Further tags

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (πληθ.) Τα πολύ μικρά γράμματα μιας γραμματοσειράς ή ενός γραφικού χαρακτήρα.

  2. Ο υπερβολικά τακτικός και οργανωτικός άνθρωπος. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό γίνεται επίθετο: «ψείρας» (αρσ. και για τα δύο φύλα)

  3. Το πολύ μικρού μεγέθους μικρόφωνο που τοποθετείται μέσα από το ρούχο ενός συνεντευξιαζόμενου και πιάνεται στον γιακά, ώστε να μην φαίνεται αλλά αυτός να ακούγεται καλά.

  4. (πληθ.) Τα ψιλά χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, πολλά μαζί (συνήθως καμιά 60αριά) ώστε να σχηματίζουν γιρλάντα.

  1. - Ποιον έχουν καλεσμένο στο πάνελ σήμερα;
    - Δεν τον ξέρω.
    - Δεν έγραφε;
    - Και πού θες να διαβάσω εγώ αυτές τις ψείρες χωρίς γυαλιά;

  2. Ωραίος γκόμενος ο Αποστόλης αλλά πολύ ψείρας βρε παιδάκι μου, όλα πρέπει να είναι στην εντέλεια για να μπορέσει να λειτουργήσει. Και άμα του το λες, απαντά «α, όλα κι όλα, είμαι τελειομανής, το ξέρετε». Ένας υποχόνδριος μαλάκας και μισός είναι.

  3. Χθες στα γυρίσματα έγινε μια κόμπλα άλλο πράμα. Πέθανα στα γέλια. Η κυρία Τομπαίζογλου φορούσε φουστάνι και για να περάσει την ψείρα έπρεπε να την βάλει από κάτω. Της είπε ο Τάκης να το κάνει μόνη της καλύτερα κι αυτή απάντησε «Όχι μωρό μου, βάλτο μου εσύ».

  4. Πάλι αγόρασες ψείρες γαμώ την οικονομική μου κρίση μέσα; Κάθε Χριστούγεννα αυτό το βιολί θα έχουμε;

βλ. και τον ορισμό του χρήστη perkins για συμπλήρωμα στο 4 του παρόντος ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λήμμα αυτό φέρει δύο ευρύτερες έννοιες:

  • Της λεκάνης τουαλέτας και δη της όρθιας (οθωμανικού τύπου),
  • Του δειλού χέστη, κατά το χεσμεντέν.

Εκ του αρχαίου χέζω («αφοδεύω»).

Πρώτη έννοια
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
(από εδώ)

Δεύτερη έννοια
Ο παππούς μου λέει πως κατά βάθος είναι ευαίσθητος και διψασμένος για ζωή σαν όλους τους ανθρώπους, μα δεν το ξέρει κι ούτε το μπορεί. ''Θύμα του εαυτού του'', έτσι τον ονομάζει στις καλές του, ή σκέτα ''χεσμετζέ'' τις καθημερινές.
(από εδώ)

(από nick, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει:

1. Επίχρυσο περιδέραιο με μπαρόκ διακοσμητικά στοιχεία, μέρος της γυναικείας αστικής φορεσιάς των Ιωαννίνων αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας.

Ο Πετρόπουλος διασώζει πως χαρχάλια ήταν τα κοσμήματα - κουδουνάκια που φορούσαν οι ανατολίτισσες χορεύτριες στα πόδια τους.

Προέρχεται από το τούρκικο halhal.

2. Σαρκώδης έκφυση - κρεμάμενη σάρκα απ’ όπου προκύπτουν:

  • το λειρί (και κακάλι) αλλά και το κάτω από το ράμφος σάρκωμα του πετεινού,
  • στον πληθυντικό, χαρχάλια: τα αρχίδια (με έμφαση στο κρεμάμενο άμα χαλαρά, της εμφάνισής τους), (όπως σωστά λέει ο lykos εδώ),
  • η κλειτορίδα (πάλι από τον Πετρόπουλο, που παρεμπιπτόντως, παράλληλα με το γνωστό και κλασικό γλωσσίδι αποκαλεί παραψώλι τη μεγάλη σε μέγεθος κλειτορίδα).

    Η συνηθέστερη ετυμολογία είναι πως προέρχεται απ’ το μεσαιωνικό καρακάλλιον που είναι υποκοριστικό του αρχαίου καράκαλλον που σχετίζεται με το λατινικό caracalla που σημαίνει κουκούλα.

Κατά δεύτερη ετυμολογία, προέρχεται απ’ το κάλλαιον με αναδίπλωση του κα-, αντικατάσταση του κ από χ κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα (κακάλλαιον – κακάλι- χαχάλι – χαρχάλι). Παρομοίως ετυμολογεί εδώ κι ο Βασίλης-7. Έτσι πιστεύω πως ετυμολογούνται και τα: καρκάλια, κάκαλα.

Παρεμπιπτόντως – για να βοηθήσω στην εδώ απορία των Bes, Bubis - το καρκάλι με την έννοια: κεφάλι, γκλάβα, κούτρα, μέτωπο και νιονιό μπορεί να έδωσε (το πιθανότερο) ή να προέρχεται απ’ το χρησιμοποιούμενο γύρω απ’ τη Χαλκίδα καρκαλί = ψωλοκέφαλο.

3. (Στον πληθυντικό) μύτες, ακίδες, οδοντωτό/ζικ-ζακ περίγραμμα (σχήμα του λειριού του πετεινού) με έμφαση στο ότι κρέμονται (συναντάται και σαν «χαχάλια») απ’ όπου προκύπτουν:

  • διακόσμηση σε καπέλο,
  • το δαντελωτό τελείωμα - φινίρισμα ενός εργόχειρου.

    4. Με ηχομιμητική ετυμολογία προκύπτουν:

  • το ποτάμι, το αυλάκι με νερό (και χαρχαλιά). (Στην Κρήτη κι όχι μόνο)

  • ο νερόμυλος (Στην Ευρυτανία)
  • χαρχαλία (επιπλέον του κοχλίδαι), τα σαλιγκάρια κι ειδικότερα το κέλυφός τους. (Στα Ποντιακά)

    Πιο σλανγκικά:

5. Οποιαδήποτε μηχανή, συσκευή, κατασκευή που δεν λειτουργεί σωστά, κάνοντας θόρυβο είτε επειδή είναι χαλασμένη, σαραβαλιασμένη, ξεχαρβαλωμένη είτε επειδή είναι πολύ παλιά. Εδώ η έννοια είναι πολύ κοντά στα χάρχαλο, χάρβαλο, χαρχάλα, χαρχάλω, .

6. Μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπα, παρόμοιος (αλλά κάπως ηπιότερος) με την υβριστική έννοια του αρχίδι, ρεμάλι. Πιο περιπαικτικός όταν τονίζεται το –χάλι.

  1. «..ξαφνικά αντιλαμβάνεται να τον ακολουθεί ένας παπάς, με το θυμιατό του δε, να τον λιβανίζει, αρχίζει να επιταχύνει το βήμα του το ίδιο όμως κάνει και ο παπάς, ψάχνει με αγωνία να βρει σπίτι με φως. Βάζει τις φωνές: “βοήθεια χωριανοί ένας παπάς με ακολουθεί και με θυμιατίζει με τα χαρχάλια του” …»

  2. «…Το πρόβλημα είναι ότι μερικοί ακόμα νομίζουνε ότι λόγω της θέσεως τους είναι αρχηγοί κράτους. Όχι κύριοι, με την στάση σας αποδεικνύεται δυο πράγματα: ότι έχετε κόμπλεξ κατωτερότητας και ότι νομίζετε ότι έχετε πιάσει τον Χριστό απ’ τα χαρχάλια!...»

  3. «…Επειδή δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα οι χαρτοπετσέτες και τα αλουμινόχαρτα, όσες βοηθούσαν στην ετοιμασία έπρεπε μεταξύ άλλων να κόψουν και τετράγωνα κομμάτια χαρτί «με χαρχάλια» από γυαλιστερές κόλλες ή στη χειρότερη περίπτωση εφημερίδες, όπου θα τύλιγαν τα εν λόγω γλυκά…»

  4. «Δοκίμασα να σ' αρνηθώ για ν' αγαπήσω άλλη, μα αλάργο σου μοιάζει η ζωή με τ’ άνυδρο χαρχάλι!....» (Κρητικές μαντινάδες)

  5. «Το βότο γκαλίζει στο χαρχαλία»: (Το νερό πηγαίνει στο μύλο)

  6. «…είναι γνωστό το καλαμπούρι που λένε δήθεν για Πόντιους αλλά μάλλον από άλλη ράτσα θα ήταν αυτός που την έπαθε: Έβαλε να βράσει σαλιγκάρια αλλά η κατσαρόλα λέει στράβωσε, έλιωσε και τα «χαρχαλία» τα τσέφλια δηλαδή δεν είχαν βράσει…»

  7. «Πουλί που τη φωλιά θωρεί στο γυρισμό χαρχάλι μ' ίντα ψυχή και δύναμη να ξαναχτίσει άλλη...»

  8. «..μιλάμε το αμάξι δε πήγαινε μια. Δεν κρατούσε ρελαντί οι στροφές έπεφταν... ο θόρυβος του ήταν απαίσιος έκανε σαν χαρχάλι...»

  9. «…Έκανα σύνδεση σε γνωστή εταιρεία η οποία μου προμήθευσε ένα χαρχάλι μόντεμ το οποίο δεν μου δίνει την δυνατότητα να συνδέσω 2 υπολογιστές….»

  10. «..Ρε θα ήταν καλύτερο να πάρω μαζί κάμερα 10 μεγκαπίξελ και χαρχάλι κινητό ή καλό κινητό με κάμερα 5 μεγκαπίξελ;…»

  11. «…Ένα χαρχάλι της κακιάς ώρας, που τον έχουν διώξει από άλλα 2 σχολεία (και θα τον διώξουν κι απ' αυτό), με μόλις 3 μέρες εδώ, πήρε τη βάση του μικροφώνου, και μου 'ριξε μια στην πλάτη (εγώ καθόμουν, δεν είχα πάρει χαμπάρι)…»

  12. «..Καλά βρε χαρχάλι!! Τι παπαριές έγραφες στον Πέρι στα σχόλια στο βιντεάκι του Πάνου; Φίδι; Είναι δυνατόν να πιστεύεις εσύ με τα αδιάψευστα στοιχεία ότι η Βουλγαρία επί κατοχής ήταν κομμουνιστική;…»

Γιαννιώτικο χαρχάλι (από sstteffannoss, 03/01/11)χαρχάλια (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ερειπωμένο, το ετοιμόροπο, το σαράβαλο. Κυρίως για αντικείμενα, αλλά και για ανθρώπους (σπανιότερα).

Τρεις ετυμολογίες ερίζουν για την πατρότητα της λέξεως.

  1. από το Ομηρικόν επίθετον καρφαλέος που σημαίνει ξηρός, χωρίς χυμούς, οπότε και

Κάρφος=το μικρό και ξερό κομάτι ξύλου
Κάρφη και καρφίον=το ξύλινο καρφί
Καρφόω=καρφώνω
Κάρφαλος=το άχρηστο ξερό ξύλο

Στην πιο πάνω ετυμολογική ερμηνεία η αντικατάσταση του κ με το χ (κ-γ-χ, ουρανικόληκτα) και του φ με το β (π-β-φ, χειλεόφωνα), είναι συνηθισμένη στην γλώσσα, οπότε και προκύπτει το χάρβαλος εκ του κάρφαλος.

  1. Κατά τον Γ. Χατζιδάκι, η λέξη χάρβαλον είναι μεσαιωνική και παράγεται με αντιμετάθεση των συμφώνων από την λέξη χάλαβρο, η οποία με την σειρά της ετυμολογείται από το αρχαίο επίθετο χαλαβρός, που είναι παράλληλος τύπος του χαλαρός.

  2. Κατά τον Δ. Σκαρλάτο, χάρβαλο = ξεσκισμένο ύφασμα και την ετυμολογεί (με αντιμετάθεση) από το μεσαιωνικό χάραυλον = βράχος απόκρημνος φαγωμένος υπό των κυμάτων.

  1. - Το είδες το σπίτι του Νώντα;
    - Ναι, σκέτο χάρβαλο είναι.

  2. - Ρε συ, το αυτοκίνητό σου έχει καταντήσει χάρβαλο πια.

  3. - Πονάνε τα γόνατά σου, η μέση σου, τα χέρια σου. Χάρβαλο κατάντησες, καημένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσφατα ασχολήθηκα με την ομοηχία των λέξεων καραμπουζουκλής και μπουζούκι, εξηγώντας εδώ: 1, 2, 3, πως ουσιαστικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, αφού το καραμπουζουκλής σημαίνει «μαυρομούστακος» (kara-biyik-li), το μπουζούκι είναι έγχορδο μουσικό όργανο της αρχαίας ανατολικομεσογειακής περιφέρειας, της ευρύτερης οικογένειας των λαουτοειδών / πανδουροειδών / ταμπουροειδών και σημαίνει «μεγάλος (bozorg-i στα Περσικά) ταμπουράς» και ουδεμία σχέση έχει με το bozuk («χαλασμένο, κατεστραμμένο» στα τουρκικά), παρότι η ελληνοποιημένη λέξη μπουζούκι φαίνεται να συνηχεί καλύτερα (καλλίτερα) με το τουρκικό bozuk παρά με το πέρσικο bozorg-i, πλην όμως η ουσία και η αλήθεια είναι διαφορετικές από την απλή ομοηχία λέξεων.

Το ίδιο συνέβη και εδώ: 1, 2, όπου ανέλυσα πως ουδεμία σχέση έχει το υπόδημα (παπούτσι) του τύπου τσαρούχι, με το ομόηχο cirah-i που σημαίνει «πληγή» στα οθωμανικά/τουρκικά, και πως όταν οι παλαιότεροι έλεγαν «το στόμα μου έγινε τσαρούχι», ουσιαστικά εννοούσαν πως «το στόμα μου έγινε cirah-i, δηλ. πληγή» και όχι φυσικά κάτι σαν το παπούτσι/τσαρούχι!

Σήμερα επανέρχομαι με κάτι πιο εξειδικευμένο που ομοίως λόγω της φαινομενικής ομοηχίας των λέξεων μάλλον δημιουργεί λάθος συμπεράσματα. Ειδικότερα, μια φίλη μου που διάβασε για το χαρέμι της οθωμανικής αυλής, εντόπισε τη λέξη χαλβέτ-ι και επ' ευκαιρία ανοίξαμε μια συζήτηση για το τι σημαίνει ετυμολογικο-ιστορικά, ποια η σχέση της λέξης με τον χαλβά που αρέσκοντο στο Τοπ-Καπί και τελικά με την λαϊκή λέξη χαλβάδιασμα;

Ας τα πάρουμε με την σειρά. Η khalwati (επίσης γνωστή ως khalwatiyya, khalwatiya, ή halveti, όπως είναι γνωστή στην Τουρκία) ήταν (είναι;) ισλαμική αδελφότητα των Sufi (tariqa), εξ ίσου δημοφιλής με τις αδελφότητες Naqshbandi, Qadiri και Shadhili. Το όνομά της προέρχεται από την αραβική λέξη khalwa, που σημαίνει: «μέθοδος της απόσυρσης ή απομόνωσης, αναχώρησης από τον κόσμο για μυστικιστικούς λόγους».

Η αδελφότητα ιδρύθηκε από τον Umar al-Khalwati στην πόλη Χεράτ, της μεσαιωνικής Khorasan (σήμερα δυτικό Αφγανιστάν). Ωστόσο ο Umar ήταν μαθητής του Umar Shirvani Yahya, ο οποίος ίδρυσε το «Way Khalwati» και είχε γράψει το λατρευτικό κείμενο Khalwatiyya. Η αδελφότητα αυτή ήταν πολύ ασκητική και μοναχική, σχεδόν ατομικιστική (zuhd), και ενίσχυε την αποχώρηση / αναχώρηση (khalwa) από τον κόσμο, γεγονός που τη διαφοροποιούσε από τις άλλες Σούφικες αδελφότητες (βλ. και το χρονολογικά προγενέστερο κίνημα των χριστιανών αναχωρητών στην έρημο).

Ας δούμε και το έτυμον της λέξεως, σε διάφορες αραβικές παραλλαγές:
1) عزلة : απομόνωση, προστασία της ιδιωτικής ζωής, μοναξιά, αποξένωση, μοναξιά
2) حدة: σοβαρότητα, ένταση, ευκρίνεια, εντατικοποίηση, οξύτητα, μοναξιά
3) وحدة: μονάδα, ενότητα, μοναξιά, κοινότητα
4) توحد: ομοιομορφία, μοναξιά, αλλά και συνταξιοδότηση
5) انعزال :απομόνωση, διαχωρισμός, μόνωση, αποκόλληση, απόσχιση, μοναξιά και
6) وحشة: μέριμνα, μοναξιά

Στο Σουφισμό, khalwa ήταν επίσης to μοναχικό καταφύγιο, στο οποίο ένας μαθητής / Σούφι (murid), αναχωρούσε για 40 ημέρες προκειμένου να κάνει εκτεταμένες πνευματικές ασκήσεις υπό την καθοδήγηση του δασκάλου του Shaykh, απ' όπου έβγαινε μόνον για να προσευχηθεί μαζί με το δάσκαλό του, για να συζητήσουν τα όνειρα και τα οράματά του. Αλλά και οι Δρούζοι μουσουλμάνοι το κύριο ιερό τους το ονομάζουν Khalwat al-Bayada.

Στην τουρκική προφορά και ορθογραφία η λέξη έγινε halvet, χαλβέτ-ι, και το λεξικό της τουρκικής γλώσσας, αφού παραπέμπει στις αραβικές ρίζες της λέξης, αναφέρει:

  • issız yerde yalnız kalma: μοναχική θέση, για να είναι κάποιος/α μόνος/η
  • issız ve kapalı yer: μοναχική και κλειστή θέση
  • hamamlarda çok sıcak küçük yer: μικρό μέρος, αλλά και πολύ ζεστό χαμάμ!

Την οθωμανική όμως περίοδο και ειδικά στο χαρέμι, όταν ο αρχιευνούχος ετοίμαζε μία κοπέλα για χαλβέτι με τον Σουλτάνο, εννοούσε μία ολόκληρη διαδικασία που είχε να κάνει με ζεστό μπάνιο στο χαμάμ και στη συνέχεια απομόνωση με το σουλτάνο, προκειμένου να ενωθούν εις σάρκαν μίαν και εάν ήταν «τυχερή» να μείνει έγκυος, θα αναβαθμιζόταν από haseki (επιλεγμένη) σε hatun (σύζυγο) και ενδεχομένως σε μητέρα διαδόχου valide (βασιλομήτωρ), οπότε ενδεχομένως να διοικούσε ολόκληρη την αυτοκρατορία κάποια στιγμή. Επομένως η μόνη διέξοδος για μία ταλαίπωρη κοπέλα, που είχε αρπαχτεί και πωληθεί για το χαρέμι, ήταν είτε ο θάνατος, είτε να μείνει απλά «δούλη / kul» του χαρεμιού, είτε να προσπαθήσει να αναδυθεί μέσα από τη διαδικασία του χαλβέτ, όσο και εάν απεχθανόταν το μέρος που την είχε ρίξει η τύχη της (όμως δεν ίσχυε για όλες αυτό· πολλές όχι μόνον έμεναν με τη θέλησή τους, αλλά επεδίωκαν να ενταχθούν στο χαρέμι και από εκεί με σειρά από ίντριγκες, δολοπλοκίες και δολοφονίες να γίνουν Σουλτάνες αυτοκράτειρες).

Μία άλλη αραβικής προέλευσης λέξης που ομοηχεί με το χαλβέτ, είναι ο γνωστός μας χαλβάς, ή halawa, alva, halwo, haleweh, helwa, helava, helva, halwa, halua, aluva, chalva, chałwa, حلاوة, γλυκό πασίγνωστο σε όλη τη Μέση Ανατολή, τη Νότια Ασία, την Κεντρική Ασία, τη Δυτική Ασία, τη Βόρεια Αφρική, το Κέρας της Αφρικής, τα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη, τη Μάλτα και τον εβραϊκό κόσμο.

Η λέξη χαλβάς (αραβικά: حلوى / halwa), σημαίνει «γλυκό», και χρησιμοποιείται για να περιγράψει συγκεκριμένα είδη επιδορπίων που δεν είναι του παρόντος η παράθεση των συνταγών τους. Όμως συχνά λέμε και ακούμε το ρήμα και το ουσιαστικό: χαλβαδιάζω και χαλβάδιασμα εννοώντας: «κοιτάζω κάτι με θαυμασμό, το λιγουρεύομαι, ή ακόμα και παρατηρώ κάποιο άτομο με ερωτικές διαθέσεις, το ζαχαρώνω, το γλυκοκοιτάζω».

Αν ισχύει το έτυμον του χαλβαδιάσματος από τον χαλβά (γλυκό), τότε όντως η έκφραση σημαίνει πως «γλυκοκοιτάζω». Γιατί όμως «γλυκοκοιτάζω ερωτικά»; μήπως εμπλέκεται και ο σχεδόν ομόηχος όρος χαλβέτ, που κατ' επέκταση σημαίνει πως γλυκοκοιτάζω, αλλά με διάθεση απομόνωσης του ατόμου γιατί έχω ερωτικές προσδοκίες από την απομόνωση αυτή, όπως είχε ο εκάστοτε σουλτάνος με τις haseki / επιλεγμένες; Ή μήπως οι λέξεις και οι εκφράσεις χαλβαδιάζω, χαλβάδιασμα κ.λ.π είναι ο απόηχος των οθωμανικών helva sohberlri (κουβέντες του χαλβά) που ήταν γνωστή συνήθεια των συντεχνιών φουτουββέτ και είχε διαδοθεί περαιτέρω στους αξιωματούχους του κράτους και στα ανώτερα και μέσα κοινωνικά στρώματα, όταν έκαναν βεγγέρες στα σπίτια ιδιαίτερα τον χειμώνα;

Από τα τέλη Δεκεμβρίου έως τα τέλη Mαρτίου (περίοδος ερμπαΐν, 40 μέρες μετά την 21 Δεκεμβρίου, και χαμσίν, άλλες 50 μέρες) οι εύποροι μουσουλμάνοι έκαναν υπέρ της υγείας τους θυσίες (κουρμπάν) -συνήθως προβάτων- και επιδίδονταν στην οργάνωση νυκτερινών συγκεντρώσεων που αποκαλούνταν «κουβέντες του χαλβά». Περισσότερο μεγαλόπρεπες ήταν οι συγκεντρώσεις που πραγματοποιούνταν σε κονάκια των βεζίρηδων και ανώτατων αξιωματούχων, δεδομένου ότι θεωρούνταν μεγάλο κοσμικό γεγονός.

Mε τον τρόπο οργάνωσης αλλά και με τα μέσα διασκέδασης και τα εδέσματα που προσέφεραν, ορισμένες από τις συγκεντρώσεις αυτές, ήταν πιο σημαντικές και από τις γαμήλιες γιορτές ή τις γιορτές περιτομής (σουνέτ). Προσκαλούνταν ποιητές, στοχαστές, μουσικοσυνθέτες, μουσικοί και τραγουδιστές και ήταν ευκαιρία για πολλούς ευγενείς την καταγωγή και τους τρόπους (κιμπάρηδες) να επιδείξουν τα πλούτη τους, συναγωνιζόμενοι μεταξύ τους και ψάχνοντας, χαλβαδιάζοντας νύφη!

Οι ποιητές που παρευρίσκονταν, συνέθεταν ειδικά στιχουργήματα (κασιντέ) για κάθε μια από τις συγκεντρώσεις που καλούνταν να συμμετάσχουν. Ενίοτε «κουβέντες του χαλβά» διοργάνωνε και ο ίδιος ο σουλτάνος στα ανάκτορα, στις οποίες προσέρχονταν οι κυβερνητικοί παράγοντες. Στα κονάκια και τα σαράγια των πλουσίων μεταξύ των καλεσμένων παιζόταν το παιχνίδι που αποκαλούνταν «μετακόμισε το χωριό», αλλά και το «δακτυλίδι», ο «μύλος» κ.ά.

Κατά περίπτωση, συγκεντρώσεις γίνονταν και προς τιμή ξένων πρεσβευτών, προς εντυπωσιασμό των οποίων υπήρχε ορχήστρα με 50-60 μουσικά όργανα. Στο τέλος της εκδήλωσης δίδονταν στους προσκαλεσμένους και τους αναμένοντες στην πόρτα τσαούσηδες και λοιπά μέλη της συνοδείας του πρεσβευτή σαν δώρα, γούνες.

«Κουβέντες του χαλβά» γίνονταν αποκλειστικά και για γυναίκες. Στην περίπτωση αυτή τις δαπάνες οργάνωσης μπορεί να τις αναδεχόταν ένα άτομο, η οικοδέσποινα, μπορεί όμως και να κατανέμονταν μεταξύ των οργανωτριών. Στις συγκεντρώσεις αυτές προσφέρονταν διάφορα εύγευστα εδέσματα, παραγεμιστές γαλοπούλες, μπουρέκια (διάφορες πίττες) και γλυκά όπως ρεβανί, κανταΐφι, μπακλαβάς, εκμέκ με καϊμάκι, σερμπέτια και η σπεσιαλιτέ της Κωνσταντινούπολης ο περίφημος μποζάς (παχύρρευστο παρασκεύασμα από εκχύλισμα κριθαριού).

Πραγματική ιεροτελεστία ήταν η παρασκευή με μεγάλη επιδεξιότητα του χαλβά που προσφερόταν και από αυτόν είχαν λάβει το όνομά τους οι συγκεντρώσεις αυτές. Επρόκειτο για τον περιώνυμο κετέν χαλβά (ψιλός χαλβάς του λιναρόσπορου) από ζάχαρη. Άρχιζε από μια δοξαστική ωδή και συνέχιζε κατά τη διάρκεια της παρασκευής με τραγούδια των παρισταμένων και αινίγματα που έλυναν μεταξύ τους, σαν το παρακάτω τραγούδι που είχε ηχογραφήσει η περίφημη Ζεχρά Μπιλήρ το 1935 και βρήκα σε cd της KALAΝ:

Κάτω απ' τα τσαντήρια είναι ωραία,
έγνεψα στην αγάπη την παλιά.
Θυσία η μάνα μου, θυσία κι εγώ
για την αγάπη με τα ρούχα τα καλά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Το μαύρο πρόβατο έχει κρέας με την οκά,
όταν το καβουρντίζεις έχει νοστιμιά
και η κόρη που παντρεύεται τον χήρο
δεν πεθαίνει αλλά πονάει στην καρδιά.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά.
Του σπιτιού είναι η κολόνα,
καρπός πιο λευκός κι από τα χιόνια
Κι εκείνος που χωρίζει απ' την αγάπη του,
η καρδιά του καίγεται στα χρόνια.
Χαλβατζή χαλβά, με λιναρόσπορο χαλβά,
με ζάχαρη λουκουμτζίδικο χαλβά

Στις συγκεντρώσεις αυτές που οργάνωναν, όπως ήταν επόμενο και οι αδελφότητες των συντεχνιών, εκμισθώνονταν και οργανοπαίχτες, μίμοι, παραμυθάδες κ.ά. Γι' αυτό οι «κουβέντες του χαλβά» συνεχίστηκαν μέχρι την οριστική κατάργηση των συντεχνιών και το ατόνισμα του συνοικεσίου με επίδειξη της νύφης προς τον καλοβαλμένο γαμπρό!


Βιβλ.: N. Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα III, Πανεπ. Παραδόσεις, Πάντειο
Δημ. Σταθακόπουλος, Ιστορικές και κοινωνικές δομές του μουσικού θεάματος και ακροάματος στην οθωμανική αυτοκρατορία – η συμβολή των ρωμιών, Πάντειο 2009

  1. Είσαι για χαλβέτι ;-)

  2. Μα τι χαλβάς είσαι;

  3. Την/τον/το χαλβαδιάζω συνεχώς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified