Selected tags

Further tags

Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο, κάμνω μιμί.

Αργκό του σλανγιώτατου Ανδρέα του Εμπειρίκου. Μινέτ(τ)ο επίσης αποκαλείται το γλειφομούνι κι ο αυνανιοσμός (εκ του μινάρω).

1.
Μια απ' αυτές µάλιστα, που ήταν και από τίς παλαιότερες σκηνές που είδε, µήπως δεν απετέλεσε και τό πρώτο ζωντανό παράδειγµα τής γλυκύτατης πράξεως, που αργότερα έµαθε ότι ονοµάζεται «μιμί» ή «µινέττο», και τήν οποίαν, πριν µάθη τίς λέξεις αυτές, ονόµαζε µόνη της « πιποπιπίλα »;

2.
ο ζωγράφος, εξ αδικαιολογήτου όλως σεβασµού, και µολονότι ήτο φανερόν ότι τήν ήθελε και εκείνος (αφού συχνά επίεζε τήν ψωλήν του, ή τήν έτριβε επί τού στόµατός της) δεν είχε ζητήσει ποτέ ρητώς από τήν Φλώσσυ εκτέλεσιν µινέττου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο.

Ονοματοποιία του σλανγιωτάτου Ανδρέα Εμπειρίκου.

- η Μιμή κρατούσα αβρώς τό πέοςτού ταχυδακτυλουργού µε τήν αριστεράν της, και ζυγίζουσα απαλά µε την δεξιάν χείρα της τούς ωσαύτως βγαλµένους έξω όρχεις του, είχε κολλήσει τά χείλη της γύρω από τήν σφύζουσαν βάλανόν του και εις τό φουσκωµένον γεννητικόν του µόριον «µιµί» - τουτέστιν έγλειφε τήν ψωλήν τού ταχυδακτυλουργού µε έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τόν κόκκινον καυλόν της, ωσάν να ήτο η κεφαλή τής πούτσης τίτθη, ενώ ο Γκρεγκουάρ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, ευρίσκετο εις τόν Παράδεισον και, καµµύων τούς οφθαλµούς του, έλεγε εις τήν ξανθήν ψωλογλειφίδα λόγια αισχρά, αισχρότατα, ανάµικτα µε τρυφεράς εκφράσεις και επαίνους.
(Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μεγας Ανατολικός»)

Ινσέψιο (από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «Οδύσσεια» του Ομήρου κατά μία έννοια.

Όλοι οι βλάμηδες στην Τροία
μας εκλάσανε τα τρία,
Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες
και σειρήνες και γοργόνες,
τα παλέψαμε στα ίσια,
μα δεν κάνουν μιά Οδύσσεια.

Στο φευγιό μου πήγα τσάρκα και στον Άδη,
για να δείξω ότι ο τολμών νικά,
της Οδύσσειας το μουνί ήταν πηγάδι,
ήταν Κίρκη, Καλυψώ και Ναυσικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοπέρασε όλη τη ζωή του, χωρίς να νοιάζεται για το αύριο αλλά πέθανε, λόγω ακριβώς της ζωής αυτής, στην ψάθα, πικραμένος και μόνος μην αφήνοντας περιουσία ή χρήματα πίσω του.

-Τι έγινε ρε συ αυτός ο αρχοντάθρωπος ο καπτάν-Νικόλας; Τονε βρήκανε τέζα μες στα ποντίκια;
-Άστα ρε Δημήτρη. Καλή ζωή, σκατά διαθήκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόρριψη, συνήθως ερωτική. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα «denied» σε κάθε είδους προσπάθεια που δεν ευόδωσε.

Από το γράμμα Χ που τοποθετείται σαν σφραγίδα και απορρίπτει ένα έγγραφο, μια πρόταση.

Χ > χι > χίος

- Τι έγινε, Θανασάκη; Έγινες δεκτός στο Ντιρί Σοφάδων;
- Άσε, ρε μαν... Μάλλον με κόψανε επειδή έβγαλα το δημοτικό με έξι.
- Μαλακία. Άντε τώρα να τη βγάλεις στο δημόσιο γυμνάσιο.

(από Dr. Steve Brule, 03/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για μαλακία που κάνεις σε εντελώς απρεπή περίσταση με αποτέλεσμα να μεγεθυνθεί η τιμωρία, ν' ανέβει πίστα ένα faux pas που διέπραξες και αλλού ίσως ήταν εντελώς ακίνδυνο ή αδιάφορο.

Από την έκφραση «πολλά κιλά μαλάκας» και από τον δεύτερο νόμο του Νεύτωνα: F = m x a

Έτσι ενώ τα κιλά της μαλακίας (m) είναι τα ίδια σε δυο περιπτώσεις, σε αυτήν με τη μεγαλύτερη «επιτάχυνση» (a, ένας δείκτης απρέπειας, αστοχίας, κάτι σαν ταχύτερη μεταβολή του στάτους σου κατά διαόλου) το αποτέλεσμα, η δύναμη (F) είναι μεγαλύτερη. Και το αποτέλεσμα δυσμενέστερο.

- Για όνομα, ρε Τζον. Έκλασες πάνω στην εξέταση της Χειρουργικής; Μα πόσα νιούτον μαλάκας είσαι;
- Σιγά, ρε Πανούλη. Ήθελα ν' αποδείξω ότι δεν έχω ειλεό.
- Χμμ, βλέπω το σημείο σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις πλέον αρχιδόσπαστες γειώσεις που μπορεί να δεχθεί κάποιος από το αντικείμενο του πόθου του. Πόσω δε μάλλον όταν το εν λόγω αντικείμενο ξεμουνιάζεται με κάθε απίθανο κωλοχαρακτήρα και μετά στρέφεται σε σένα για ψυχολογική στοργή και προδέρμ sans φάσωμα. Και ύστερα, καληνύχτα.

Κυρίες μην το κάνετε, είναι παθητικοεπιθετικό, κινδυνεύετε πράγματι να χάσετε έναν καλό φίλο. Είναι απείρως εντιμότερο να τού πείτε στην ψύχρα ότι δεν σας κάνει κούκου, δεν τον γουστάρετε βρε αδερφέ. Εάν είναι και καλό παιδί, προσφερθείτε να του γνωρίστε κάποια από τις ξεμειναμένες φίλες σας. Αν πάλι τον συμπαθείτε πράγματι, εμπλουτίστε την φιλία σας με προνόμια, κανείς δεν έκλαψε από καζάν-καζάν φάσεις!!!

  1. - Λίλιαν, I shink I yam on luv <3 <3 <3
    - Νίκο, σε βλέπω σαν καλό φίλο, μη διακινδυνεύσουμε την ωραία μας φιλία...
    - Ποιος είπε να την χαλάσουμε, μπορούμε και στο φιλικό!
    - Καληνύχτα φιλενάδε (μουνόδουλε!)

2.
- Τι έγινε, Λίλιαν; Έμαθα ότι στην έπεσε ο Θανασάκης; Θα κάνεις τίποτες;
- Μπα, Λάουρα... ο Θάνος είναι ο πιο καλός ενήλικος. Τον βλέπω σαν φίλο, σαν αδερφό και δεν θέλω να χαλάσω την πολύτιμη φιλία μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Yet another υποκοριστικό το προσφιλούς σε όλους και όλες μουνιού, κείνου που μας τρώει, κείνου που μας σώζει.

1.
- Για μουνέλα φόρα παρτίδα στην αμμουδιά.

2.
- Ένα µουνέλο όλο µέλι!... Ένα µουνάκι θαύµα!

3.
- Εντάξει, η κοπέλα ήταν μέτρια εμφανισιακά, με όχι τόσο καλές υποκριτικές ικανότητες και ευρύ(χωρο) μουνέλο. Από την άλλη ήταν ευχάριστη...

4.
- το τριχωτό του άγγελου μουνέλο

5.
Ἀμέσως, ἕνα καταρρακτῶδες, ἠλεκτρικὸ κῦμα ἡδονῆς ξεκίνησε ἀπὸ το κεφάλι τῆς Σελὶν καί, ἀφοῦ διέσχισε τὸ κορμί της κάθετα, ἐκτονώθηκε βίαια στὸ στενὸ καὶ τρυφερὸ μουνέλο της μὲ ἕνα χειμαῤῥῴδη ὀργασμό, ποὺ τὴν ὑποχρέωσε νὰ σπαρταρᾷ σὰ καμακωμένη ζαργάνα, καθὼς μούγκριζε ἀκατάληπτα καὶ ἀνίερα λόγια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εδώ ως χαρακτηρισμός καταστάσεων που πυροδοτούν έντονα (κυρίως αρνητικά) συναισθήματα καθίσταται μείζον γαμοσλανγκοτέτοιο για επιφωνήματα γέλωτα, θυμού, αγανάκτησης ή παραίτησης.

