Further tags

Ο πολύ μαλακός και νωθρός, αυτός που δεν κάνει τίποτα σπουδαίο στη ζωή του, είναι μπουλούκος, δεν έχει τσαγανό, δεν αντιδρά.

  1. - Έτσι και το συνεχίσεις αυτό θα σε γαμήσω!
    - Ώπα ρε χαλβά, εσύ δεν είσαι που τις έφαγες από τον Μιχάλη;

  2. Δεν ξέρω γιατί, αλλά για κάποιο λόγο έχουμε γίνει τελείως χαλβάδες ως λαός. Τι άλλο δηλαδή πρέπει να γίνει για να αντιδράσουμε;

(από Khan, 23/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρυψώλης φοριέται με τρεις τρόπους:

Εκ του βαρύς και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ψώλης.

1. - Ο νωντας ειναι μικροψωλης αλλα βαρυψωλης.
- πού το ξες;
- Την κραταει οταν κατουρα...τι ρωτας και συ ρε;

2. - Πιπάκι στον κώλο μας δεν μπαίνει αν δεν το αφήσουμε εμείς πρώτα. Και αν θέλει να σου μπεί, όσο και να πηγαίνεις τοίχο τοίχο θα στονΕ φορέσουν.
Είπα να μην μπούν γιατί ΞΕΡΩ ότι αν μπούν γνωστοί δικοί μου αβέρτα και λένε και υποστηρίζουν εμένα, θα γίνει αυτό που έγινε και θα λέτε ήρθαν οι απο κεί και υποστηρίζουν τον μήτσο ενω ο αλίμονος ο μουσικάντης δεν έχει κανένα. Φαστέν; - φαστεν οχι αλλα βαρεθηκα. εκτος αν μπει ο βαρυψωλης που θα με γαμησει, θελω δε θελω, και τοτε θα κανω το παν να τον νευριασω

3.
Ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άβγαλτος, ο αφελής κι ο εύπιστος, ο επαρχιώτης στην Ομόνοια που θα έλεγε κι ο Νιόνιος.

Η χαρά του πάσης φύσεως αετονύχη παπατζή, νταβατζή, πολιτικού, έμπορου: θα τον γδάρει στα ζάρια, θα του πουλήσει μαϊμού iPhone, θα τον πείσει εύκολα να κάνει χρήση ναρκωτικώνε.

Εκ του ψιμάρι, το όψιμο κατσικίδιο και ωσεκτουτού, κορόιδο. Βλ. επίσης: ψάρι, νουμπάς.

[1.](3.
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψημάρια.

4.
μερικοί παπατζήδες και «μαύρο-κόκκινο κερδίζει» τη βγάζουν στα πεζοδρόμια με κράχτες, περιμένοντας τα ψημάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, υβριστικά το μέλος ή οπαδός του Π.Α.Ο.Κ., επειδή η ομάδα ιδρύθηκε στην Θεσσαλονίκη από Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες, και, σύμφωνα με τον έτερο ορισμό, οι Κωνσταντινουπολίτες και Μικρασιάτες αποκαλούνται υβριστικά τουρκόσποροι. Βλ. και Τούρκος, Τουρκόγυφτος.

Επίσης θεωρώ ότι ο καζίμ καζίμ αν πρέπει να μπει ντε και καλά,ας μπει αλλαγή στο δεύτερο.Αν μπει από την αρχή θα καεί.Τουμπα είναι αυτή. Βέβαια από την άλλη Τουρκόσπορος αυτός,Τουρκόσποροι και αυτοί μπορεί να προσαρμοστεί πιο γρήγορα!! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Απ' το γνωστό gay στρουμφάκι (που έχει κοινά σημεία με τη στρουμφίτα), ο γλυκός σα μέλι, που του αρέσει λίγο το γαργάλημα από πίσω.

- Μελένιε, δε με λές... σ' αρέσει ο πουρές;
- Ε... άμα είναι κρύος!
- Ίσα μωρή στρουμφίτα.

(από bright, 12/06/13)(από Galadriel, 14/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

Απαξιωτικός έως και κομπλεξικός χαρακτηρισμός σε βάρος των ομογενών μας στις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το εγχώριο στερεότυπο, οι ελληνοαμερικλάνοι πιατάδες είναι ακαλλιέργητοι βερμουδιάρηδες μικροαστοί με μεγάλα καουμπόικα καπέλα, φανταχτερά εμπριμέ κοντομάνικα και χρυσές αλυσίδες στο δασύτριχο τους στέρνο. Φέρουν γελοία ονόματα τ. John Fistikis, μιλάνε δυνατά μια ακατάληπτη διάλεκτο «ελλήνικος» και ως άξεστοι αλαραμάνηδες μπρούκληδες επιδεικνύουν χυδαία τα «ντάλαρς» που έβγαλαν στο Αμέρικα ασκώντας το αναξιοπρεπές επαγγέλματα του πιατά.

Πράγματι, οι περισσότεροι Έλληνες των ΗΠΑ ξεκίνησαν ως λαντζέρηδες ή πουσκαρτάδες (μικροπωλητές λουκανικουμπώνε με καροτσάκια). Με σάλιο και υπομονή όμως, το βιοτικό τους επίπεδό ξεμύτισε. Στα εβδομήνταζ έγιναν εστιάτορες και παρέδωσαν την σκυτάλη σε Πορτορίκους, οι οποίοι με την σειρά τους την παρέδωσαν σε Ινδοπάκηδες και Αιθίοπες στα 00ς. Οι απόγονοι των πιατάδων μορφώθηκαν και πλέον γαμάνε σε «ευγενέστερα» επαγγέλματα. Πολλοί δε σήμερα υιοθετούν πικρόχολα τον χαρακτηρισμό του πιατά δίκην αντιήρωα (βλ. παράδειγμα 4).

1.
Εάν υπήρχε στην Ελλάδα η γερμανική δομημένη κοινωνία οι Έλληνες εργαζόμενοι θα ήταν παγκόσμιο υπόδειγμα παραγωγικότητας. Γιατί ο Έλληνας παραμένει ευφυής, ευέλικτος και ευρηματικός. Στην Γερμανία οι Έλληνες μετανάστες είχαν πάντα θέσεις υψηλής αποδοτικότητας. Και στην Αμερική οι Έλληνες πιατάδες έφθασαν να γίνουν σχεδόν το δεύτερο κυβερνητικό λόμπι.

2.
Τελικα μονο οι «πιαταδες» της Αστοριας ειναι υπερηφανοι που ειναι Ελληνες... (Αυτο τον χαρακτηρισμο («πιαταδες») στην Αθηνα τον ακουσα, οι «πιαταδες» ειναι γιατροι, δικηγοροι, δασκαλοι, αστυνομικοι, πυροσβεστες, δημοσιοι και δημοτικοι υπαλληλοι και κυριως μαγαζατορες (ναι, πιαταδες), τραπεζιτες, φαρμακοποιοι, εντομοκτονοι)...

3.
Αμερικανογενίτσαροι, επιδειξιομανείς, νεόπλουτοι, πρώην πιατάδες που το παίζουμε δήθεν πατριώτες με τα τσάμικα και τα πεντοζάλια
(οι ομογενείς των ΗΠΑ, σύμφωνα με πολιτευτή της Νέα Δημοπρασίας)

4.Μόνο εμείς τα «κορόιδα ή οι πιατάδες» τους κάνουμε υποκλίσεις και μετάνοιες όταν έρχονται. Ας τολμήσουν, οι περισσότεροι απ’ αυτούς, να κυκλοφορήσουν ελεύθερα πίσω στην Ελλάδα χωρίς μπράβους ή την συνοδεία της Ελληνικής Αστυνομίας. Γιαούρτια, αυγά, πατάτες, ντομάτες και μερικές ξόφαλτσες θα εισπράξουν σίγουρα.
(ελληνοκαναδός μπλογοτέχνης για την επίσκεψη Μέϊμαράκη στο Τορόντο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω σκαστός: αποδημώ από τον μάταιο τούτο κόσμο πνιγμένος από το δίκιο, έχοντας πληγεί ψυχολογικά («σκάσει») από κάποιο καημό, κάποια αδικία, κάποιο σαράκι.

Συμπλήρωμα στον εξαιρετικό ορισμό του Πάτσμαν.

1.
«Ο Γιάννης πήγε σκαστός. Πρόκειται για μια ακόμη κρατική δολοφονία. Αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα σακχάρου το οποίο προφανώς επιδεινώθηκε λόγω του άγχους και των προβλημάτων που βιώναμε ως σύλλογος από τα χρήματα που μας έφαγαν και τις ζωές που μας κατέστρεψαν όσοι μας κυβερνούν» δήλωσε στην εφημερίδα Δημοκρατία ο ενεργός πρόεδρος του σωματείου μικροομολογιούχων...

2.
Δείτε το βίντεο όπου ο εξάδελφος του 62χρονου, μιλώντας στο ilialive, υποστηρίζει ότι ο Νίκος Π., γνωστός με το παρατσούκλι «Κουτάλας», «πήγε σκαστός» από την αδικία που υφίστατο κάθε μέρα.

3.
«Ο Μανώλης πήγε σκαστός. Έσκασε από το άγχος του και από την στενοχώρια του. Μίλησα με την μητέρα του. Ήταν σαν το λιοντάρι μέσα στο κλουβί τις τελευταίες μέρες. Κάτι περίεργο τον είχε αγχώσει τρομερά. Από τη μία η συρρίκνωση προσωπικού, οι απολύσεις και το φάσμα της ανεργίας και από την άλλη οι δυσχερείς συνθήκες εργασίας, τον είχαν καταβάλει. Κρίμα. Η οδύνη μας είναι απερίγραπτη»

Got a better definition? Add it!

Published