Selected tags

Further tags

Ψευδοαγγλική εκδοχή του κλάσε μου τα αρχίδια, δηλαδή χέσε με, παράτα με, σάλτα και γαμήσου.

Πρόκειται για κλασική έκφραση, άκουσμα τουλάστιχον από τα σέβεντηζ.

- Κλας μάι πουτς, ρε φρεντ. Τόσες ώρες κάθεσαι και «σερφάρεις στο net», κάνε τον κόπο να ψάξεις λιγάκι για κανένα ενδιαφέρον πράγμα.
(δαμαί)

- Σπυρετο κλας μαι πουτς...
- Ποιός τον έχασε και τον βρήκες; :o
- να το χοντρυνω δεν μπορω γιατι ειμαι συντονιστης... (τζιαμαί)

- Κλας μάι πουτς ρε μπουνταλά κουραδόμαζα. Άντε μην ξυπνήσεις κάποια μέρα χωρίς αυτιά...
(τζιαχαμαί)

(από Vrastaman, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος.

Είναι ένας σεμνότυφος τρόπος για να αποφύγει κάποιος να πει τα πράγματα με τ' όνομά τους. Οι μεγάλες φύσεις, συναντώνται συνήθως σε βίπερ ή άλλα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ανήκουνε σε κάποιον κομψό και γοητευτικό Τζων με γαλάζια μάτια και sixpack, που η «κυρία» πρωταγωνίστρια της νουβέλας, τον γνώρισε στις διακοπές που έκανε στα νησιά Μπαρμπάντος.

Οι αραπάδες που έχει φέρει ο Γιουσούφ Πασάς στο Μωριά, ξεπατώνουνε τις Ελληνίδες με τις μεγάλες φύσεις τους.

(από το μυθιστόρημα του Καραγάτση «Αίμα χαμένο και κερδισμένο»)

Η φύση αυτού του φις (από GATZMAN, 08/04/11)περι φύσεως κ ουσίας by Leonardo (από gaidouragathos, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστατη ονομασία για τους όρχεις, δηλαδή για τα αρχίδια λόγω του σφαιρικού τους σχήματος. Κατά την Φρικηπαίδεια λέγονται και μπαλάκια της αγάπης.

Στο Δ.Π. υπό Μες.

Από διευθύνσεις για ενήλικες στο νέτι (όλα για την επιστήμη!)

  1. Πορνόγερος: Τα τσιμπούκια της κουνιάδας μου.
    Μου ρούφαγε τα μπαλάκια ενώ ταυτόχρονα κρατούσε τον πούτσο μου σφιχτά και τον πάταγε. τέτοιο τσιμπούκι δεν μου είχε κάνει ούτε η γυναίκα μου, που είναι τέλεια στα τσιμπούκια!

  2. Προσπαθώντας να επιταχύνω την ολοκλήρωση της απίστευτης αυτής απόλαυσης, άρχισα να μαλάζω τα βαριά τριχωτά μπαλάκια του Γιάννη. Η αλήθεια είναι πως είχε τα πιο μεγάλα και τα πιο φουσκωμένα αρχίδια που είχα δει ποτέ σε άντρα, ακόμα και σε τσόντες με gay porn stars.

  3. Ξύρισμα αρχιδιών: Για να μη ματωσει το πουλακι σας ή τα μπαλάκια σας, μπορειτε να χρησιμοποήσετε απροβλημάτιστα τα παρακάτω, που τα συστηνει και η ενωση ελληνων γυναικολογων! ειναι εγγυημένα! βαμβακερα για το ευαίσθητο δερματακι!

  4. Το κλασικό ανέκδοτο:
    - Τι είναι 603 μπαλάκια;
    - ...;
    - Οι τριακόσιοι του Λεωνίδα και το αρχίδι ο Εφιάλτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τηλεόραση. Βλ. τουβού και χαζοκούτι.

Όπως είπαμε, λέγεται έτσι από όσους την απαρνούνται, βλ. και παράδειγμα.

Μπαμπαδισμός το λιγότερο.

ΚΑΤΑΡΓΗΣΤΕ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ - «ΤΗΛΕΚΟΛΑΣΗ». Συγκλονιστική μαρτυρία γιά τό «κουτί τοῦ διαβόλου»!

από... εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη καλαμαράς χρησιμοποιείται κυρίως από Κυπραίους και σημαίνει αποκλειστικά Ελλαδίτης. Είναι ταυτόσημοι όροι όσον αφορά στη χρήση τους.