  1. Εδω ο μουσικός σηκώνει τα χέρια.
    (Δ. Σαββόπουλος, «Αχαρνής»)

  2. Εδώ γαμούν αρσενικά και συ γυρεύεις νύφη

  3. Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται

4.
Γεωργιάδης: Kι όμως το ΚΕΡΔΙΣΑ το στοίχημα. (εδώ η επιστήμη σηκώνει τα χέρια...)

5.
«31 Οκτωβρίου 2014... Ημέρα Αποταμίευσης... Εδώ γελάμε ή κλαίμε; Οι παλιότεροι θυμόμαστε τον κουμπαρά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και την έκθεση που μας έβαζαν να γράψουμε στο σχολείο για την αποταμίευση. Το μάθαμε, λοιπόν, το μάθημά μας, αλλά δυστυχώς το πληρώσαμε ακριβά...» αναφέρουν στην επιστολή-κραυγή αγωνίας οι μικροομολογιούχοι.

6.
- Αναμένουν ότι η αύξηση του ΑΕΠ στη μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ εποχή θα απογειωθεί πάνω από 3-5%, καθώς οι ΜμΕ θα μπορούν να επενδύουν με κάθε εμπιστοσύνη (εδώ γελάμε δυνατά...).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι ενοχλητικός, τσιμπούρι, ταγάρι, κολλιτσίδα.

Η προέλευση της έκφρασης είναι αβέβαιη. Σύμφωνα με παμπάλαιο άρθρο του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» οφείλεται στο ότι οι Τσάμηδες θεωρούντο «συνώνυμο του ανειλικρινούς ανθρώπου». Κομματάκι ρατσιστικό, δεν πείθει. Άσε που το ίδιο άρθρο το τερματίζει αποδίδοντας το Τσάμης σε παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις.

Ας πεοτείνω κι εγώ μια εναλλακτική ευθυμολογία, με κίνδυνο νατσουλήσω: Αφενός, ο original τσάμικος ταμπάκος «...ήταν τοπικό προϊόν της Παραμυθιάς. Ήταν πασίγνωστος για το άρωμα του και το χαρακτηριστικό του ήταν πως δεν καπνιζόταν αλλά το λάμβαναν από τη μύτη» (εδώ). Αφεδύο, όπως μας πληροφορεί ο Fotis Nitsiopoulos, ο τσάμικος ταμπάκος ήταν υγρός και κολλώδης (εδώ). Ενδέχεται το λεπόν ο ταμπάκος αυτούνος να κολλούσε στις ρινικές κοιλότητες, προκαλώντας δυσφορία στην χρήστη. A pain in the ass nose, που λένε και στο χωριό μου.

1.
Ωραιότατα δίνει το θέμα ο Κούντερα στην “Αθανασία” περιγράφοντας τη σχέση του γέρο- Γκαίτε και της νεαρής Μπετίνα, η οποία του έγινε τσάμικος ταμπάκος.

2.
Το λες και μονη τι να κανει και εκεινη η δολια η πεθερα οταν της λες ελα μαζεψε τον κανακαρη σου; Αν μεινει μακρια και σας πει βρε δε πα να κοψετε το λαιμο σας μεγαλοι ανθρωποι εισαστε οχι μωρα να σας κανουν οι αλλοι ντα , θα πεις ειναι αδιαφορη, δεν με γουσταρει και ψαχνει ευκαιρια να χωρισω απο τον γιο της κλπ κλπ .... Ερχεται και με τον τροπο που το δικο της το μυαλο λεει προσπαθει να κανει τον Ντε Κουεγιαρ....την βλεπεις σαν τσαμικο ταμπακο που θρονιαζεται σπιτι σου...οτι και αν κανει χρεωμενη θα ειναι....

3.
Μια φορά κι’ ένα καιρό…Τότε που ακόμα ήμασταν “απολίτιστοι“ , και τις όμορφες παραδοσιακές γιορτές , που μαζευόμασταν όλοι οι χωριανοί , ανεξαρτήτως..”χρώματος , τάξης“ κλπ..κλπ , και γλεντούσαμε υπέροχα , σαν μια παρέα και δεν μας γίνονταν ..”τσάμικος ταμπάκος“ οι λουλουδούδες και δεν μας έβγαζαν την πίστη , αι κυρίαι επί των..τιμών , πιέζοντάς μας “φορτικά και..άκρως ενοχλητικά“ να αγοράσουμε λαχνούς...

(από σφυρίζων, 29/10/14)(από σφυρίζων, 29/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified