Selected tags

Further tags

Λέξη / επιφώνημα που σημαίνει φύγε, ουστ, όξω. Προέρχεται από τα Καλιαρντά.

Σχετικά λήμματα: την κάνω, την κανά, παίρνω τον πούλο, αδειάζω τη γωνιά.

  1. - Άντε τζους μωρή τώρα, γιατί πρέπει να ετοιμαστώ να πάω στο κομμωτήριο.

  2. - Τζους μωρή ψαμοσκελού νταλκαρέτεκνη που θα μας πεις και υψομετρούδες! Δεν έρχεσαι να μας ροσολιμαντάρεις τα σερμέλια;

(Μετάφραση: Ούστ μωρή καυλιάρη κωλόμπαρε που θα μας πεις και αδερφές! Δεν έρχεσαι να μας γλύψεις τα πέη. [lamproukos.blogspot.com])

(από allivegp, 04/07/10)"Βρε άντε τώρα τζους", καρβελιά. (από Khan, 08/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διάλεκτος που χρησιμοποιούν οι έλληνες ομοφυλόφιλοι. Την κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο λεξικό του «Καλιαρντά».

– Μπενάβεις τα καλιαρντά; (μετάφραση: Μιλάς τα καλιαρντά;)
– Και τα τζινάβω και τα μπενάβω! (μετάφραση: Και τα καταλαβαίνω και τα μιλάω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιούν οι γκόμενες για τους άντρες, επειδή ή τις φτύνουν, ή δεν ανταποκρίνονται πια στον ρόλο του «άντρα κυνηγού» ή τέλος πάντων δεν τις διεκδικούν όπως θα ήθελαν. Πάντως, και πέρα από αυτές τις προϋποθέσεις, οι κοπέλες χρησιμοποιούν τον όρο αυτό συνθηματικά όταν θέλουν να αναφερθούν σε άντρες.
Παράγωγα: υπέρκοτάρα (μούναρος), κοτέτσι (βλέπε τουμπανίαση -με άντρες όμως), κόκορας (όταν η κότα συνοδεύεται από κάποια, η κάποια είναι ο κόκορας)

- Κοίτα την κότα που μπήκε τώρα! Υπερκοτάρα!
- Αυτή η κότα νομίζω είναι κότα ηθοποιός, την έχω δει στην τηλεόραση.

Ένα από τα κόμματα στις εκλογές του 2009 (από Khan, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς = μπουζούκι. Ο «έχω πάντα δίκιο», το αγύριστο κεφάλι, ο ξερόλας.

- Ρεε μην επιμένεις, ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα είχε γίνει το 2000 όχι το 1999.
- Πωωω, ρε φίλε, τι μπουζούκι είσαι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αυτούς που τον πουτσοπαίζουν, γενικά που είναι πέρα βρέχει και στον κόσμο τους.

Υ.Γ. Γιορτάζουν την Καθαρά Δευτέρα.

- Άντε καλή Σαρακοστή ρε Λία και χρόνια σου πολλά, μην ξεχάσω...
- Ευχαριστώ, αλλά γιατί;
- Ε βρε αδερφάκι μου, όλον τον χρόνο πετάς τον αετό. Αμόλα καλούμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του γκομενοφύλακα, αλλά αναφέρεται στην περίπτωση που οι γκόμενες είναι πολλές. Μάλιστα η παρουσία του γκομενοβοσκού αποτρέπει τους άλλους άνδρες να την πέσουν στα κορίτσια που τον συνοδεύουν, ενώ συχνά δίνει αναφορά στους γκόμενους των κοριτσιών, εξού και το «βοσκός», τις φυλάει από το φλερτ των άλλων ανδρών.

Σχετικό λήμμα: μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας

- Κοίτα τον ρε με πόσες γκόμενες κυκλοφορεί!
- Όχι ρε, γκομενοβοσκός είναι ο τύπος,τις φυλάει για να μην τους την πέσουν αληθινοί άνδρες.

"Μα ναι κύριε ιδιοκτήτα μου, το θέλω το χωράφι, βοσκός είμαι - τί εννοείτε που είναι οι κατσίκες; αυτές που έχω εδώ να τις φυλάω δεν σου γεμίζουν το μάτι;" (από Galadriel, 27/02/09)

Σύγκρινε: χαρεμάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για άντρες, όχι απαραίτητα βέβαια, όταν αυτοί γκρινιάζουν ή παραπονιούνται σαν γκόμενες.

- Τι λες να πάμε Ψυρρή σήμερα;
- Πάλι εκεί μωρέ την άλλη φορά ήταν τίγκα στους κάγκουρες κλπ.
- Πώωωω, πάλι τσινάει η πουτανίτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(βλ. κορώνα μου)
Η ίδια φράση, απλά ίσως με πιο μεγάλο αίσθημα οικειότητας.

-Πού είσαι ρε κορώνι; Που έχεις χαθεί;

(από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός της παλάμης, χρησιμοποιείται στην περιγραφή της πράξης της μαλακίας.

- Καλά, αυτός πως την βγάζει τόσο καιρό;
- Δουλεύει την χείρα με τα πέντε ορφανά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη έκπληξη, κάτι το απρόσμενο, κάτι το φοβερό.

- Καλά ε!! την είδα κι έπαθα μουνόπλακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified