Έκφραση που χαρακτηρίζει άτομο είτε πονηρό ή κακόβουλο, είτε αδέξιο, είτε ο,τιδήποτε, τέλος πάντων, που θα εκπλήρωνε, εκούσια ή ακούσια, το θέλημα της ανυπάρκτου κι ακατανομάστου Α.Μ. του Διαόλου!
Βοήθειά μας και μακριά από μας ο χαρακτηρισμός!
Έκφραση που χαρακτηρίζει άτομο είτε πονηρό ή κακόβουλο, είτε αδέξιο, είτε ο,τιδήποτε, τέλος πάντων, που θα εκπλήρωνε, εκούσια ή ακούσια, το θέλημα της ανυπάρκτου κι ακατανομάστου Α.Μ. του Διαόλου!
Βοήθειά μας και μακριά από μας ο χαρακτηρισμός!
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τον κόσμο του λαϊκού θεάτρου κι ετυμολογείται από τον Μπαλαφάρα, έναν μπουλουξή. Επίσης συναντάται και σαν «μπαλάφα», «μπαλαφαρία».
Στο θέατρο και τον κινηματογράφο είναι μια κωμωδία καταστάσεων όπου κυριαρχούν η υπερβολή, το χοντροκομμένο χιούμορ (συχνές αναφορές σ’ αχαμνά, βυζιά, κώλους και όλες τις λειτουργίες τους με έμφαση στα ηχητικά εφέ), η φωνακλάδικη αθυροστομία, οι έντονες κινήσεις (οι ηθοποιοί είναι υπερδραστήριοι επί της σκηνής), η ακατάσχετη πολυλογία που εκφέρεται ταχύτατα και γενικά κάθε είδους χοντράδα (μέχρι τη χυδαιότητα) με σκοπό την εύκολη πρόκληση γέλιου (ενίοτε, σαν είδος κωμωδίας, δεν είναι τόσο αθώο όσο δείχνει και είναι μόνο επιφανειακά ελαφρύ· απαιτεί δε από τη μεριά του ηθοποιού που συνήθως αυτοσχεδιάζει, μεγάλο ταλέντο και σωματική αντοχή).
Έχει καταντήσει να σημαίνει:
A. Όταν μιλάμε για ένα έργο τέχνης (κυρίως θεατρικό και κινηματογραφικό αλλά όχι μόνο) την κιτσάτη χοντροκοπιά, μπαρούφα, την μπούρδα, τη σαχλαμάρα, την αρλούμπα, τη μούφα, την ανώδυνη διασκέδαση για κοινό χωρίς απαιτήσεις (π.χ. εφήβους, μπασκλασαρία), τη δηθενιά, την αποτυχημένη (προσπάθεια για) σάτυρα λόγω έλλειψης μέτρου ή ταλέντου, την αμερικλανιά (ως προς το περιεχόμενο τουλάχιστον). [Παρ’ όλ’ αυτά κάποιοι κάνουν καινούργιο συκώτι απ’ τα γέλια και κάποιοι άλλοι βγάζουν τρελό χρήμα]
B. Σαν χαρακτηρισμός μιας δράσης, κατάστασης, εξαγγελίας, ανακοίνωσης σημαίνει πάνω κάτω τα ίδια κι επιπλέον την άνευ περιεχομένου μεγαλοστομία με σκοπό τον εύκολο εντυπωσιασμό, τα φούμαρα / τις υπερβολές / τις παραφουσκωμένες αερολογίες / μαλακίες που λέγονται από φορείς, ελίτ, ΜΜΕ είτε σαν δικαιολογίες είτε για να χαϊδέψουν αυτιά, το κακοστημένο θέαμα με σκοπό τη χειραγώγηση οποιοδήποτε κοινού του οποίου υποτιμάται η νοημοσύνη.
Γ. Όταν μιλάμε
i) για χαλαρές καταστάσεις μεταξύ φίλων: ο χαβαλές / η πλάκα / οι παρεΐστικοι αστεϊσμοί,· ii) για χιούμορ / ανέκδοτα: τα πικάντικα, τα σκαμπρόζικα, τα σόκιν.
Δ. Υπάρχουν και τα «μπαλάφας», «μπαλαφάρας» για τους εκφέροντες μπαλαφάρες.
Σημειωτέον πως πρόκειται και για σύγχρονα επίθετα συμπολιτών μας που δεν εκφέρουν ούτε κάνουν -κατά κανόνα- μπαλαφάρες.
Α.1) «…Στα μισά της επίσημης προβολής της χαριτωμένης μπαλαφάρας «Το κλάμα βγήκε απ' τον Παράδεισο» …γυρίζει ο Α. Μ.. της Σπέντζος Φιλμ και αυθορμήτως εκφωνεί χαμηλοφώνως μια προφητεία, ταμειακής υφής: «Ξεκινάνε με ένα εκατομμύριο εισιτήρια»…».
Α.2) «…αυτή η αμφιβολία είναι μέρος της μαγείας του φιλμ του Tomas Alfredson. Κι αν ο τελευταίος δεν επέλεγε να κορυφώσει το δράμα του με την εύκολη λύση της 'εκδίκησης των τραμπούκων', που παραπέμπει σε νεανική αμερικανική μπαλαφάρα των '80s, θα είχε υπογράψει ένα καθαρό αριστούργημα!...» (για το Låt den rätte komma in)
Α.3) «…το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το «Soon Over babaluma» δεν έχει καμμία σχέση, ας πούμε με το «Tago mago», ως μουσική, αυτό δεν σημαίνει πως είναι μπαλαφάρα ολκής - όπως αβασάνιστα ειπώθηκε από τον Μ. …..»
Α.4) «…Ο κακομοίρης ο Λουντέμης ήταν ένας μετριότατος γλυκανάλατος συγγραφεύς αλλά βέβαια κάποτε βασίλευσε ως μονόφθαλμος στους τυφλούς , δηλαδή την δεκαετία του 60 και του 70 που όλοι το είχαν ρίξει στην ποίηση και δεν είχαμε λογοτέχνες της προκοπής. Σήμερα ο Λουντέμης θα κατατάσσονταν πανηγυρικώς στους ιδίοις αναλλώμασσιν συγγραφείς. Παρόλα αυτά οι μπαλαφάρες του συνεχίζουν να στοιχειώνουν τις παιδικές βιβλιοθήκες και βέβαια ευτυχώς παραμένουν αδιάβαστα...»
Β.1) «….Όσο για τα υπόλοιπα κόμματα, εγώ δε το τρώω πως επειδή επιχορηγούνται απ' τον κρατικό προϋπολογισμό είναι κι ανεξάρτητα, γιατί ξέρω πολύ καλά πως οι επιχειρηματίες τα χώνουν σε όλα τα κόμματα, μηδενός εξαιρουμένου. Απλώς, το κάθε κοινοβουλευτικό κόμμα έχει το ρόλο του στην αστικοκοινοβουλευτική μπαλαφάρα. Ε, εμένα δε μ' αρέσει η μπαλαφάρα αυτή, δε γουστάρω να βλέπω το θίασο και δε θέλω να πληρώνω εισιτήριο, να πάνε να πηδηχτούνε. Ας αυτοχρηματοδοτούνται, λοιπόν, ας τους τα χώνουν τα λαμόγια κι οι επιχειρηματίες…»
Β.2) «..Έλεος πια με την αυταπάτη της “συμπρωτεύουσας”, που μονίμως αποδεικνύεται αποτελεσματικότατη μπαλαφάρα των “ημεδαπών” πολιτικάντηδων…Ένα μεγάλο αστικό κέντρο είναι η Θεσσαλονίκη, με κάθε μορφής εγγενή παθογένεια, ενδημική σε όλα τα αντίστοιχα πολεοδομικά μεγέθη….»
Β.3) «…Ο ΛΑ.Ο.Σ. είναι ένας πραγματικός μπαξές! Τηλεοπτικοί βιβλιοπώλες που εννοούν να μας σώσουν ακόμη κι αν κανείς δεν τους το έχει ζητήσει, ξεπεσμένοι δημοσιογράφοι που επιθυμούν να σταδιοδρομήσουν ως σχολιαστές τηλεοπτικών εκπομπών της μεσημβρινής ζώνης, τηλεπερσόνες και μόνιμοι πολιτευτές, πιστοί οπαδοί του Δ.., στοιχίζονται πίσω από τον Μεγάλο Αρχηγό. Το όραμα τους πάντως έχει εικαστική απεικόνιση: τον Λ.Γ. εκστασιαζόμενο όταν ο ακαταπόνητος αδελφός του Σ.–Ά. εξαπολύει τις ... μπαλαφάρες του!...»
Β.4) «…Ας αφήσουμε κατά μέρος και την απίστευτη μπαλαφάρα με την κατάργηση της ανωνυμίας για τους κατόχους καρτοκινητών, λες και μια χούφτα κακοποιών που είναι ικανοί να οργανώσουν για δεύτερη φορά ολόκληρη υπερπαραγωγή με ελικόπτερα και χειροβομβίδες θα κολλήσουν στο αν το κινητό είναι με σύνδεση ή με κάρτα…»
Β.5) «….Μόλις ο πρύτανης αρχίζει την προπόνηση για να γίνει κι αυτός Μάνθος (εδώ που τα λέμε μ’ αυτούς τα βρήκε για να εκλεγεί! – ή κάνω λάθος;) και κάποιος τον εγκαλεί ως ανακόλουθο με τις κατηγορηματικές δεσμεύσεις και άλλες προεκλογικές μπαλαφάρες, τσουπ ξεθάβουμε την Π…, βρίσκουμε την Τ…, και το guilt by association με τον Μ…»
Γi) «…Στην πολιτικοποιημένη παρέα των 35+ η οποία μαζεύτηκε για να δούμε τον ημιτελικό Ισπανία – Γερμανία, το ερώτημα που δημιούργησε κόντρες ήταν –μια μπαλαφάρα πες, αλλά πέρασε η ώρα με τα κέφια στην τσίτα – το ποια ομάδα θα υποστήριζε στο Μουντιάλ ο Κάρολος Μαρξ, με βάση την οργάνωση, τα χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου της χώρας που θα πλησίαζε περισσότερο στη φιλοσοφία του…»
Γii) -Και κοίτα όταν έρθουν οι φίλες μου ν’ αρχίσεις εκείνες τις μπαλαφάρες σου με τον καψιμιτζή και τον κώλο του επιλοχία σου.
-Καλά! θα πω ένα με τον Καράμπελα και τη Χάιδω, να σπάσει ο πάγος.
Δ) «…Το χιούμορ που συγκεντρώνει τους χυμούς που παράγουν το γέλιο έχει να κάνει με ανατροπές, με φάρσα, με υπερβολή, με ξάφνιασμα μυαλού, με μιμητικές, με ερεθισμό χορδών του εγκεφάλου που αγγίζουν φιλόδοξα επίπεδα πνευματικών συγκινήσεων, με ανεκδοτόμορφες νύξεις, με σύγχρονες και παλιές τεχνικές κωμωδίας, αλλά και με τον τύπο της καρπαζιάς και με τον μπαλαφάρα…»
(Όλα απ' το δίχτυ πλην του Γii)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πουλί.
Ο Τζόνυ πήρε τ' όπλο του και πήγε να κυνηγήσει καμιά πέρδικα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τόσο γαμώ, τόσο καταπληκτικός που σε στέλνει (λέμε τώρα, άν και ουκ ολίγοι έχουν μετρήσει τα ραδίκια ανάποδα πάνω στη φάση).
Συνήθως πρόκειται περί γκόμενας, αλλά μπορεί να είναι και κάποιο φαγητό, άρωμα, κατάσταση, καβλόρουχο, καβλοπάπουτσο κλπ.
Παλιά σλανγκιά.
Mortel, όπως λένε και οι Γάλλοι.
Got a better definition? Add it!
Τουλάχιστον. Το «χαλαρά» και το «στάνταρ» έχουν ανάλογη σημασία (μεταξύ άλλων). Χρησιμοποιείται κυρίως σε εκτιμήσεις μεγεθών.
- Θεόψηλο το κτήριο. Πόσο το κάνεις;
- Ε, καμιά εκατοστή...
- Τι λες, ρε, εδώ μιλάμε για ουρανοξύστη, σου λέω τριακόσια μέτρα στο νερό...
- Και θα βγάλεις λεφτά από αυτήν την μπίζνα;
- Αστειεύεσαι, έχω κάνει τους υπολογισμούς, σου λέω, χίλια διακόσια το μήνα στο νερό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).
Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.
- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.
Got a better definition? Add it!
Οι ψυχεδελικές φανέλες έχουν αναπόσπαστα συνδεθεί με τη χίπικη υποκουλτούρα, εξακολουθούν όμως να επιβιώνουν και σήμερα ως ενδυματολογική επιλογή σε διάφορα αλτέρνατιβ περιβάλλοντα. Και μεταλλάδες μπορεί να δεις με ψυχεδελική, και τρανσάδες, και χιπστεράδες, και ανένταχτους αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες παροικούντες το Γκάζι και εσχάτως την πλατεία Καρύτση. Εντούτοις η χρυσή εποχή της ψυχεδελικής έχει περάσει και η ίδια κατατάσσεται στην κατηγορία νοσταλγικό ρετρό - χωρίς ποτέ να αποκλείεται κάποιο αναπάντεχο revival. Η πηγή της ψυχεδελικής φανέλας είναι φυσικά το Μοναστηράκι, όπου κανείς μπορεί να βρει, εκτός από φανέλες, και ψυχεδελικά φούτερ, ψυχεδελικά καμπανιζέ παντελόνια κλπ.
Δεν είναι δύσκολο να φτιάξεις μια ψυχεδελική, ο καθένας μπορεί να το κάνει στη μπανιέρα του με λίγη χλωρίνη. Παίρνεις μια κατά προτίμηση μονοχρωματική φανέλα ή φούτερ και του χύνεις χλωρίνη εκεί όπου θες να ξεβάψει. Το αποτέλεσμα θυμίζει τα λεγόμενα «νερά» του ξύλου ή του μαρμάρου. Βέβαια στις περισσότερες home made ψυχεδελικές το αποτέλεσμα είναι επιεικώς απαράδεκτο και ό,τι να 'ναι, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Για σπέσιαλ σχεδιάκια τύπου «ιστός αράχνης» κλπ, πρέπει να τό 'χεις με το άθλημα, αλλιώς πήγαινε αγόρασε μια έτοιμη απ' το Μοναστήρι να ξεμπερδεύεις.
Λέω να πάρω ένα ολόμαυρο φουτεράκι να το κάνω ψυχεδελικό.
- Λέω να την πέσω σ' εκείνη τη γκόμενα με τη ροζ ψυχεδελική.
- Αυτή είναι τρίπια ρε μαλάκα, δεν έχει σταματήσει να χορεύει απ' την ώρα που ήρθαμε.
Έτσι, διαμορφώνεται η ροκ σκηνή που στο κλείσιμο της δεκαετίας επισκιάζει την ποπ σκηνή, αντικαθιστώντας τα κοστουμάκια και τις γραβατούλες των συγκροτημάτων με σταμπωτές ψυχεδελικές φανέλες, χαϊμαλιά, τζιν και αμπέχονα. Εδώ
Got a better definition? Add it!
Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.
Ο κώλος.
Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;
Got a better definition? Add it!
Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.
Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.
Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.
Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.
- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)
- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)
βλ. και κούφια.
Got a better definition? Add it!
Τα αχαμνά, τα αρχιδομουνόκωλα, σε βουκολική ψιλο-αργκό εποχής. Επίσης, τα εσώρουχα.
Αποκατινίτσα αποκαλείται εναλλακτικά η κυρ' απαυτούλα.
- Ωχ, μέλια και σορόπια κοκοττίστικα,
σαν γλωσσοκόλλητα φιλάκια κοριτσίστικα,
πιπιλιστά, που σαν εδώ τ' αφουγκραζόμουνα
ένιωθα στ' αποκατινά πως γαργαλιόμουνα.
(εδώ)
- «Να πας στο Νο 11 της οδού (από το 35 που ήμουν), να σου βάλουν την σφραγίδα για την μετακίνηση», τρέχω η έρμη να βρω το 11, μπούρου μπούρου τους εξηγώ, «έλα τη δεύτερα δεν υπάρχει γιατρός ελεγκτής» μου απαντάνε, ξύνοντας παράλληλα τα αποκατινά τους...
(εκεί)
- Eau de Plomari ...τώρα και σε After Shave
- άμα κάνεις το λάθος και το βάλεις στα «αποκατινά» σου, θα τσούξει και θα ταράξει.
(παραπέρα)
- Aκόμη και εισέτι, υποκάμισα δύο μικρά αποκατινά κατασαρκός, παστρικά, βογαδιασμένα με λαδοσάπωνες μοσχομύριστους και ολόγερα, άσχιστα και ατρύπητα. (από παλαιό προικοσύμφωνο)
Got a better definition? Add it!