Further tags

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βάλανος του πούτσου, το καυλί.

Εκ των αρχαίων πόσθη και κεφαλή.

- Συνέχισε σαν πουτάνα να μου γλύφει τον πουτσοκέφαλο, ενώ μα τα δυο τις χέρια μου έκανε μασάζ στα αρχίδια, δεν άντεξα και έχυσα μέσα στο στόμα της!
(από εδώ)

- Ξύνω τ' αρχίδια μου, περνάω το δάχτυλο κάτω απ' το υγρό μου πουτσοκέφαλο, μυρίζω τα δάχτυλα μου. Στραβώνω τα μούτρα μου απ' την ξινίλα, απέχθεια και αυταρέσκεια μαζί...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λήμμα αυτό φέρει δύο ευρύτερες έννοιες:

  • Της λεκάνης τουαλέτας και δη της όρθιας (οθωμανικού τύπου),
  • Του δειλού χέστη, κατά το χεσμεντέν.

Εκ του αρχαίου χέζω («αφοδεύω»).

Πρώτη έννοια
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
(από εδώ)

Δεύτερη έννοια
Ο παππούς μου λέει πως κατά βάθος είναι ευαίσθητος και διψασμένος για ζωή σαν όλους τους ανθρώπους, μα δεν το ξέρει κι ούτε το μπορεί. ''Θύμα του εαυτού του'', έτσι τον ονομάζει στις καλές του, ή σκέτα ''χεσμετζέ'' τις καθημερινές.
(από εδώ)

(από nick, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Εντοπίζω μέσα σε πλήθος, είτε άτομο, είτε αντικείμενο, είτε λανθάνουσα κατάσταση.

  2. Βγάζω τελεσίδικα συμπέρασμα για το ποιόν ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.

  3. [Μαζί με το 2] Απομονώνω κοινωνικά κάποιο άτομο για κάποιο λόγο, κυρίως ηθικό, ή ψευτοηθικό.

1α.
Μάτι ρουφιάνου έχεις μωρ' αδερφάκι μου... Πού την στάμπαρες την παρέα μόλις μπήκαμε στο μαγαζί; Εδώ μέσα γίνεται της πουτάνας!

1β.
- Το στάμπαρα το πρόβλημα, είχε φύγει μια φτερωτή απ' το βεντιλατέρ και χτυπούσε στο ψυγείο. 320 ευρώ σύνολο θα σου βγει.
- Πόσα;! Δε μιλάς όμορφα μάστορα!
- Τι να σου κάνω; Πόρσε μου ήθελες! Στο αμάξι σου αν θες να ξέρεις το «Μπαμπά μην τρέχεις» έχει 150 ευρώ! [(c) το τελευταίο: «Κωνσταντίνου κι Ελένης - έλεος;]
- Την τύχη μου...

  1. Στο »Βιετνάμ« θα πάμε ρε; Είσαι τρελός; Αυτό είναι σταμπαρισμένο πουστράδικο!

  2. Μέσα σε δυο μέρες τον σταμπάρανε όλοι στη μονάδα τι κωλόβυσμα και χαφιές ήταν, κανείς δεν του μιλούσε. Στο τέλος έφτασαν να του κάνουν έφοδο και να μην του λένε τα συνθηματικά, για σπάσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.

Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.

Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.

Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.

Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.

Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).

Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.

  1. - Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.

  2. - Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
    - Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;

  3. - Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ εύκολο ρούχο, αυτό που το πλένεις, στεγνώνει αμέσως, δεν θέλει σίδερο, ξαναφοριέται σε μία ώρα μέσα αφού το πλύνεις.

- Πολύ ωραίο μπλουζάκι αυτό!
- Α, και να δεις τι εύκολο ρούχο! Πλύνε-βάλε είναι...
- Πού το πήρες;
- Α, δεν είχε άλλο, το τελευταίο ήταν...

(από nick, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το τούρμπο – ο γνωστός σε όλους στροβιλοσυμπιεστής του κινητήρα – είναι αντιδάνειοτου αρχαίου τύρβη («ταραχή, αταξία, αναστάτωση») από όπου παράγεται και το ρήμα τυρβάζω («ανακατεύω, ανακινώ»).

Το τούρμπο έχει τουλάστιχον τρεις σλανγκοεφαρμογές:

  • Γίνομαι τούρμπο σημαίνει νευριάζω, γίνομαι έξαλλος. Αν και πρόσφατο σχετικά σλανγκ, συνδέεται απόλυτα με την μέση φωνή του τυρβάζω («βρίσκομαι σε ταραχή και θόρυβο, συμπιέζομαι»),
  • Τούρμπο αποκαλείται κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο που πάει φυσέκι,
  • Τούρμπο επίσης αποκαλούνται ειρωνικά τα βραδύνοα / χαζά άτομα, κατά το «βλήμα».

Αατα.

Εφαρμογή Α’

- Ποιοί κάνανε το Χατζηνικολάου τούρμπο στο χθεσινό δελτίο; Παιδιά μιλάμε έγινε τόσο έξαλλος, που έκλεισε η φωνή του από τα ουρλιαχτά. Μα πολύ το χάρηκα...
(από εδώ)

Εφαρμογή Β’

- Γίνε Τούρμπο: 11 απλά κόλπα που θα τονώσουν το μεταβολισμό σου και θα σε κρατήσουν σε εγρήγορση.
(από εδώ)

Εφαρμογή Γ’

- Μένιος: Πώς πάει η νέα σου γραμματέας, το Μαριλού;
- Πέρι: Το ξανθό έχει γεμίσει όλες της οθόνες στο γραφείο με blanco…
- Μένιος: Την είδα, είναι εντελώς τούρμπο! Τουλάστιχον κάνει καλό φραπέ ;
- Πέρι: Άξιος ο μισθός της!

σχαστρα τουρμπο (από ο αυτοκτονημενος, 01/04/09)Τον έκανε τούρμπο (από Khan, 19/09/09)...νέα γενιά αντικαταθλιπτικών: KOJAK! Τούρμπο δύναμη... (από Jonas, 13/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής έκφραση που μεταφορικά εκφράζει την απόλυτη αηδία για:

1. Την ανήθικη ή ανάρμοστη συμπεριφορά κάποιου/ας,

2. Το ελεεινό γούστο κάποιου/ας,

3. Την τραγική εμφάνιση κάποιου/ας.

Η λέξη καλαπόδι έχει και άλλες σλανγκικές εφαρμογές, όπως στην διακόρευση αειπαρθένων αλλά και στα ακραία καιρικά φαινόμενα («ρίχνει καλαπόδια»).

Βλ. επίσης: Να μασάς σκατά και να φτύνεις! και να μασάς κουκιά και να φτύνεις!

Έννοια 1
«Και είναι πραγματικά να ξερνάς καλαπόδια κάθε φορά που οι τηλεβρυκόλακες στριμώχνουν κάποιον φουκαρά συνδικαλιστή αστυνομικό και δήθεν τον περνούν από ανάκριση τρίτου βαθμού, τη στιγμή που ο πολιτικός του προϊστάμενος τρώει το χαβιαράκι του, προσκεκλημένος σε καμιά εκδήλωση για τη σωτηρία της μεσογειακής ακρίδας»
(Από εδώ)

Έννοια 2
Ο Πέρι έχει εντελώς εξαχρειωθεί με τις λουγκροενδυμασίες του! Εμφανίστηκε χθες στο Κολωνάκι με ένα πορτοκαλί τιγρέ κολλάν, να ξερνάς καλαπόδια!

Έννοια 3
Είχες δει την Λάουρα πριν κάνει μπαγαποντοπλαστική; Ήταν να ξερνάς καλαπόδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους λόγους που αναφέρονται στο ομότιτλο λήμμα, είναι και το στεφάνι του γάμου.

- Μού 'πε πως για να μου δώσει κουλούρι, θα πρέπει να φορέσω κουλούρι, η Ελλεεινίδα!
- Fair enough, φίλε μου!

(από nick, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified