Αυτός που την έχει μικρή.

Καλά να είμαι τόσο γκαντέμω ρε γαμώτο; Να είναι μαύρος και να μου βγει λιλιπούτσειος;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προορίζεται για τα μπάζα, για ανακύκλωση, για τα ΧΥΤΑ.

Εμφανισιακά, αλλά και ψυχολογικά, αυτός που δεν βλέπεται, δεν υποφέρεται, δεν δικαιολογείται.

Ο τελείως άχρηστος, ο ανυπόφορος, αλλά κυρίως ο προκαλών άσχημη αισθητική εντύπωση.

  1. Τον είδα και αλάφιασα, τον γιαταμπάζα, τον λέτσο.

  2. Από τότε που τον σχόλασε το Μαράκι, έχει γίνει γιαταμπάζας ο Θρασύβουλας.

(από ougk, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εύχοντρος χοντρομαλάκας.

Πάσα: Vrastaboy.

- Γύρω από την υποψηφιότητά μου συσπειρώνεται όλη η δημοκρατική προοδευτική παράταξη...
- Μπαμπά δεν βαρέθηκες να βλέπεις αυτόν τον χοντρομπαλάκα, βάλε λίγο Nickelodeon...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.

- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ σπάνιο ψάρι που συναντάται πάρα πολυ σπάνια στην παραλία της περιοχής Δουνέικα στο Νομό Ηλείας.
Προσοχή: Εάν τυχόν το συναντήσετε ποτέ, υπάρχει να σας μπει στο κώλο!

Πετράν και Αλέκος είναι καθ' οδόν για Δουνέικα.

Πέτρος:- Ρε μαλάκα τι ακούγετε «μπα μπα μπαπ» κατω απο το αμάξι;
Αλέκος:- Πουτσομούρες θα είναι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουλοφλώρος χαρακτηρίζεται ο τυπάς που, αν και φοράει κράνος – κασκόλ –μάσκα / γυαλιά σκι, έχει ακόμη μέσα του την ιδέα πως κάποιος κάπου πρόκειται να τον γνωρίσει και να τον κάνει «να πληρώσεις ρε αλήτη» για ότι έχει κάνει. Οπότε αποφεύγει συστηματικά την έκθεση σε οπτικό πεδίο κάμερας, τα πλιάτσικα σε μαγαζιά που βιντεοσκοπούνται για τη δική μας ασφάλεια (εκτός αν η λίστα του ντου έχει προϊόντα πρώτης ανάγκης οπότε κάνει την υπέρβαση), το να το παίξει ο ειρηνευτής που θα μπει ανάμεσα στους μπάτσους και στους μπάχαλους για να ηρεμήσει τα πνεύματα και άλλα.

Διαθέτουν την χείριστη φήμη ανάμεσα στις τάξεις των απλών και τίμιων κουκουλοφόρων και συχνά αναφέρονται και ως μαύρα πρόβατα. Κανείς δεν τους συμπαθεί, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν και να τους διώξουν, καθώς η πάλη κατά της πόλης που καίγεται - λουλούδι που ανθίζει είναι πραγματικά δύσκολη και χρειάζεται την συνδρομή όλων. Παρόλα αυτά, οι κουκουλοφλώροι επιτελούν μιας κάποιας μορφής έργο, με το να σπάνε μάρμαρα και να φέρνουν πολεμοφόδια, να ζωγραφίζουν με σπρέι διάφορα συνθήματα, να πασάρουν και να κουβαλούν τα μαλόξ και γενικά να χαμαλοδουλεύουν.

Αν διαβάζετε τον ορισμό και κάτι δεν σας έκατσε καλά, τότε μάλλον είστε αστυνομικός ή ανήκετε γενικά στα σώματα ασφαλείας, χουντάλας, ιδιοκτήτης μαγαζιού στο κέντρο και μη περιοριστικά. Για εσάς ο ορισμός είναι: γενικά όλοι αυτοί που κρύβονται πίσω από μία κουκούλα.

(Δύο τύποι συνομιλούν στην Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης 17 Νοεμβρίου)

- Λοιπόν, σήμερα το μενού έχει Στάρμπαξ και Ζάρα. Παίρνω εγώ Ζάρα.
- Εντάξει. Να το κάνουμε πέτρα ψαλίδι χαρτί ή να διαλέξω πρώτος.
- Άσε εμείς έχουμε ήδη κάνει τρελό τιμ. Εγώ, ο Κώστας ο ψηλάκος, ο Χρηστάκης ο άτσου, ο Πεπερικλής ο κεκές και ο Μίλτος ο ράπα.
- Τι λες ρε φίλε; Πάλι θα μείνω εγώ με τους κουκουλοφλώρους; Δεν στρέει, θέλω να διαλέξουμε ξανά.

Ποιος είπε ότι ο Τσίπρας χαϊδεύει τους κουκουλοφλώρους; (από Hank, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γκόμενας προκαλέσασας μεγάλη ζημιά. Μπορεί να μοιάζει με το μπάζο ή με το μπουζούκι αλλά η πραγματική ρίζα της λέξης είναι το γνωστό όπλο Μπαζούκας. Αναφέρεται συνήθως σε αυτό που λέμε γυναίκα-γκόμενα.

Την λέξη την πρωτοάκουσα πρόσφατα και ρώτησα να μάθω και την ακριβή προέλευσή της για να τη μοιραστώ μαζί σας (δείτε στο παράδειγμα).

(Η πρώτη χρήση της λέξης σε πραγματικό διάλογο)

Α ρε Μαράκι... σε πήραμε για νεροπίστολο και μας βγήκες μπαζούκι!

bellzouki (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified