Selected tags

Further tags

Φλυαρίες, σαχλαμάρες, άρες, μάρες, κουκουνάρες, μπουρδολογίες ως να πρόκειται περί λεγομένων ατόμου τελούντος υπό την επήρεια αλκοολικής μέθης.

- Πας καλά; Ακόμη διαβάζεις «Βήμα»;
- Χαλάρωσε. Για το DVD το πήρα - τί νόμισες; ότι έχω όρεξη να διαβάζω τις αμπελοφιλοσοφίες του Πρετεντέρη;

Μονή Φιλοσοφου (Αρκαδία)... αμπέλια δε γλέπω... (από GATZMAN, 22/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που δεν τον έχουν κατουρήσει / λερώσει με ούρα, αλλά και αυτόν που δεν έχει κατουρήσει.

---Επειδή το κατούρημα είναι και ένα διάλειμμα που επιβάλλει το πάνσοφο σώμα στο διαταραγμένο από τον εργασιακό ή άλλο φόρτο πνεύμα, προσφέροντας και μια ψυχική ανακούφιση, ο όρος χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πως κάτι πάει σερί χωρίς μια, ενίοτε, αναγκαία παύση. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε καταπίεση, είτε εξαιρετική αντοχή, πάντα σε υπερβολικό βαθμό.

---Επειδή ο ακατούρητος δεν είναι λερωμένος, ο όρος δηλώνει αυτόν που σε αντίθεση με τους όμοιούς του απολαμβάνει καλής φήμης, που δεν έχουν ράμματα για τη σούφρα του, που δείχνει άξιος εμπιστοσύνης και αψεγάδιαστος.

---Επειδή η σκληρότητα είναι απαραίτητος όρος για την ομαλή λειτουργία του κλειδιού του παραδείσου, η φύση προνόησε ώστε να αιματώνεται ολονυχτίς, εν είδει προπονήσεως, όταν το πάνω κεφάλι βρίσκεται σε φάση REM. Εξού οι πασίγνωστες πρωινές σηκωμάρες που συνήθως φεύγουν μετά το πρώτο κατούρημα.

Εξού λοιπόν «το ακατούρητο», το εξαίρετα ηδονικό -ιδιαιτέρως για την παρτενέρ- πρωινό πήδημα που εξασφαλίζουν οι κατουρόκαβλες του ακατούρητου.

Μπορεί να πέσετε πάνω και στα μοραΐτικα «ακατούρηγος» / «ακατούρηγο».

1α.
Παιδιά το 6Ν μιλάμε το βάζω σε εκτός δρόμου διαδρομές και είναι πολύ σκυλί. Tα όποια προβλήματα, δουλεύει σαν ταξί δεν κατεβαίνει παράθυρο συνοδηγού βάζει νερά από κάπου πίσω κτλ... δεν με απασχολούν ιδιαίτερα γιατί το αυτοκίνητο δε μασάει. Έχει κάνει χίλια χιλιόμετρα σε μια μέρα ακατούρητο μιλάμε. Με άλλο αυτοκίνητο θα έκανα μια στάση. Μ’ αυτό δεν φοβάμαι τίποτα!!!!

1β.
Και καμία μεταγραφή να μην κάνει ο Ολυμπιακός, με την ομάδα που έχει τώρα, ακατούρητος θα το πάρει. Νομίζω πως θα είναι το πιο εύκολο πρωτάθλημα!

1γ.
-Τουλάχιστον πάει η χρονιά! Αρχίζουν οι διακοπές.
- Όχι για όλους. Στις δυο τελευταίες τάξεις του λυκείου, τα παιδιά τον πάνε ακατούρητο όλο τον Ιούλιο. Από φροντιστήριο σε φροντιστήριο τρέχουν μέσα στους πέντε καύσωνες.

2α. Κάποιοι άλλοι τρέχουν από σχέση σε σχέση για ν αποφύγουν την μπόχα της άλλης ψυχής. Ελπίζουν ίσως πως θα βρουν τον ακατούρητο άλλο. Απλά ζουν στα ρηχά, ανικανοποίητοι χωρίς να ξέρουν το γιατί, αποξενωμένοι και από τον εαυτό τους που δεν μαθαίνουν να αποδέχονται .

2β.
Πολλοί θα θέλανε να «τα χώσω» στους αδέξιους δεξιούς που μας κυβερνούν. Άλλη μια μπατούλια, θα ‘θελαν να τα σύρω στους προηγούμενους, τους «σοσιαλιστές», που από την ιδεολογία τους κράτησαν το «…λιστές», αφού το αναβάθμισαν σε «…ληστές».
Τι μας μένει; Μα οι ακατούρητοι, οι πραγματικοί, οι αδοκίμαστοι (στην Ελλάδα), οι άπαιχτοι. Ποιοι είναι αυτοί; Μα οι…

(Όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)

  1. Ντιν-Νταν! Ντιν-Νταν!
    -Δόξα τω Θεώ!
    -Χρρρ. Χρρ. Χρ. Τι; Μα! Μωρή λυσσάρα!!
    -Ααχχχχχ! Ααααχ! Ναι! Ναι!! ΝΑΙΑΙΑΙΑΙ!!!!

Ντριιιν-Ντριιιν!
-Εμπρός!
-Αχ μανούλα μου έγραψες πάλι!!
-Τι; Αα! Σου ‘κανε το ακατούρητο;
-Κάπως έτσι.
-Εμ! κάτι ξέρουμε κι εμείς οι παλιές κύρ-Ασκητή μας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν σκώμμα, όταν επί μιας απορίας μας λαμβάνουμε μια διόλου διαφωτιστική απάντηση που απλά μας παραθέτει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, που τα ξέραμε έτσι κι αλλιώς.

Συνώνυμο: Ή θα βρέξει, ή θα χιονίσει, ή θα κάνει καλό καιρό.

Ταπώνεται με το «Μπορεί να είναι και δίδυμα.»

- Γιατρέ, θα μείνουμε και απόψε στο Νοσοκομείο;
- Θα κάνουμε πρώτα επίσκεψη και θα σας πούμε.
- Δηλαδή υπάρχει ενδεχόμενο να μη βγούμε σήμερα;
- Αν δεν πάρετε εξιτήριο, θα μείνετε.
- Κατάλαβα. Αν δεν είναι κορίτσι, θα είναι αγόρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει ότι καθιστούμε τον εαυτό μας διαθέσιμο στην αποδοκιμασία των συνομιλητών μας, αναγνωρίζοντας ότι ενδεχομένως προκαλούμε, αλλά πιστεύουμε σε αυτό που λέμε και λαμβάνουμε την ευθύνη των λόγων μας. Κάτι σαν το «Πάταξον μεν, άκουσον δε» που είχε πει ο Μιστόκλας στον Ευρυβιάδη όταν είχανε το dispute για τον τρόπο αντιμετώπισης των Περσών (παρ. 1).

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, δηλώνουμε ότι εν γνώσει μας παραβιάζουμε κάποιον κανόνα ή νόμο, αλλά το κάνουμε για καλό σκοπό και έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας (παρ. 2).

Γκρίκλις: crucify me

  1. Εδώ που φτάσαμε, ίσως είναι καιρός να συζητήσουμε και για ένα στοιχειώδες δίδακτρο για τα δημόσια σχολεία. Σταυρώστε με αν είπα κάτι κακό, αλλά προτιμάτε να τα βλέπουμε να κλείνουν ένα-ένα;

  2. Θα εξακολουθώ να βλέπω ασθενείς χωρίς να κόβουν εισιτήριο των 5 ευρώ, και αν είμαι ένοχος, σταυρώστε με.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερωμένη (τύποις) άγαμου κληρικού (που ζει εκτός μοναστικού κοινοβίου), άκα αγαμιδίου. Ο όρος έχει παρόμοια εξέλιξη με το συνείσακτη και το λατινικό subintroducta. Δηλαδή επρόκειτο κατ' αρχήν για συγγενείς εξ αίματος του αγαμιδίου που ζούσαν μαζί του για να τον φροντίζουν, ωστόσο ο όρος εφθάρη καθότι εβέντουαλjυ την φροντίδα αυτή την ανέλαβαν και συγγενείς εκ σπέρματος. Η διαφορά είναι ότι ενώ το συνείσακτη είναι λόγιος και μάλλον επίσημος όρος που υπάρχει και στους κανόνες, λ.χ. στον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, και σημαίνει κυριολεκτικά την γυναίκα που συνεισάγεται στην οικία αγάμου κληρικού οποιαδήποτε σχέση και αν έχει μαζί του, το ανηψιά είναι πιο ανεπίσημο και λαϊκό και χρησιμοποιείται πιο κουτσομπολίστικα για να καυτηριαστεί ότι μια συνείσακτη δεν είναι πραγματική ανηψιά.

Πάσα: allivegp.

Γιατί μάτια μου να μην γίνω δεσπότης εγώ που την στεφανώθηκα κι έκανα κι έξι παιδιά, και να γίνει αυτός που την έχει ανηψιά;

(Εγγαμίδιον αφήνει την αιχμή του κατά αγαμιδίου).

Tristane Banon, παραλίγο ανηψιά του DSK (από Vrastaman, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντελονιάζω χοντρά λεφτά. Κάνω γενναίες αρπαχτές, βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα.

Πότε θ΄ανοίξουν επιτέλους τα κλειστά επαγγέλματα στην Ελλάδα; Έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε τους φαρμακοποιούς και τους φορτηγατζήδες να χέζονται στο τάληρο, σε καιρό κρίσης, γαμώ την καταδίκη μου γαμώ μέσα.

(από Khan, 19/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ψίθυρος, φωνή σε διατύπωση κατ' αποκλεισμό (αρνητικές).

Κυριολεκτικά, «άχνα» είναι το προσωρινό θόλωμα που προκαλείται στον καθρέφτη ή το τζάμι όταν κάποιος εκπνέει πολύ κοντά (χουχουλίζει). Κατ' επέκταση και ο (φορτωμένος υδρατμούς) εκπνεόμενος αέρας, ο οποίος δημιουργεί τον ήχο. Πρβλ. αχνός = υδρατμοί.

Συνων. Μην κάνεις κιχ!

Δεν έβγαλα άχνα / μη βγάλεις άχνα γιατί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγαρεία είναι γενικώς κάθε μη αμοιβόμενη υποχρεωτική εργασία και αποτελούσε θεσμό των αρχαίων διοικητικών οργανώσεων. Συνώνυμο: επίταξις (αν και αυτό σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο για αντικείμενα ή κτήρια). Αναφέρεται, εννοείται, σε ελευθέρους (δούλους δεν έχει νόημα).

Συνήθως αφορούσε μαζική συμμετοχή, όπως στο χτίσιμο φρουρίων, φραγμάτων, δρόμων, γεφυρών κ.ο.κ. και μπορούσε να είναι έκτακτη ή και τακτική, όπως π.χ. κατά τη συγκομιδή. [Διαφέρει από την κοινοτική εργασία όπου κάποιος συμμετέχει αυτόβουλα]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το χτίσιμο των πυραμίδων.

Σήμερα η μόνη μορφή αγγαρείας που υφίσταται (χωρίς να χαρακτηρίζεται έτσι) είναι, σε απόλυτους όρους, αυτή καθ' εαυτή η στρατιωτική υπηρεσία. Ο όρος 'στρατολογική υποχρέωση' υποκρύπτει αυτήν ακριβώς την έννοια, διότι είναι υποχρέωση που επιβάλλεται από το κράτος (νόμο) σε ελεύθερους πολίτες. Το ότι αυτό γίνεται για την άμυνα της χώρας δεν έχει σημασία. Όλες οι αγγαρείες έχουν προφανή σκοπιμότητα.

Η λέξη προέρχεται από το περσικό hangar που σήμαινε 'βασιλικός ταχυδρόμος' και πέρασε στην ελληνική ως άγγαρος και ως άγγελος, με όλα τα παράγωγά τους.

  1. Με αγγάρεψε η μάνα μου να σκουπίσω την αυλή.

  2. Ο κίνδυνος υπερχείλισης του ποταμού ανάγκασε την διοίκηση να επιβάλει αγγαρεία για την συσσώρευση σάκκων άμμου, και να επιτάξει μερικά φορτηγά επίσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της αργκό. Με λίγα λόγια, αν κάποιος δεν έχει λεφτά δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Ακριβέστερα, άκουσα ότι χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθεί ο έρωτας μιας κοπέλας για κάποιον ευκατάστατο.

Δεν νομίζω να χρειάζεται παράδειγμα, ο ορισμός μιλάει από μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται: στην καλύτερη περίπτωση, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Παραλείπεται ένεκα μαγκιάς, όπως πχ λέμε στην τελική.

- Λες να έχει κόσμο το πάρτυ;
- Μπα, στην καλύτερη θα είμαστε τριάντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified