Η προσβολή, η δημόσια (ή και prive') βλάβη, ή, ακόμα, και η απόπειρα πρόκλησης βλάβης της τιμής και υπόληψης δι' έργων, λόγων ή παραλείψεων.

Σαν έκφραση της αίσθησης απαξίωσης, διαβαθμίζεται ως κατώτερη της προσβόλας που αποτελεί την κορωνίδα της προσβολής.

- Α, όλα κι όλα, δεν είμαι απ αυτούς που σηκώνουν το πρόσβολο. Θα καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό μπινελίκι ελληνάρα μικροφαλλοκράτη προς όποιαν θεωρεί ότι «κάνει την έξυπνη». Σε πλήρη ανάπτυξη, συνοδεύεται με φιλοφρονήσεις τύπου «μωρή καριόλα, λινάτσα, φακλάνα, μπουγιαμπέσα», κ.α..

Εννοείται ότι έχει παρεισφρήσει εκτός σεξιστικών πλαισίων, χρησιμοποιούμενο ανεξαρτήτως φύλου ως εργαλείο αδειάσματος.

Αγγλιστί: Get back to your pots and pans!

- Γυναίκα στο τιμόνι και ο χάρος σε ζυγώνει! Τράβα να πλύνεις κάνα πιάτο!
- Έχω ενα μαλάκα σαν εσενα σπιτι και τα πλενει!
(Από το φόρουμ των )

- Alexis Pass: Μαρια οντος εισαι οτι ναναι, τραβα αγορασε κανα τρυλετ με τα 2ευρα του χατζηχαβαλε να πλυνεις κανα πιατο αττιτλη που θα μιλησεις για τον ΜΕΓΑ ΝΤΟΥΣΚΟ!
- Maria Apostolakh: ΤΡΑΒΑ ΜΩΡΗ ΛΟΥΓΚΡΑ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΠΙΠΑ ΜΕ ΤΟ ΓΥΑΛΙ ΦΛΩΡΟΠΟΥΣΤΑ ΟΠΑΔΕ ΤΟΥ ΠΑΣΑΤΕΜΠΟΥ Κ ΤΗΣ ΚΟΚΑ ΚΟΛΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ Κ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ ΣΚΑΤΟΦΛΩΡΕ...
(Βρις-οφ στο φατσοβιβλίο)

Λέμε τώρα... (από Vrastaman, 02/07/10)

βλ. και τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γαμώ το καντήλι σου (χείριστη βρισιά).

  2. Σώθηκε το καντήλι του = τελειώνουν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπάκα, σε μεσήλικες ή άνω των 30 (κοροϊδευτικά) άνδρες.

Κάτι ο μεταβολισμός που αλλάζει όσο μεγαλώνουμε, κάτι η σαβουροφαγία, κάτι η έλλειψη άσκησης, όλα αυτά συνηγορούν στην αύξηση της λεγόμενης σαμπρέλας. Φαινόμενο ωστόσο που οι γνώστες και οι καταρτισμένοι αποδίδουν καθαρά στην ηλικία.

- Τι χάλι είναι αυτό ρε; Εσύ δεν ήσουν έτσι....
- Εεε, γεροντόπαχα!

- Μάλλον ξεφούσκωμα γίνεται με το ποδήλατο. Εγώ όσο περισσότερο κάνω τόσο στεγνώνω, εκτός από τα γεροντόπαχα στη μέση που φεύγουν τελευταία. (από cyclist-friends.gr)

(από joe909, 05/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλόχερο κυριολεκτικό:

Tο χέρι που μπαίνει στον κώλο (ντρέπομαι, αλλά πώς αλλιώς να το εκφράσω). Μπορεί να σημαίνει και το απλό πιάσιμο κώλου με την καλή την έννοια, αλλά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο όρος ταυτίζεται με το «κωλοδάχτυλο», δηλαδή το δάχτυλο που μπαίνει στον κώλο (αλήθεια ντρέπομαι, αλλά παστοδιάλο).

Κωλόχερο μεταφορικό :

  • Με την μορφή χειρονομίας: Διαμαρτυρία, έντονη αντίθεση, εδώ ο όρος συμπίπτει με τον αντίστοιχο μεταφορικό του «κωλοδάχτυλου». Άμα το σηκώσεις μπροστά στην μούρη του αλλουνού ή και από απόσταση, εκφράζεις έναν σαφέστατο υπαινιγμό ότι τον έχεις για τον μπέο, πράγμα κάπως προσβλητικό αν το σκεφτεί κανείς.
  • Συνήθης χρήση ως δριμεία παρατήρηση, έντονη κατηγόρια, κατσάδιασμα, ξεχέσιμο, ρομπατσίνα. Σαν να λέμε, «βάζω κωλόχερο» θα πει, επικρίνω σε επίπεδο προσβολής, πατάω χέσιμο σε κάποιον.
  • Αθλητικά: το κωλόφαρδο χέρι που χώνει τρίποντα στο μπάσκετ από την αντίπαλη ρακέτα, που διαλέγει το σωστό αντίπαλο στην κλήρωση του champions league, που γενικώς εκφράζει φάρδος, αλλά και, ενίοτε, ικανότητες.

Σχετικό λήμμα: στον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα.

*Asist: Hank από ΔΠ* :)

Κυριολεκτικόν: Τον ανδρισμό δεν τον ορίζει ούτε αυτό που έχει το αρσενικό ανάμεσα στα σκέλια του, ούτε ο πρωκτός του, ούτε το αν θα με αφήσει να του βάλω ένα απλό κι αθώο κωλόχερο. Έχω μία φίλη, που όταν περνώντας ο άντρας της από δίπλα της του βάζει κωλόχερο, εκείνος την στραβοκοιτάζει και της λέει «τι με πέρασες μωρή; Αδερφή;»

Κατσάδιασμα #1: Τελικά το χούι δεν κόβετε, δεν φτάνει που το έκανε πέρυσι και έφαγε κωλόχερο από την Victoria, αλλά το ξαναέκανε και φέτος. Ό λόγος βέβαια γι’ αυτόν τον αλητήριο τον David Beckham. Ο οποίος τάχα μου πήγε να δει τους LA Lakers στον αγώνα με τους Portland Trailblazers, και σε κάθε ευκαιρία δεν έπαιρνε τα μάτια του πάνω από τα κοριτσάκια που κάνουν cheerleading για την ομάδα των Lakers.

Κατσάδιασμα #2: Απλά μου τη σπάει απίστευτα το στυλάκι που έχουν κάποιοι στα discussions της apple, όπου απελπισμένοι άνθρωποι που ξέρουν πολύ λίγα πράγματα από υπολογιστές, ζητούν βοήθεια και αντί για βοήθεια τρώνε κωλόχερο επειδή έκαναν post σε λάθος thread...

Διαμαρτυρία:Τώρα που το σκέφτομαι θα βόλευε πολύ καλύτερα αν μεταμορφωνόμουν σε τεράστιο κωλόχερο, ναι, ένα τεράστιο κωλόχερο που θα περπατάει στη πόλη, ένα τεράστιο κωλόχερο αφιερωμένο στην ασχήμια και τη βρωμιά της, στο μίζερο ουρανό και τους σκοτεινούς κατοίκους της, στο καταθλιπτικό παρόν και στο γκρίζο μέλλον της, στην αδιαφορία και τον σταρχιδισμό της, στη τερατοφιλία και το μαζοχισμό της.

Αθλητικό: Τί κωλόχερο είχε ρε παιδιά!!!Απ’ όπου κι αν σηκωνόταν,μέσα ήταν!!Αλλά θα μου πεις,όταν αφήνεις Σέρβο να σουτάρει ελεύθερος,τότε το “πλεκτό” θα κουνηθεί!!!!

Mes: θα μας κάψει ο θεός μ αυτα που λετε! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης πούτσες από κάποιον που δεν θέλει ή δεν μπορεί να την πει ή που δεν θέλει να την καταλάβουν κάποιοι άσχετοι.

- Τι έγινε, πέρασες τις εξετάσεις;
- Φίτσες, του χρόνου πάλι εδώ θά' μαστε...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ασουλούπωτος κουασιμόδος, το μπάζο που δεν βλέπεται και για πάρτη του τα τρένα εκτροχιάζονται και τιγκανά στο πρώτο χωματόδρομο.

Εναλλακτικά, αυτός που χύνεται ατσούμπαλα για οποιονδήποτε δικό του λόγο.

Συνδέεται με την έκφραση «σαν κακοχυμένος λουκουμάς», παραπέμπει όμως και σε όποιον συνελήφθη από ελαττωματική / λειψή ριξιά, κατά το Γαλλικό mal foutu.

- Ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο.
(εδώ)

- … ποιον ειπες βουρλο μωρη κακοχυμενη χλαπατσα; (εδώ)

- Πήγα να κάνω ένα μπλούμ στο ντους και με το που πάτησα στο βρεμένο πάτωμα του μπάνιου γλίστρησα. Το αριστερό πόδι πήγε μπροστά και το δεξί πίσω. Για να αποφύγω το σπαγκάτο πιάστηκα από το χερούλι της πόρτας η οποία άνοιξε (προς τα έξω). Κουτρουβάλιασα στο χαλί του δωματίου σαν κακοχυμένος λουκουμάς και αποφάσισα να μείνω εκεί ένα 5-λεπτο για να αναλογιστώ την κατάστασή μου. Αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάφρος. Υποτιμητικός ορισμός προς άλλους ή καταστάσεις. Σημαίνει μαυρίλα ή, ενίοτε, αναφέρεται στην ιδιαίτερη οσμή ιδρώτα του μαύρου δέρματος.

Ουρά στα ταμεία μιας κλεφτοτράπεζας (το όνομα διαλέξτε το κατά το δοκούν, after all όλες ίδιες είναι):
- Ρε Μητσάρα, τι γίνεται εδώ ρε; Μέχρι στην είσοδο είναι η ουρά!
- Ναι ρε φίλε, πάμε να την κάνουμε, δεν αντέχω τέτοια καφρίλα…

(από Vrastaman, 28/11/09)

Οι νεότεροι σλάνγκοι ας εκλάβουν τον ορισμό, το παράδειγμα αλλά τα σχόλια του λήμματος αυτούνου ως οδηγό για το πώς [i]δεν πρέπει να λημματοδοτεί[/i] κανείς το σλανγκρρρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ακραίας δυσαρέσκειας και θυμού για μια συνεχιζόμενη δεινοπάθηση ή ταλαιπωρία που υφιστάμεθα.

Η αιτία της αγανάκτησής μας μπορεί να είναι κάποιος συνάνθρωπός μας (παρ.1), η θεά τύχη που μας έχει μονίμως κλασμένους (παρ.2), η άτιμη κενωνία, ο ανάστροφος Ερμής, το Ελ Νίνιο, ο Χατζηπετρής κ.λπ, κ.λπ. - υπάρχει πάντα κάτι να κατηγορήσει κανείς.

Η φάση προφέρεται συνηθέστερα κοιτώντας ψηλά και πολλές φορές μέσα από τα δόντια.

  1. Πάλι το έχασε με κενό τέρμα; Πάλι γλαρόσουπα φάγαμε, γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ;

  2. Όχι ρε μπούστη μου, πάλι πηγμένος ο περιφερειακός, πάλι δυό ώρες θα κάνουμε να φτάσουμε σπίτι, γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ.

Γενικότερα δες γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified