Selected tags

Further tags

Με άλλα λόγια:
1. κάποιος με έχει ζαλίζει, μου τα 'χει πρήξει κανονικά
2. έχω πιει τα κέρατά μου και όλα γύρω μου γυρίζουν Σάκη
3. για όλους τους παραπάνω λόγους (και όχι μόνο) έχω πονοκέφαλο

Βλέπε και εδώγια αποδόσεις στα αγγλικά.

Πω πω φίλε, έχω κάνει ένα κεφάλι καζάνι λέμε με όσα έχω διαβάσει μεχρι τώρα...

Σάββατο πρωί σήμερα έχω ένα κεφάλι καζάνι. Περίμενα εχθές το βράδυ στις 8 να ακούσω τον πρωθυπουργό μας στη Βουλή να αναγγείλει την παραίτησή του.

Να μη ξέρουν που πατάν και που βρίσκονται και την άλλη μέρα να ξυπνάς μ'ένα κεφάλι καζάνι και να έχεις ξεχασει τα πάντα.

(από Vrastaman, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικά (βλ. παράδειγμα 1) σημαίνει «εκ των πραγμάτων» και προέρχεται από το λατινικό de facto. Για να μην κουράζω με τις κυριολεξίες που δεν μας αφορούν, ιδού και ιδού πιο πολλά για την έκφραση.

Στην αργκό όμως (βλ. παραδείγματα 2 κέ) χρησιμοποιείται αντί του 100%, οπωσδήποτε, μες το νερό, σίγουρα, για τα καλά, κλπ.

(να σημειωθεί ότι πολλές φορές και η ελληνική έκφραση «εκ των πραγμάτων» παραποιείται με την έννοια του οπωσδήποτε κλπ).

  1. Όταν ανατρέπεται μια δημοκρατική κυβέρνηση με πραξικόπημα, ο επικεφαλής των πραξικοπηματιών είναι ο ντε φάκτο πρωθυπουργός της χώρας κι ας μην εκπροσωπεί τη νόμιμη κυβέρνηση.

  2. Ο Μ.χθες μου είπε «Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει» και είχε δίκιο,διαπιστωμένο αυτό, ντε φάκτο.

  3. Είπε δε ότι «εάν υπάρξει δημοψήφισμα, ντε φάκτο θα συμπορευτούμε σε μια νέα πλειοψηφία με πυρήνα τις δυνάμεις της Αριστεράς».

  4. ...ουσιαστικά επιλέγει τη μια άποψη και την προβάλλει λογοκρίνοντας ντε φάκτο την άλλη...

  5. Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η Ελλάδα είναι εδώ και ένα χρόνο ντε φάκτο μια χρεοκοπημένη χώρα

  6. Η αντιπροσωπεια ειναι υποχρεωμενη να σε καλυψει απο θεμα
    εγγυησης,ακομη κι αν ειναι παραεισαγωγης το μηχανακι σου. Είναι νομικά υποχρεωμένη αλλά δεν το κάνει ούτε το έχει κάνει ποτέ. Μόνο αν τους πας στα δικαστήρια μπορεί να δικαιωθείς μετά απο πολλααααά χρόνια. Ντε φάκτο αυτό που σου λέω δεν πρόκειται να καλύψει κανέναν!!! Μόνο η ευρωπαική εγγύηση σε καλύπτει δηλαδή ο dealer που πούλησε το μηχανάκι στον παραεισαγωγέα.

(όλα διχτυωτά)

(από Khan, 02/12/11)

βλ. και de fuckto σχέση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαμμένος, ηλίθιος, στόκος, βλάκας, μαλάκας και λοιπά καλολογικά.

Για αγγλικά αντίστοιχα του όρου, δες εδώ.

  1. οι χίτες ήταν συνεργάτες των γερμανών ρε βλαμάδι!

  2. ένα ανώριμο βλαμάδι είναι που δεν ξέρει να γράφει ουτε ελληνικά και έχει μεγαλώσει με τα σάλια των δικών του.

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει δραστηριότητες ή ασχολίες που στερούνται κάθε πρόκλησης ή ενδιαφέροντος σε τέτοιο βαθμό, ώστε ούτε ένας φυλακισμένος, μ' όλη την απελπισία του, δε θα κατέφευγε σε αυτές για να σκοτώσει την ώρα του.

Συνηθίζεται ιδιαιτέρως στα χαρτιά, στο τάβλι, στο ποδόσφαιρο, σε κάθε ανταγωνιστικό άθλημα γενικότερα, και παροτρύνει την πρόωρη ολοκλήρωση της παρτίδας, όταν αυτή έχει κριθεί προ πολλού. Όταν μάλιστα υπάρχει έκδηλη διαφορά ικανότητας μεταξύ των αντιπάλων και η κατάληξη είναι προδιαγεγραμμένη, η φράση αποκτά επιπλέον νόημα: πέρα από την απουσία ενδιαφέροντος, υπαινίσσεται ατιμία από την πλευρά του ικανότερου - δεδομένου ότι επέλεξε εύκολο αντίπαλο με μάλλον δόλιους σκοπούς (στοίχημα, αυτοεπιβεβαίωση, κοροϊδία και λοιπά) - που ούτε μεταξύ φυλακισμένων δε συναντάται.

Παραλλαγή: «ούτε ο [όνομα ξακουστού βαρυποινίτη] δεν το κάνει / παίζει κλπ αυτό».

  1. [Ο ομιλών χάνει 8-1 στο τάβλι που τελειώνει στις 10 νίκες, έχει υποστεί εξάπορτο και φαρμακωμένος βλέπει τον αντίπαλο να συγκεντρώνει αργά και βασανιστικά τα πούλια του, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει:]
    «Άντε πάρ'το διπλό να τελειώνουμε και πολύ τράβηξε... ούτε στη φυλακή δεν το παίζουν αυτό...»

  2. - Πω ρε τι πράμα είναι αυτό... στο 72' και το σκορ 0-0, ούτε μία φάση για δείγμα, λίμνη το γήπεδο να κολλάει η μπάλα, ο διαιτητής να σφυρίζει κάθε τρεις και λίγο, οι παίκτες να κυλιούνται στη λάσπη σαν τα γουρούνια... σκέτος καρκίνος σου λέω!
    - Ε κλείσ'τη τη γαμημένη να πάμε καμιά βόλτα! Ούτε στη φυλακή δεν το βλέπουν αυτό!

  3. - Κι άλλο γκολ! Χο χο 10-0 τα γατάκια!
    - Χαίρεται ο χάχας! Ελάτε ρε παιδιά να ξαναβγάλουμε ομάδες γιατί ούτε στη φυλακή δεν το παίζουν αυτό.

  4. - Ψιτ! Ψήσε δηλωτή με τα πιτσιρίκια που το παίζουν ιστορία να βγάλουμε κανά φράγκο...
    - Τόσο χαμηλά βρε κακομοίρη; Ούτε στη φυλακή ρε... ούτε στη φυλακή!

(από marooned, 04/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχοδιώκτης, ο αεριτζής.

Λόγω της σπανιότητάς της και του αξιοπερίεργού της, η λέξη εμφανίζεται και με χίλιες δυο σημασίες, πάντα αρνητικές και σχετικές με τον τυχοδιωκτισμό. Πιτσικόμης μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και ο καπάτσος κομπιναδοράκος, ή ο μπιστικός κάποιου λαμογιάρη, ή ακόμα και ο πολύ δήθεν (εκεί πρόκειται περί παρανόησης μάλλον εξαιτίας της κατάληξης της λέξης που παραπέμπει στον Κόμη).

Εγώ την άκουσα με την έννοια του τζαμπατζή υπερμποέμ, αυτού δηλαδή που διαμένει μια εδώ μια εκεί, σε διάφορα σπίτια που δεν είναι δικά του αλλά φίλων και γνωστών, που κάνει πολλές «στάσεις» για μικρά χρονικά διαστήματα: ο περιπλανώμενος εκ πεποιθήσεως ή επειδή δεν έχει μία και τη βγάζει τζάμπα με τον τρόπο αυτόν.

Η λέξη έχει αγγλική προέλευση (beachcomber) και η αρχική της σημασία στα αγγλικά παραμένει «ο ρακοσυλλέκτης των ακτών», όπως μας εξηγεί πολύ ωραία η Λεξιλογία εδώ. Επίσης η [Βίκυ](http://www.slang.gr/definition/9827-biky) το αναφέρει επισήμως ως ελληνική μετάφραση της αγγλικής.

Στον γούγλη βγάζει πολλά χτυπήματα, όπως θα δείτε παρακάτω.

  1. Το πιτσικόμης το έχει εντοπίσει κανείς σας σε οποιοδήποτε λεξικό, έντυπο ή διαδικτυακό; Εγώ τουλάχιστον όχι. Το πιο αστείο μάλιστα είναι ότι την πληροφορία για την ελληνική λέξη τη βρήκα στο λήμμα “beachcombing” της αγγλικής Wikipedia.
    Ούτε στο slang.gr δεν έχει περάσει.
    (από σχόλιο σε ποστ του Sarant εδώ)

  2. Ο Κώστας Καίσαρης κόβει τη φάτσα του Βλάση Τσάκα και βγάζει συμπέρασμα: Με σκουλαρίκια στα αυτιά, τατουάζ, πέτσινο παντελόνι και γιλέκο, για αναβάτης harley davidson ανατολικά του Κεντάκι κατηφορίζοντας για Οκλαχόμα. Για έμπιστος ή έστω για πιτσικόμης του Λάτση της Σαουδικής Αραβίας, αδύνατον. εδώ

  3. ΜΟΝΟ αμα έχεις γνωριμίες ή πληρώσεις κάνα χιλιάρικο κάποιον πιτσικόμη πράκτωρα κάτι θα κάνεις
    εδώ

  4. Ο Κοτσακάς είναι πιτσικόμης, μπιστικός του Ακη που διώκεται γιατί τον έχουν βάλει οι πασοκόγυφτοι πρώην «σύντροφοί» του σε τροχιά Μένιου

  5. Μπαίνουμε ΦΙΡΟΜ, έλεγχος διαβατηρίων από βλοσυρούς υπάλληλους και πρώτη εικόνα ένα άθλιο καζίνο κι ένας ταξιτζής με τον αέρα του πιτσικόμη ! εδώ

  6. (κυριολεκτική σημασία): Πριν χρόνια συναντιότανε ένας μάστορας με έναν πιτσικομη πχ πάνω από ένα καμένο αγκυροβόλο. Ο πιτσικόμης έλεγε είναι άχρηστο, και ο μάστορας το έφτιαχνε, με τα μισά χρήματα του καινούριου. Σήμερα η επισκευή του στοιχίζει 2000€ και καινούριο 300€.
    εδώ

...και πολλά άλλα.

(από Jonas, 05/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι υπερβολικά. Και από τη νωθρότητά μου πήζω σαν το γιαούρτι, ζαμπονιάζομαι.

(Πήζω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος μου έχει φέξει από την πολλή δουλειά, το μουνί μου έχει πήξει από το πολύ διάβασμα. Η πολλή δουλειά πήζει τον αφέντη.

Βλ. και πήξιμο.

- Το έχει αυτό το κακό η δουλειά μου. Μπορεί να ξύνομαι δυο βδομάδες και την τρίτη να πήζω ανελέητα...
(εδώ)

- 27χρονη Ιταλίδα σερβιτόρα δεν αναγνώρισε τον Βρετανό πρωθυπουργό και αρνήθηκε να του φέρει τρεις καπουτσίνο που της παρήγγειλε. «Πηγαίνετε να τους πάρετε μόνος σας. Τώρα πήζω στη δουλειά», αποπήρε τον Κάμερον, που αναγκάστηκε να σερβιριστεί μόνος του...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη κατά βάση σημαίνει μπόχα από βαρβατίλα, αρχιδίλα, και είναι το αρσενικό αντίστοιχο της μουνίλας (καμιά φορά σημαίνει, κατ' επέκταση και συμβολικώς πως, την αντροκρατία μέσα σε έναν χώρο, την πλήρη απουσία γυναικών ή τεσπατην ελάχιστη παρουσία αυτών, δηλ. το αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου και το αντίθετο της μουνοθύελλας).

Αντρίλα είναι και η επίδειξη ανδρισμού, η οποία φοριέται πολύ στον μάτσο τύπο άντρα -και ωσεκτουτού διαφωνώ με τον κύριο που γράφει το αντίθετο εδώ.

  1. την Αντρίλα δεν χρειάζεται να τη μυρίσεις, μπορείς να τη διαπιστώσεις και εκ του μακρόθεν, ακόμα και από φωτογραφικό υλικό ή περιγραφή.

  2. Αντρίλα ρε: 10 πνευματικές και σωματικές προκλήσεις για όσους θέλουν να λέγονται άντρες

  3. Υπάρχουν τραγούδια που στάζουν αντρίλα από τα μπατζάκια. Που τα ακούς κι ανατριχιάζεις.

  4. εγώ είμαι της άποψης ότι «Λίγη αντρίλα δεν έβλαψε ποτέ κανένα»

όλα από το νέτι

(από HODJAS, 07/12/11)(από Khan, 18/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να υπερασπιστούμε μια συμπεριφορά μας απρεπή, λάθος, αντιδεοντολογική, απαράδεκτη, ανάρμοστη, επιρρίπτοντας μέρος της ευθύνης μας και σ’ εκείνον που την υφίσταται. Εκείνος άρχισε, ή μας προκάλεσε, ή μας έφερε στη δυσάρεστη θέση, ή βρέθηκε εκεί που δεν έπρεπε, ή είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε ενώ ο άλλος μπορεί να μας αποφύγει κλπ. κλπ.

Τελικά αποδεχόμαστε μεν το λάθος μας, κατά το ήμισυ όμως, ενώ κατά το έτερον ήμισυ φταίει ο άλλος, οπότε πατσίζουμε. Έτσι και δε χρειάζεται να δικαιολογούμε τ’ αδικαιολόγητα (να επιμένουμε ότι είμαστε σωστοί ενώ δεν είμαστε), και δε χρωστάμε σε κανέναν.

  1. - Κι αφού έχω βγάλει μια κουράδα βδέλλα διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει κωλόχαρτο. Ε, τι να κάνω μετά; Πήρα ό,τι μπορούσα με το χέρι και το σκούπισα στον τοίχο. - Μα είσαι τελείως σίχαμα ρε πούστη μου! - Και τι να’κανα δηλαδή; Εγώ φταίω που δεν είχαν ένα κωλόχαρτο στην τουαλέτα; Μισή ντροπή δική μου μισή ντροπή δική τους.

  2. - Πελαγία, κράτα την πετσέτα να βγάλω το μαγιό.
    - Μα Περικλή μου, μας βλέπει όλη η παραλία! - Αν θέλουνε να βλέπουν, μισή ντροπή δική μου μισή ντροπή δική τους.

  3. - Μας έχουνε φάει τ’ αφτιά ότι κακώς μπήκαμε στην ΟΝΕ και τους γελάσαμε με τα γκρικ στατίστικς. Και καλά, εμείς είμαστε οι πονηροί, η Γιούροστατ τόσο βλάκες είναι; Αυτοί κάνανε τα στραβά μάτια γιατί μας ήθελαν. Μισή ντροπή δική μας μισή ντροπή δική τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω κάποιον σε μπελάδες, σε έγνοιες. Καμία σχέση με το ανοιχτά τα μαγαζιά. Η λέξη μαγαζί εδώ σημαίνει τραβάγια.

Το να ανοίξεις ένα κατάστημα είναι μπελάς, πόσο μάλλον την σήμερον ημέρα με την κρίση, τα ενοίκια, τις εφορίες και ταλιμπάν. Έγινε λοιπόν πάλι επίκαιρη η έκφραση.

Μη μου ανοίγεις μαγαζάκια τώρα τελευταία στιγμή, πες της ένα αντίο και πάμε σπίτι..

Got a better definition? Add it!

Published