Όταν θέλεις να κάνεις μεταξύ Ελλήνων ιδιαίτερη μνεία στους Ελλαδίτες (Έλληνες της Ελλάδας, Έλληνες ιθαγενείς) ή στους Κυπραίους (Έλληνες της Κύπρου, Κύπριοι ιθαγενείς) δεν θα πεις απλά Έλληνας, γιατί ο όρος αυτός συμβολίζει το έθνος στο οποίο ανήκουν τόσο οι κύπριοι και οι ελλαδίτες, όσο και οι υπόλοιποι Έλληνες τους εξωτερικού, που μπορεί να μην έχουν την ελληνική ιθαγένεια, αλλά να έχουν τον ένα ή και τους δυο γονείς Έλληνες, να έχουν πάρει την ελληνική κουλτούρα, γλώσσα ήθη κι έθιμα, την αγάπη προς το συγκεκριμένο έθνος κ.ο.κ. (π.χ. οι Έλληνες της Αυστραλίας, της Γερμανίας, της Αμερικής...)

Και η λέξη προήλθε απ' όταν οι Ελλαδίτες, μορφωμένοι και γραμματιζούμενοι-λόγιοι, έρχονταν στο νησί για να διδάξουν στα σχολεία, τότε που η Κύπρος ήταν πιο φτωχή (και υπό την κατοχή άλλων λαών) και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολείτο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία.

Οι καλαμαράδες (=Ελλαδίτες, Έλληνες της Ελλάδας και όχι απλά Έλληνες για να γίνεται η διάκριση) το Πάσχα έχουν ως παραδοσιακό έδεσμα το τσουρέκι, ενώ εμείς οι κυπραίοι (Έλληνες της Κύπρου) τη φλαούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ξέρω (συνήθως ενν. «ξέρω τι μαλάκας είσαι») τόσο καλά σα να ήσουνα παιδί μου.

Μέσες-άκρες ισχύει ότι κανείς δεν μας γνωρίζει τόσο καλά όσο η μάνα μας. Συχνά, βέβαια, μια μάνα διαψεύδεται άσχημα, όχι ντε και καλά επειδή τελικά δεν ξέρει τα πάντα για το παιδί της (το οποίο, ως αυτόνομη πια προσωπικότητα μπορεί να παρουσιάσει ευχάριστες ή δυσάρεστες εκπλήξεις), αλλά επειδή, μέσα στο πλαίσιο του γνώθι σαυτόν (το οποίο σπανίζει) η μάνα δεν βλέπει / αναγνωρίζει / παραδέχεται κάποια πράγματα της δικής της συμπεριφοράς που πιθανόν να οδήγησαν το τέκνο της στην διάψευση αυτή.

- Καλά, πού το ήξερες ότι τελικά θα πω στην Βάλια να πάμε μαζί διακοπές και όχι την Κάτια;
- Αφού σ' έχω γεννήσει ρε μαλάκα, σε ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά.

Και σε έχω γεννήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε πλήρη ανάπτυξη: «όρμα Τζακ και τα κόκαλα δικά σου!»

Ξεκίνησε ως συνεργιστικό πρόσταγμα προς τον πιστότερο μας φίλο και μετεξελίχτηκε σε τζενέρικ προτροπή τ. βουρ στον πατσά, έμπαινε γιούτσο, γιούργια στα κουλούρια και όποιον πάρει ο χάρος!

Έχει πρακτικές εφαρμογές τόσο σε θέματα μάσας όσο και υποθέσεις φασώματος. Να μην συγχέεται με το τον χαζομούνη τζακ ή το «όρμα Τσακ».

Πάσα: Μπετατζής.

- Όρμα Τζακ και ο κακοποιός δικός σου...Γερμανικοί ποιμενικοί σκύλοι καταφθάνουν σύντομα στη χώρα μας για να επιβάλουν την τάξη. (εδώ)

- Αν αντέχεις και για δεύτερο στο καπάκι όρμα Τζακ, αλλά θα κάνεις κάμποση ώρα να τελειώσεις μετά. Και πρέπει να προσέχουμε ένα πράγμα σημαντικό: μην συνεχίζουμε με το ίδιο προφυλακτικό κι έχουμε δράματα
(εκεί)

- Γιώργος Πάντζας: Μας έχει στοιχειώσει αυτό το λάγνο βλέμμα σάτυρου (η επιστημονική ορολογία είναι ‘όρμα Τζακ’) κάθε φορά που βλέπει κομμάτι γυναικείας σάρκας πάνω από τον αχίλλειο τένοντα στις αξεπέραστες θεατρικές και όχι μόνο παραγωγές που συμμετέχει. This guy gives me the creeps. Όχι όμως περισσότερο από τον νέο μετεωρολόγο του ΑΝΤ1
(παραπέρα)

- Επέδραμον Ιάκωβε και τα οστά ημέτερα
(φατσοβιβλίο)

Αυτός ο Τζακ (αντεροβγάλτης) δε χρειαζόταν παρότρυνση για να ορμήσει  (από GATZMAN, 05/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναφώς με έτερο ορισμό, κατά τον οποίο μπαλάκι είναι το τέρμα ή γκολ στο ποδόσφαιρο, στην σεξοσλάνγκ είναι η επιτυχής περάτωση της σεξουαλικής πράξης με εκσπερμάτιση. Χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης του πόσες εκσπερματίσεις είχε ένας άντρας κατά τη συνεύρεσή του με μια γυναίκα. Ιδιαίτερα χρησιμοποιείται στην μπουρδελοσλάνγκ για να χαρακτηρίσει ευμενώς μια τάνα που επέτρεψε στον πελάτη της περισσότερα του ενός μπαλάκια, αγγλιστί extraball.

Επίσης, μπαλάκια στον πληθυντικό είναι τα αρχίδια.

  1. Με μια κατάθεση στο πλαστικό τέλειωσε το πρώτο μπαλάκι.

  2. Ανοίγω αυτό το θέμα για τα κορίτσια που γλύφουν μπαλάκια σε μπουρδέλα.Δυστυχώς είναι πολύ μικρό το ποσοστό των κοριτσιών που προσφέρει αυτήν την θεάρεστη υπηρεσία στους πελάτες.Για μένα προσωπικά γυναίκα που δεν καραμελώνει 'καρυδάκια' είναι άκυρη. (Εδώ για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published

Κατ' αρχήν, τα άλογα με πέταλα είναι καλύτερα από τα άλογα χωρίς πέταλα στην οδοιπορία και σε ό,τι, είναι ενισχυμένα. Κατά δεύτερον, η γάτα με πέταλα είναι, κατ' αντστοιχία, ένα ούμπερ γατόνι, κάποιος πολύ έξυπνος και οξυδερκής. Σταδιακά η φράση με πέταλα έχει αυτονομηθεί για να δηλώσει κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενισχυμένο, που δεν έχει απλώς την φυσική ισχύ, ευφυΐα και δυνατότητα που αναμένεται από αυτό, αλλά κατιτίς παραπάνω.

Για τις σλανγκικές χρήσεις του πετάλου, βλ. γάτα με πέταλα, εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, πέταλο, τινάζω τα πέταλα.

Πάσα: Βράσταμαν.

  1. Εδώ υπάρχει μαγκιά με πέταλα! Και ειρωνεία, αλλά όχι αφ΄ υψηλού. Ειρωνεία που πηγάζει από την αμφιβολία. Καμία σχέση με την «τρέντι» ή «λάιφ στάιλ» διάλεκτο των «έξυπνων» νέων. Η γλυκομίλητη Μαρία με το πτυχίο γαλλικής φιλολογίας, ξεδιπλώνει μια γλώσσα οξυδερκή κι ένα μάγκικο ύφος βιωμένο και όχι στερεότυπο, ενισχυμένο με γερή δόση υπόγειου χιούμορ. (Εδώ).

  2. Πουτάνα με..πέταλα!!! (Εδώ).

  3. Πούτσα με πέταλα (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι την αδυναμία κάποιου. Βγάζω τα γούστα μου σε κάποιον που δεν είναι πλέον ικανός να αντισταθεί, λόγω αδυναμίας ή κάποιας μεγάλης ανάγκης.

Η πράξη ενέχει χαρακτήρα καιροσκοπικό και της τέλεσής της συχνά προηγείται επιμελής προπαρασκευή του θύματος, ώστε να καταστεί αυτό ευεπίφορο στις διαθέσεις μας.

Ισχύει για φυσικά πρόσωπα, ΠΑΕ, κράτη κ.λπ.

  1. Αδελφέ βρίσκουν και τα κάνουν. Υπάρχει συνδεσμίτης (προεδρος συνδεσμου) που έπαιρνε πίπες ραδιοφωνικές στον Τζιγγερ και τώρα το παίζει νο1 στο οπαδιλίκι. (από εδώ)

  2. Βρήκε και έκανε ο Θρύλος, 6-0 την Κλάψα.

  3. Το θράσος των Σκοπιανών δεν έχει όρια, βέβαια βρίσκουν και κάνουν εξαιτίας και της δικής μας ανοχής. (από εδώ)

(από jesus, 05/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified