Further tags

Βλεννώδες / κολλώδες έκκριμα υψηλής συγκέντρωσης (αυτό που λέμε «κομμάτι»), χρώματος υποκίτρινου έως χαλκοπράσινου, αναμεμειγμένο με σίελο και προερχόμενο κυρίως εκ της ρινικής κοιλότητος κι εξερχομένο εκ της στοματικής, σε διάμετρο προσομοιάζουσα το πάλαι ποτέ ισχύον ελληνικό νόμισμα (θα έλεγα όχι αυτό το κούτσικο των τελευταίων δεκαετιών προ αντικαταστάσεως της Δραχμής εκ του Ευρώ, μεταπολιτευτικής κυκλοφορίας, απεικονίζον τον Αριστοτέλη, αλλ' αυτό το χορταστικού μεγέθους με τον τέως βασιλιά Παύλο που είχε προηγηθεί).

Κατά περίπτωση, εμπλουτίζεται με ανάλογο υλικό προερχόμενο εκ του φάρυγγος.

Συνώνυμα: ταληράκι, ροχάλα, χλέπα, χλεμπόνα κ.α.

Του έφτυσε ένα τάληρο κατάμουτρα, που ήθελε γυαλόχαρτο να φύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιχλιμπίδια, πραματάκια, σκατολοΐδια, στολιδάκια και γενικώς διακοσμητικά κρεματζόλια που προσαρτούνται σε κινητά, αρμαθιές κλειδιών, αλυσίδες χεριών και λαιμού, αυτιά και λοιπά (καθώς στα μήδια του παρόντος).

Στα χωριά ορισμένων από μας μπορεί να ακούσετε ως συνώνυμο και τον όρο τσαρμζ. Στα χωριά των υπoλοίπων παίζεται η λέξη να προέρχεται από το λειρί που είναι το βασικό στολίδι του κόκκορα (παράδειγμα 3). Ή, που λέει και ο καθυστερημένος λόγος, από το λιλί - τσουτσούνι στα Ποντιακά.

Κάθε επίδοξη φασιονίστα έχει ένα τουλάχιστον λιλί να κρέμεται από το κινητό και κάθε σωστή λατέρνα έχει δεκάδες λιλιά να κρέμονται από παντού.

- Καινούρια συσκευή; Να δω!
- Σιγά ρε, μη το τραβάς έτσι, θα τα κόψεις τα λιλιά του!
- ...Α μωρέ μαλάκα δεν σου είπα με τα σάμψουνγκ δεν μπορείς να γράψεις sms της προκοπής, ας πρόσεχες ... καλά ρε, τι είναι αυτά που του 'χεις κρεμάσει, τώρα τα πρόσεξα...;
- Σβαρόφσκυ άσχετη.
- Κι εγώ σ' αγαπάω. Βάλτου κι ένα «μπαμπά μην τρέχεις».
- Ομιτζί και τρία λολ.

Εδώ: Τα απογεύματα στην Πάρο συνήθως μ' αρέσει να κάνω σουλάτσο στα στενάκια της Παροικιάς να χαζεύω λιλιά και άλλες ομορφιές, να κλέψω καμμιά ιδέα γιά να φτιάξω καμμιά καλλιτεχνία, μα κυρίως ν' απολαύσω την αίσθηση της.

Εδώ: Από κοντά στις κοτούλες, τριγυρίζανε πάντα αλαζονικά, σαν «προστάτες» και σαν «άρχοντες» κι ένα-δυο πετεινάρια. Με τα «λιλιά» τους, τα «σπιρούνια» τους και τα πλουμιστά φτερά, επέβαλλαν την παρουσία τους επιδεικτικά και παραβγαίνανε σε λαρυγγισμούς και κικιρίκου ο ένας τον άλλον, απ'; τα χαράματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «ούτε για συνδετήρες».

Απαξιωτική έκφραση για οποιοδήποτε παλιό ή / και άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο, αλλά χρησιμοποιείται ιδίως για πλοίο ή αυτοκίνητο, με την σημασία ότι είναι τόσο ακατάλληλο λόγω φθοράς, ώστε δεν αξίζει ούτε να πουληθεί για παλιοσίδερα, να λιώσει και να ξαναχυθεί για να κατασκευαστούν έστω και τα πιο ευτελή μεταλλικά εξαρτήματα.

Τα πολεμικά πλοία καταλήγουν στα ο.π.π., τα εμπορικά σαπίζουν στο ντόκο μαζί μ’ ένα βατσιμάνη (μην κλαπεί κανένα όργανο ή καμιά μπαρούμα = τα μόνα που αξίζουν κάτι) και τα αυτοκίνητα μετά από ένα γερό τράκο, αφού καμία ασφαλιστική δεν πληρώνει την επισκευή, αλλά την εκτιμώμενη αξία (λόγω ολοκληρωτικής καταστροφής), στη συνέχεια παραδίδονται με πρωτόκολλο σε μάντρες για σκραπ.

Σχετικά: Σακαράκα, κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα, παντόφολα, μπακατέλα, καφεκούτι, για τα μπάζα, σαράβαλο, σαπάκι, ρημάδι, προπολεμικό, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς), βίδες, σμπαράλια (Μικρασιατικά) κ.α.

- Πού θα πας διακοπές;
- Κρήτη, έχω κλείσει και εισιτήριο!
- Με ποιο φεύγεις;
- Με το «Κάντια»...
- Να σου πω, μπάνιο ξέρεις;
- Γιατί;
- Ρε άκου που σου λέω, το καράβι δεν είναι ούτε για καρφίτσες! Πώς νομίζεις ότι έμαθε σέρφινγκ ο Κακλαμανάκης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρὀκειται για το ρήμα του γούτσου, το οποίο χρησιμοποιείται και σαν ουσιαστικό.

- Καλέ τι γλυκούλι είναι... Θέλω να το κάνω γούτσου-γούτσου!

- Η στρίγγλα-αφέντρα-dominatrice Παναγιώτα Βλαντή μέσα σε ένα επεισόδιο εξελίχθηκε σε γατούλα-housewife που ψοφάει για γούτσου - γούτσου» (google.gr)

- Δηλώνω ότι είμαι τύπος ΓΟΥΤΣΟΥ ΓΟΥΤΣΟΥ», σελίδα στο Facebook

- Όνομα μαγαζιού στη Μύκονο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο που, πρώτον, στεγνώνει πολύ γρήγορα καθότι λεπτό, βου δεν θέλει σιδέρωμα επειδή δεν τσαλακώνει (άρα είναι +/- συνθετικό) ή φοριέται επίτηδες τσαλακωμένο.

Πλύνε-βάλε σημαίνει ότι είναι τόσο εύκολο ρούχο ώστε το φοράς, γυρίζεις σπίτι σου, το πλένεις και, την ίδια μέρα λέμε τώρα άμα λάχει το ξαναφοράς και ξαναβγαίνεις.

Το στέγνωμα ούτε που αναφέρεται στην έκφραση, τόσο αμελητέα υπόθεση είναι.

Πλύνε-βάλε, μπορεί κάλλιστα να είναι ένα Μικρό Μαύρο Φόρεμα, ας πούμε. Αλλά και οτιδήποτε είναι ελαφρύ και μικρό σχετικά σε μέγεθος.

Το σίγουρα αντίθετο του πλύνε-βάλε είναι το τζην.

Να σημειωθεί ότι σπανίως αφορά αντρικό ρούχο η έκφραση.

- Ωραίο μπλουζάκι!!!
- Φχαριστώ. Είναι και πλύνε-βάλε, πολύ με έχει βολέψει.

Got a better definition? Add it!

Published

κούσουλος, -η, -ο, ουσιαστικό.

  1. Ο κουτσουρεμένος, ο χτυπημένος στο κεφάλι μετά από καυγά ή από ατύχημα. Λέγεται και για ζώα π.χ. για τουμπιές (= κτυπήματα με το ανθεκτικό τους μέτωπο) μεταξύ τράγων.

  2. Στα κυπριακά: κούσουλος = ο πρόξενος (η λέξη λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένο και παραχαϊδεμένο πρόσωπο. Το ίδιο και η λέξη τσελεπής = ευγενής, που τη λέμε χαριτολογώντας με την έννοια «αγάπη μου», «μωρό μου»).

Προφανώς αυτό προέρχεται από το βυζαντινό «κόνσολος» (ίσως και με τη μεσολάβηση του τουρκ. kónsolos) με αρχικό το λατινικό consul =σύμβουλος, αξιωματούχος στην αρχ. Ρώμη.

  1. Μητέρα προς άρρεν τέκνο:
    - Πού κτύπησες το κεφάλι σου έτσι; Το έκανες κούσουλο, πάλι με τον Γιωργάκη καυγάδιζες;

Billy-goat\'s  fight (από tryager, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αποκρουστικό τσαπόνυχο ή άλλως ταξιτζίδικο νύχι που χρησιμοποιείται για να ξύνεις ή να ξύνεσαι. Αρχικά απετέλεσε βλαχοκυριλέ status symbol όσων ήθελαν να διατυμπανίσουν ότι δεν ασχολούνται με χειρωνακτικές δουλειές. Σήμερα φοριέται κυρίως από απομεινάρια των ογδόνταζ, καδενάκηδες και παλαιάς κοπής πασοκανθρώπες.

  2. Πρόσθετο προστατευτικό και καλά σποίλερ του προφυλακτήρα, γνωστό και ως ξύστρα. Εκ των ων ουκ άνευ για κάθε υπερήφανο ιδιοκτήτη κάγκουαρ.

Πάσα: Vikar.

- Νυχάκι σαν του δράκουλα, μα μόνο το μικρό, για να μη λεν' πως είμαι και άπλυτος εγώ
(HMIZ, εδώ)

- Tελικά Νίκο βρήκες κάτι να βάλεις μπροστά; Νυχάκι-σπόιλερ; Είμαι και εγώ στο ψάξιμο αλλα θέλω κάτι σημαζεμένο, να μην είναι πολύ ογκώδες κτλ
(εκεί)

Πρακτική εφαρμογή νυχακίου (από Vrastaman, 13/07/10)Κάγκουαρ με νυχάκι (από Vrastaman, 13/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το πίσω (ουραίο) μέρος ενός αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος. Αντιθέτως, το μπροστινό μέρος, λέγεται και «μούρη».

Εκεί που έβαλα λίγο όπισθεν για να ξεπαρκάρω, βρήκε ο κώλος μου στον κάδο απορριμάτων και έτσι απέκτησα άλλη μια λακκούβα.

Alfa Spider 60κάτι - κώλος για φίλημα! (από Vrastaman, 19/07/10)Έλα με τον κώλο! (από MXΣ, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σταμάτης και Γρηγόρης είναι η ονομασία των δύο ανθρώπων που ζουν στα φανάρια και σε βοηθούν να περάσεις τις διαβάσεις. Δεν είναι πρόσκοποι, γιατί ούτε κι εσύ είσαι γριούλα, απλά αυτή είναι η δουλειά τους. Η ονομασία τους σου θύμισε το δημοτικό που μάθαινες για τον συσχετισμό χρώματος/νοήματος (κόκκινο για τη στάση και πράσινο για την κίνηση) και για τις οικογένειες λέξεων (γρηγόρης από το «πρέπει να προχωρήσουμε γρήγορα» και σταμάτης από το «σταματάμε»).

Σου θύμισε τις οικογένειες που πετυχαίνεις στις διαβάσεις να ονοματίζουν τα ανθρωπάκια στα παιδιά τους τα κυριακάτικα απογεύματα. Το κυριακάτικο απόγευμα πριν την Δευτέρα που θα άρχιζες δίαιτα. Την δίαιτα που πλέον είναι άχρηστη γιατί το καλοκαίρι σχεδόν τελείωσε. Το καλοκαίρι πριν δυο χρόνια που έκανες για πρώτη φορά κατάδυση με μπουκάλα. Τα μπουκάλια τεκίλας που ήπιες στο μπιτσόμπαρο και σε οδήγησαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου σου με παρέα. Την παρέα που 9 μήνες μετά μεγάλωσε. Τον μεγάλο σου γιο που ανυπομονεί να περάσει απέναντι στη διάβαση και με το ζόρι τον κρατάς όταν βγαίνετε βόλτα τα κυριακάτικα απογεύματα.

Μη του εξηγήσεις τι είναι τα ανθρωπάκια, δείξ' του αυτό εδώ.

(Εκτός αν είσαι έτσι. Τότε σου λείπει η επικοινωνία με το παιδί σου οπότε καλύτερα να του το πεις εσύ ο ίδιος/η ίδια).

- Μπαμπά - μπαμπά! Γιατί δεν περνάμε τον δρόμο;
- Τι με ζαλίζεις ρε αγόρι μου; Δεν βλέπεις τον Σταμάτη στο φανάρι; Πρέπει να περιμένουμε τον Γρηγόρη.
- Μπαμπά - μπαμπά, τι είναι ο Σταμάτης και ο Γρηγόρης;
- Ε ρε όρεξη Κυριακή απόγευμα, χάνω και τη μπάλα έχω κι εσένα! Θα σου δείξω μετά στον υπολογιστή στο σπίτι!

για τη 2η παράγραφο του ορισμού. (από jesus, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified