Further tags

Το μπάζο που καίει μαζούτ, σε ένα super pack υπερπροσφοράς 2 σε 1.

Και για όποιον δεν κατάλαβε: η βραδύπω ψαροκασέλα, η αργοκίνητη μπατάλω, η ανήκουσα στον Κώδικα ξανθιά, η ούτε-με-ξένο-πούτσο χαζομούνα, η τα-ζώα-μου-αργά χλαμούτσα.

Λολοπαίγνιο του εν Φραπέ αδελφός GATZMAN από το δουπού.

  1. - Η Φεβρωνία εθεάθη εις το νυφομπάζαρο, σπεύδω μην με προλάβει έτερος ήρωας...
    - Σπεύσε όμως βραδέως Καυλαγόρα, το μπαζούτ δεν αναμένεται να απομακρυνθεί από το πόστο του any time soon...

2.
ΡΕ ΜΟΥΝΟΣΚΥΛΟ ΑΝΤΕ ΓΑΜΑ ΚΑΝΑ ΠΟΥΤΣΟ ΝΑ ΣΤΑΝΙΑΡΕΙΣ! Η ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ! [...] ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΜΠΑΖΟΥΤ ΡΕ ΓΥΦΤΟ!! ΑΙΩΝΙΑ ΠΕΜΠΤΟΣ ΘΑ ΕΙΣΑΙ!!ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα συγκροτήματα που μιμούνται το στυλ των Prodigy, αλλά είναι της πλάκας, δευτεροκλασάτα, και χρειάζονται πολλά τζι για να τα ακούσεις.

-Έχουμε αργήσει ρε για τη συναυλία ενιάμιση πήγε!
-Κούλαρε μαν, ακόμα τίποτα δευτερόντιτζι θα παίζουν.

(από grit, 12/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω το γνωστό παιχνίδι tichu. Χρησιμοποιείται από πορωμένους με το παιχνίδι κυρίως.

- Ρε Μήτσο, πάμε το απόγευμα να τιτσάρουμε σπίτι σου;
- Μέσα.
- Επειδή ο Αντρέας δεν τιτσάρει πια, πες της Ελένης και του Κώστα να έρθουν.
- Πάλι στο μαλάκα θα πω; Δεν ξέρει να τιτσάρει αυτός.
- Καλά, πες του Γιάννη.
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα « Μεγάλα Πλάνα» που διαρκούν κατά μέσο όρο περισσότερο χρόνο από τα υπόλοιπα πλάνα καθώς και τα πολλά single shots που εμπεριέχουν μικρές υποενότητες αλλά είναι συγκροτημένα σε ένα πλάνο, ονομάζονται μονόπλανα. Τα μουνόπλανα είναι αυτές οι μεγάλοι περίοδοι πρηξαρχιδίασης που προσφέρει η χ παρουσιάστρια, όπου ο σκηνοθέτης κάνει ζουμ στα βυζγιά της ενώ αυτή μιλάει για διάφορα θέματα, κυρίως για ζώδια και τον νέο δίσκο του Τσαλίκη (τοποθέτηση προϊόντος).

- Είδα την νέα εκπομπή της Στέλλας Πιπέογλου χθες!
- Έλα ρε, καλή;;
- Τι να σου πω, αυτά τα μουνόπλανα με συνεπήραν και τον έκανα λάστιχο 2-3 φορές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά απαρχαιωμένος πλέον σουρρεαλιστικός όρος, καλαμπουρτζίδικη ημιηχητική μετάφραση της εγγλέζικης λέξης ''fuckable'' (Φάκαμπολ). Συνώνυμο το ''πηδήξιμος/η''.

Απευθύνεται και στα δύο φύλα.

''-Και ειναι ωραία η Καίτη;
-Είναι γαμώμπαλα.''

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο στο νυφοπάζαρο και το μπάζο: τόπος κοινωνικής συνάντησης, όπου γίνονται γνωριμίες ανάμεσα σε ανύπαντρους άντρες και κακάσχημες γυναίκες, με σκοπό τον γάμο. Γνωστό σκέτα κι ως μπαζάρ.

Κλόπυ ράιτ: Λεξιλόγια, εδώ.

- Διάβασα στο Φραπέ ότι παίζει τρελό νυφοπάζαρο στο Καβούρι. Πήγα, αλλά τι να δω; Την Αφροξυλάνθη το κλανόμπαζο, την Ευθανασία το λιγδοτάγαρο κι ένα τσούρμο buffalo gurlz. Ξάφνου μου την έπεσε μια βολική αρκούδα με pretty bra. Φώναξα πίσω γορίλα, ούτε με ξένο πούτσο!

- Ίου, συναγωνιστή, κανονικό νυφομπάζαρο!

- Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published

Φιλοσοφικό ερώτημα με απομυθοποιητικές εσσάνς προς τον γνωστό ποιητή Τσαρλς Μπουκόφσκι. Η λέξη είναι σύνθετη και προκύπτει από τις λέξεις τσιμπούκι & Μπουκόφσκι. Γροθιά στο κατεστημένο των ψευτοκουλτουριάρηδων και ενίοτε ψευτοφιλελέδων και ψαγμένων μπουκοφσκικών που ξεπηδούν σαν τα μανιτάρια τα τελευταία χρόνια σε παρέες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τέθηκε σαν ρητορικό ερώτημα και ταυτόχρονα και ως τίτλος και σε ροκ τραγούδι(ο Θεός να το κάνει) του Δημήτρη Πουλικάκου a.k.a «Θείου Νώντα». Εκτός από τις απομυθοποιητικές εσσάνς αποκτάει και Ελληναράδικες νότες μαγκιάς και αντί-ψευτοκουλτούρας υπονοώντας ότι Μπουκόφσκι(Μπουκοφσκική ποίηση) και τσιμπούκι είναι ένα και το αυτό. Πράγμα διόλου περίεργο μιας και η γεμάτη κραιπάλες και καταχρήσεις ζωή αλλά και τα ποιήματα του Μπουκόφσκι είχαν σαν θέμα τους το σεξ, τις γυναίκες, το αλκοόλ κτλ.

- Τί θα κάνεις απόψε;
- Λέω να αράξω, να ακούσω μουσική και να διαβάσω λίγο Μπουκόφσκι.
- Ρε ντύσου και πάμε να πάμε για κανά γκομενάκι. Τί Μπουκόφσκι, τί Τσιμπουκόφσκι μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση απόλυτης χαλαρότητας και βαρεμάρας. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρονικές περιόδους αυνανισμού, παλιμπαιδισμού και μειωμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας.

Η ρίζα από το ισπανικό kot (κάποιος) και hemel (~άνετος) (kot'hemel). Χρησιμοποιούνταν ευρέως στη περιοχή του Πουέρτο Ρίκο για να περιγράψει τις καθημερινές καταστάσεις κατά την μεσημεριανή σιέστα.

Συχνά χρησιμοποιούμενες εκφράσεις με το λήμμα:
- Πάμε για ένα κοτεμέλ;
- Έκανα το καλύτερο κοτεμέλ της ζωής μου. - Ούτε κοτεμέλ να ήτανε.
- Στό ένα χέρι το πουλί του και στο άλλο χέρι κοτεμέλ.
- Ήπια ένα κοτεμέλ.
- Έκανα ένα κοτεμέλ.
- Έπαιξα με ένα κοτεμέλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίος Έλληνας στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ. που έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε μεγαλύτερες και ωριμότερες γυναίκες. Απαντάται και ως Milfιάδης.

- Χτύπησα τρελό γκομενάκι χτες βράδυ! Τριανταπέντε και βάλε, χωρισμένη με παιδί, αλλά τούμπανο! Έχω πάθει πλάκα!
- Μα ποιος είσαι ρε φίλε, ο Μιλφιάδης;!

Ο Μιλφιάδης Βαρβιτσιώτης φουχτώνει τα γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας Παππά  (από σφυρίζων, 24/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος παρομοιάζει τον τρόπο μετακίνησης των καγκουρώ (με συνεχή πηδήματα) με τον τρόπο δράσης μιας γκόμενας. Ειδικότερα η ερμηνεία της έκφρασης είναι πολλαπλή και εδώ παρουσιάζονται οι τρεις πιο γνωστές:

1ον
Η γκόμενα παρουσιάζει μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία αρνείται κατηγορηματικά να περπατήσει ή να τρέξει και προτιμά να χοροπηδά από τον ένα προορισμό στον άλλο.

2ον Η γκόμενα έχει το χαρακτηριστικό, κατά την διάρκεια του σεξ να θέλει να βρίσκεται συνεχώς από πάνω και επιπλέον δεν σταματά να χοροπηδά πάνω στο πέος του αρσενικού ωσάν καγκουρώ.

3ον Είναι η γκόμενα που έχει την τάση να πηδιέται με όποιον και όσους βρει, καθώς απολαμβάνει την πράξη αυτή καθαυτή όσο και τα καγκουρώ. Με την ερμηνεία αυτή η λέξη βρίσκεται συνώνυμη των πεογλείφτρα, χυσαποθήκη, πουτσορουφήχτρα και άλλων γλαφυρών εκφράσεων.

1
-Είδα μια γκόμενα σήμερα που δεν σταματούσε να πηδάει από το ένα σημείο στο άλλο.
-Πρέπει να ήταν καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.

2 -Έχω βρει ένα καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι και ο πούτσος μου έχει γίνει μωβ.
-Δεν φτάνει που γαμάς, παραπονιέσαι κιόλας, κλαψομούνη.

3 -Καλά, η Μαρία κάνει το καλύτερο σεξ.
-Ισχύει.
-Πού το ξέρεις εσύ μωρή μουχρίτσα;
-Όλοι το ξέρουν, αφού είναι καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι (ακολουθούν οι γνωστές κλωτσοπατινάδες που συνεπάγονται τέτοιες προσβολές στην κοπέλα κάποιου).

Καγκουροπηδηχτιάρικο έτοιμο να χοροπηδήσει σε άλλο προορισμό. (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified