και στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού και στην ελληνική περίπτωση, έστω κι αν η κατάληξη των σχετικών διεργασιών είναι άδηλη.

4.
Ο Γ. μου λοιπόν αρχηγός, μπροστάρης, κόβει την τράπουλα εκ πρώτης όψεως. Εκείνος αποφασίζει τι παιχνίδι θα παίξουμε, μιλάει πρώτος, ηγείται.

5.
Μοιράζει την «τράπουλα» ο Μαρινάκης με το ρευστό που διαθέτει!! Ο νέος μεγαλομέτοχος του Ολυμπιακού παίζει μόνος του στην «παρτίδα» και μοιράζει φράγκα δεξιά κ αριστερά εκμεταλλευόμενος την έλλειψη διάθεσης αλλά και την ανυπαρξία των υπολοίπων!

6.
Υπάρχει η μαφιοκρατία που θέτει τους δικούς της όρους, οι λέσχες Μπίλντερμπεργκ, οι Σόρος και τα Νταβός. Υπάρχουν και οι ανεξέλεγκτοι μη εκλεγμένοι σύμβουλοι, αυτοί που κρύβονται πίσω από τις κουρτίνες όταν συνεδριάζουν τα υπουργικά συμβούλια, όπως ο Κίσιντζερ – οι ΥΠΕΞ στην Αμερική έρχονται και παρέρχονται, ο Κίσιντζερ όμως εκεί, απέθαντος και κατσικωμένος στις πτέρυγες τού Λευκού Οίκου, μοιράζει τα χαρτιά.

7.
Ποιος είναι ο Πφιτς; Αποτελεί την κλασική μορφή του πιστού υπηρέτη που προοιωνίζεται ωστόσο την έλευση της νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Διότι θυμοσοφικά περιπαικτικός, ο υποτακτικός ακόλουθος αναδεικνύεται σε πραγματικό πρωταγωνιστή που κόβει και μοιράζει τα χαρτιά, καθώς κλονίζει με την ανατρεπτική του ματιά την ασφάλεια των παραδεδομένων.

(το 4 από περιοδικό, τα λοιπά από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.

Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.

Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).

Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.

Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».

Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...

  1. (Θετικό περιεχόμενο):

- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο... - Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...

  1. (Αρνητικό περιεχόμενο):

- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!

Η ΔΗ.ΑΝΑ... (από allivegp, 29/03/10)...και ο διάνος. (από allivegp, 29/03/10)Αφιερωμένο στον ΜΧΣ: Ο ευτραφής Σταμπουλούς οργανοπαίκτης είναι ο Αγάπιος Τομπούλης... (από HODJAS, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική (κυρίως) περιγραφή στην κατάσταση που έχει περιέλθει ο αντίπαλος στο τάβλι.

Χρησιμοποιείται όταν ο αντίπαλος φέρνει διπλές που αφενός men έχει τα τις παίξει μόλις και με τα βίας, αφετέρου the καταστρέφεται όλη του η στρατηγική στο ταβλικό πεδίο μάχης.

- Τριάρες...
- Τις έχεις!
- %$#^%$#

(από Fotis Nitsiopoulos, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναθέτω αυθαιρέτως και ευθαρσώς σε κάποιον (οποιονδήποτε αρκεί να μην είμαι εγώ) την ευθύνη ή την συνέχεια / τις συνέπειες των λόγων, των πράξεων, των αποφάσεών μου.

Ένα παμπάλαιο παιχνίδι συναναστροφής, είναι η πηγή της έκφρασης: στην παρέα, τίθεται κάποιο θέμα προς ανάλυση ή προς επεξεργασία. Πχ: «Ωραία μέρα σήμερα». Αυτός που μιλάει πρώτος και αναλύει ή περιγράφει το κυρίως αυτό θέμα, κρατάει ένα μπαλάκι. Λέει ό,τι έχει να πει και, τη στιγμή που τελειώνει τον λόγο του, πετάει αίφνης το μπαλάκι σε κάποιον άλλον της παρέας, ο οποίος είναι απροετοίμαστος όσο και αναγκασμένος να συνεχίσει πάνω στο ίδιο θέμα. Όποιος μείνει με το μπαλάκι στο χέρι χωρίς να έχει να προσθέσει ούτε μια ατάκα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι. Και πάει λέγοντας μέχρι τον τελευταίο.

Το παιχνίδι αυτό είναι παρομοίας εμπνεύσεως με τις «Καρέκλες» και με τα τρισχιλιάδες τέτοια παιχνίδια, τα οποία κάποτε παιζόντουσαν στα σαλόνια, ενώ τώρα έχουν αποκλειστεί στις κατασκηνώσεις προσκόπων, μαζί με τους προσκόπους.

  1. Ααααααααα, μη μου πετάς το μπαλάκι τώρα! Το ξέρεις καλά ότι εσύ έκανες τη μαλακία...

  2. Το «μπαλάκι» στους ευρωπαίους ομολόγους του «πετά» ο Γκόρντον Μπράουν για τα τραπεζικά μπόνους και τα Golden Boys.
    (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published