Further tags

Το ποτό ή το ρόφημα που, λόγω ξενερωσιάς ή τσιγκουνιάς, έχει παρασκευαστεί με πολύ περισσότερο νερό απ' όσο χρειάζεται.

  1. - Να σου κάνω μια σούπα, πού 'χεις τον λαιμό σου;
    - Μπλιάξ! Δεν τα πίνω εγώ αυτά τα νερομπούλια!
    - Καλά βρε παιδάκι μου, μη φωνάζεις και βήχεις όλη νύχτα, να σ' την κάνω σφιχτή...
    - Όχι ρε μάνα, άσε με ήσυχο, θα ξεράσω!
    - Μα αφού το είπε κι ο γιατρός ότι θα σου κάνει καλό.

  2. - Δεν ξαναπάω σ' αυτή την καφετέρια, όλο νερομπούλι τον κάνει τον καφέ.

βλ. και νερομπούρμπουλο, νερόπλυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις, τα αρχίδια, τα καλαμπαλίκια. Χωρίς αυτά, κοκό γιοκ!

«...οι μονίμως ανικανοποίητοι δημόσιοι υπάλληλοι απεργούν γράφοντάς μας στα κοκόβια τους, ζητώντας αυξήσεις και προνόμοια που θα πληρώσει ο φορολογούμενος που δεν βγάζει ούτε τα μισά για διπλή εργασία...»
Από forum

Πρώην μον-άρχης, νυν Κοκός. (από Vrastaman, 26/08/08)Αντίο κοκόβια (από Vrastaman, 26/08/08)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και αγαπημένο χτυπητήρι, του οποίου η χρήση περιορίζεται στην παρασκευή. Τις υπόλοιπες μέρες έχει αργία. Χάχα, καλό ε;;;

– Πιάσε μία τη φραπογαλιέρα ρε, μπας και ανοίξει το μάτι μας ναούμ...
– Μωρ' εγώ να την πιάσω, αλλά είναι Τρίτη σήμερα.

Φτεροφραπογαλιέρα (από joe909, 09/09/11)(από jesus, 13/05/12)

Δες και μαλακιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' επέκτασιν της έννοιας που παρουσιάζεται στον ήδη υπάρχοντα ορισμό και στο σχόλιο που τον ακολουθεί, μαρκούτσι είναι οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε και το οποίο είναι απαραίτητα μακρόστενο.

Είναι άξιο μελέτης ότι ενώ η νεοελληνική είναι εξαιρετικά ασαφής γλώσσα σε σύγκριση, πχ, με τα γαλλικά, οι λέξεις τέτοιου τύπου αφθονούν, σε αντίθεση με τη γλώσσα αυτή, και εκφράζουν πιο συστηματοποιημένα τις διάφορες περιπτώσεις ακατονόμαστου αντικειμένου. Μάλλον έχει να κάνει με το ότι ξέρουμε να είμαστε σαφείς για τα πράγματα τα οποία δε γνωρίζουμε, αλλά βαριόμαστε να είμαστε σαφείς γι αυτά που (έχουμε την εντύπωση ότι) ο άλλος καταλαβαίνει χωρίς να καταβάλουμε προσπάθεια.

Έχω την εντύπωση ότι ένας εξαντλητικός κατάλογος των αντίστοιχων λέξεων στη γαλλική είναι chose, truc, bidule και machin, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιακρίτως. Αντιθέτως, στα ελληνικά οι λέξεις μαρκούτσι, κέρατο, μαραφέτι, γκαρίτσαφλος, ματζαφλάρι, μαρτζαφλάρι, ή μαρτζαφλέρι, μαλακία, μπούμπιστρο, παπάρι, παπαράκι, παπάριτζερ, γκαβλιτσέκι, αρχίδι, αρχιδιά, πούτσα, πουπήγιο, μπλιμπλίκι, μπλιμπλίκιτρον, μπιχλιμπίδι, ματζούνι, μακρυνάρι, μπιρμπιτσόλι, κλαπατσίμπαλο, τα περιεκτικά ουσιαστικά τσουμπλέκια, τζάτζαλα-μάτζαλα, σέα-μέα, τσαμασίρια και μάλλον ακόμα πολλές άλλες, ταυτοποιούν πολύ καλύτερα το άγνωστο αντικείμενο και δίνουν ποικιλία στο λόγο.

Είναι εμφανές ότι πλειοψηφούν οι λέξεις με μια ασαφή υποτιμητική χροιά, οι οποίες τυγχάνει να είναι και οι κυρίως λέξεις πασπαρτού, που δεν αποδίδουν ιδιαίτερη ιδιότητα στο εν λόγω αντικείμενο.

Έχεις κάνα μαρκούτσι να σώσω το κέρατο που έπεσε στη χαραμάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επιστόμιο των τσιγάρων.

- Βάλε τζιβάνα στο τσιγάρο για να ρουφάει καλύτερα.

(από Khan, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, το ρημαδιό, το χάος.
Επίσης η δυσμενής, δυσάρεστη κατάσταση.

  1. - Πρόσεχε με την πορτοκαλάδα ρε Μήτσο, το έκανες το χαλί σκατέ ολέ.

  2. - Με πήρε χτες τηλέφωνο και είχα και τα νεύρα μου, της τα έχωσα και γίναμε σκατέ ολέ.

(από ironick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λογαριασμός. Προέρχεται από το αγγλικό bill. Μάλλον ξεκίνησε από τα σκυλάδικα τη δεκαετία του 70.

Συναντάται και ως λυπητερή.

Φερε τον βασίλη και κράτα το τσίβας κάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, το κατακάθι που μένει αφού λιώσουμε το σουσάμι και πάρουμε το λάδι του. Τρώγεται μεν αλλά, κατά γενική ομολογία, είναι μια αηδία. Λέγεται επίσης και κούσβος.

Μεταφορικά, γυναίκα άσχημη και γρουσούζα.

  1. ... επί Κατοχής που μοσχοπουλούσαν την κιούσπα, δηλαδή τη μάζα που απέμενε από την επεξεργασία του σησαμιού. Μάλιστα ειρωνικά οι πωλητές φώναζαν: - Πάρε κιούσπα - μαύρο χαβιάρι! (από άρθρο του Γ. Σκαμπαρδώνη, εφημ. Μακεδονια, 18/05/08)

  2. ... το '41-'42, ήμασταν απ' τις πρώτες οικογένειες που χτυπήθηκαν από την Κατοχή. Πεινούσαμε -κάθε τρεις μέρες έτρωγα μισή φέτα ψωμί. Και ήμουν ευτυχής αν ήταν πραγματικό ψωμί, γιατί συνήθως ήταν κιούσπα (ένα φριχτό πράγμα από αλεσμένα χαρούπια που το δίνανε στα γουρούνια). (από συνέντευξη του Ντ.Χριστιανόπουλου στο www.theschooligans.gr)

  3. Μια γυναίκα που παρουσιάζει έντονη ανασφάλεια, αναποφασιστικότητα, νευρικότητα, και φλερτάρει με όλους, μπορεί και ΠΡΕΠΕΙ να γίνει στόχος κάθε μπάκουρα...«, δεν καταλαβαίνω γιατί ΠΡΕΠΕΙ! Δηλαδή σώνει και καλά πρέπει; Δηλαδή αν η τύπισα είναι περπιτσόλι, αν είναι κιούσπα; αν είναι φώκια; αν είναι πατσούρα; (με συγχωρείτε κυρίες μου για τις παραπάνω εκφράσεις) Πρέπει; (από www.mpakouros.net)

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά, η απομίμηση αντικειμένου ή ιδέας. Συνήθως, παράνομο αντίγραφο ακριβών προϊόντων όπου η μαϊμού μπορεί να είναι τόσο καλή, ώστε ακόμη και γνώστες του πραγματικού να μη μπορούν εύκολα να διακρίνουν τις διαφορές. Ωστόσο, η λέξη χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να υποδηλώσει αντίγραφο χαμηλής ποιότητας.

Η πραγματική λέξη μαϊμού αποδίδεται στο αρχαίο «μιμώ», καθότι οι βιολογικοί πρόγονοί μας μιμούνται/αντιγράφουν (βλ. Φωτό 1). Αντίστοιχη έννοια εις την Αγγλικήν έχει η φράση: «Monkey see, Monkey do» (ό,τι βλέπει η μαϊμού το κάνει). Παράξενο λοιπόν πως οι Αγγλόφωνοι δεν χρησιμοποιούν την έκφραση για τον σκοπό αυτό.

Οι «μαϊμούδες» μπορούν να είναι «πλήρη» αντίγραφα με καμία εμφανή διαφορά από το πραγματικό (π.χ. ρολόγια, τσάντες, γυαλιά ηλίου), χαμηλής ποιότητας αντίγραφα ή αντικείμενα με ελαφρώς παραποιημένα τα λογότυπα των εταιριών (π.χ. Adilas).

Τα τελευταία χρόνια, μεγάλη άνθιση παρατηρείται στη μαζική παραγωγή και διάθεση μαϊμούδων CD/DVD μουσικής, ταινιών και παιχνιδιών (βλ. Φωτό 2). Οι μαϊμούδες αυτές συνεχίζουν να πωλούνται κατά κόρον, γεγονός παράδοξο αν αναλογιστεί κανείς τις πειστικότατες προτροπές της μουσικής βιομηχανίας ότι η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική (και το χοντρό νταβατζηλίκι της βιομηχανίας).

Παρόλο που, σύμφωνα με την Εθνική Αοιδό Lady Angela, η διάθεση των μαϊμουδο-CD/DVD γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από μαύρους οικονομικούς μετανάστες, για το φαινόμενο μάλλον φταίει κάποιος «ευρέως». Το θέμα ερευνά ο Εθνικός Ιστορικός (και μέγας μΕΛετητής) Λιακόπουλος, ο οποίος φυσικά μπορεί να αποδείξει τη συνομωσία μεταξύ «ευρέων», ΕΛ, Χανεμπού, Ορκ, πρακτόρων της CIA και υποστηρικτών του Εξαποδώ των οποίων ηγείται ο Agent Smith υπό τις οδηγίες του Αρχιτέκτονα. Μη χάσετε τις φοβερές αποκαλύψεις στην επόμενη εκπομπή με τίτλο: “Nazi Lesbian Hookers abducted by UFOs and forced into weight-loss programs” (κλεμμένο από τον Weird Al Yankovich)

Στο πάρκινγκ του ΜΑΚRΟ:
- Φιλαράκο, έχω εδώ ένα χρονογράφο Bulgari άλλο πράμα, μόνο 50 ευρώ…
- Τη δίνεις σόλο τη μαϊμού ή έρχεται συνοδεία μπανάνας;

Αμέσως μετά στο ίδιο πάρκινγκ:
- Πω πω, κοίτα ρε μια Ferrari!
- Ποια Ferrari ρε βλάκα. Μαϊμού είναι, την έφτιαξε ο Μάκης ο Σουγιάς από fiberglass πάνω σε σασί από BMW.

Φωτό 1 - Η Μαϊμού (από Desperado, 15/07/08)Φωτό 2 - Το Μαϊμουδοεργοστάσιο (από Desperado, 15/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified