Προκύπτει εκ της αγγλικής λέξης boot (με την έννοια, εκκινώ υπολογιστή). Κατά τη διαδικασία της εκκίνησης (μπουτάρισμα) ο Η/Υ διαβάζει τα αρχεία συστήματος του λειτουργικού συστήματος από τον δίσκο εκκίνησης (bootable disk) και φορτώνει το λειτουργικό σύστημα, παρέχοντας πρόσβαση, στα διάφορα περιφερειακά του Η/Υ, στα εγκατεστημένα προγράμματα, στα αρχεία του χρήστη, κλπ. (βλ. παρ. 1)

Η λέξη συνδέεται επίσης, με καταστάσεις αλλαγής από διάφορες καταστάσεις στάσης, σε διάφορες καταστάσεις έγερσης και εκκίνησης (π.χ: ξυπνήματος, εγρήγορσης, αφύπνισης, ξεκινήματος, έναρξης πορείας).

Μπορούμε να δούμε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

1) Ξύπνημα από ύπνο με την κυριολεκτική έννοια του όρου, π.χ το πρωί. (βλ. παρ. 2)

2) Ανάκτηση των νοητικών δυνατοτήτων μετά από ύπνο. Για αποτελεσματικότερη εκτέλεση των νοητικών λειτουργιών χρειάζεται καφέδιασμα, πρωϊνό, κλπ ώστε κάποιος, ως Η/Υ που ανακαλύπτει τα περιφερειακά που είναι διασυνδεδεμένα πάνω του (detection proccess), να μπορεί να κάνει αναγνώριση του περιβάλλοντα χώρου του. (βλ. παρ. 3)

3) Εντοπισμός κάποιων πραγμάτων στα οποία δεν είχαμε δώσει την πρέπουσα σημασία. (βλ. παρ. 4)

4) Επανένταξη σε μια κατάσταση από την οποία έχουμε αποστασιοποιηθεί για αρκετό χρονικό διάστημα. (βλ. παρ. 5)

5) Συνειδητοποίηση ανάγκης για αλλαγή τρόπου ζωής. (βλ. παρ. 6)

6) Ξύπνημα ενστίκτου. (βλ. παρ. 7)

7) Ξαφνική φλασιά, «κάτι σαν τη λάμπα του Κύρου Γρανάζη», όπως λέει η Στάτλερ στα σχόλια του λήμματος αυτού. (βλ. παρ. 8)

8) Ξεκίνημα καθολικά αποδεκτών χρονικών περιόδων, (βλ. παρ. 9), ή όχι. (βλ. παρ. 10)

  1. Προσωπικά έβαλα τα Βίστα σε ένα ξέχωρο 80ρι, αλλά όταν μπουτάρω θα πρέπει να έχω επιλέξει πρώτα από το BIOS από ποιόν σκληρό θα μπουτάρει, ειδάλλως δεν μου δίνει τη δυνατότητα να επιλέξω λειτουργικό....
    Φυσικά μπορώ να δώ όλα τα αρχεία των ΧΡ από τα Βίστα, αλλά και τούμπαλιν...
    Δες

  2. Εμπούταρα πρωί πρωί
    Στις έξι παρά κάτι
    Και χάζευα τα σχήματα
    Επάνω στο κρεβάτι

Πρέπει να πάω στη δουλειά
Να τρέξω σαν Κεντέρης
Γιατί αν μ’ απολύσουνε
Θα λες πως δε με ξέρεις

  1. Ο Γιώργος κοιμάται. Ξάφνου, χτυπάει το τηλέφωνο. Στο τηλέφωνο είναι ο φίλος του ο Νώντας. Ξυπνάει και πιάνει το ακουστικό.
    Γιώργος: Ποιος;
    Νώντας: Ελα ρε.
    Γιώργος: Ποιος είναι;
    Νώντας: Ο Νώντας ρε. Δε με γνώρισες;
    Γιώργος: Νώντας;
    Nώντας: Ρε μαλάκα, πάλι κοιμόσουνα; Όποτε ξυπνάς ρε πστ, χάνεις τη μπάλα. Κοίτα να πιεις κανα καφέ για να μπουτάρεις, γιατί σε ένα τέταρτο περνάω από 'κει μαζί με την αρραβωνιαστικιά μου.
    Γιώργος: Δε σας γνωρίζω κύριε. Κάποιο λάθος κάνετε. Νώντας (δυνατά): Ξύπνα ρε!

  2. Ο Πέτρος με το Λάκη, ετοιμάζονται να υπογράψουν ένα συμβόλαιο που περιέχει έναν πονηρά τοποθετημένο όρο. Είναι κι οι δυο γνώστες. Το διαβάζουν για κάμποση ώρα, ωστόσο ο Πέτρος που το κοιτάει πιο χαλαρά, δεν παίρνει χαμπάρι τη φάκα κι ετοιμάζεται να υπογράψει.
    Λάκης: Α ρε φίλε. Δεν έχεις μπουτάρει ακόμα. Το είδες αυτό; (Του δείχνει τον όρο δόκανο.)

  3. - Έλειψα αρκετό καιρό διακοπές και θα μου πάρει δυο τρεις μέρες για να μπουτάρω πλήρως.

  4. - Ήμουν το πρότυπο υπαλλήλου και με εκμεταλλεύονταν άπαντες. Ώσπου νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο με υπερυψηλή πίεση. Έτσι έβαλα μυαλό, συνειδητοποίησα τη μαλακία μου και άλλαξα στιλ. Τσακώθηκα με ορισμένους βέβαια που δεν τους εξυπηρετούσε η αλλαγή μου, αλλά τώρα πια τα πράγματα έστρωσαν. Το κακό είναι πως μου πήρε τρία χρόνια για να μπουτάρω και να αλλάξω συνήθειες.

  5. - Με το που την είδα, μπούταρε το κτήνος μέσα μου.

  6. - Είχα χάσει την ταυτότητα και την έψαχνα παντού σαν τρελός, μέχρι που ήρθε το ρεύμα και μπούταρε ο σκληρός μου και έτσι θυμήθηκα.

  7. - Με το που μπούταρε ο καινούριος χρόνος, έχανα ήδη 3.000 ευρώ στην τσόχα.

  8. - Πότε μπουτάρεις στη νέα δουλειά;
    - Από βδομάδα κάνω ντεμπούτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, προερχόμενη εκ των λέξεων «νέος» και «Λέοπαρντ».

Ο όρος αποτελεί απαξιωτικό ή χιουμοριστικό χαρακτηρισμό ενός νέοπα που υπηρετεί σε μονάδες τεθωρακισμένων, που χρησιμοποιούν άρματα μάχης Λέοπαρντ (Leopard).

Ο όρος εκφέρεται συνήθως από κάποιον παλιό φαντάρο, από κάποιον μονιμά που έχει ακόμα να δει...πολλές... μα πολλές ολυμπιάδες μέχρι να απολυθεί, ή από κάποιον που είχε κάνει τη θητεία του σε τέτοιες μονάδες.

  1. (Χιουμοριστική χρήση)
    Καλή θητεία νέοπαρντ!!! Να περνάνε γρήγορα οι μέρες και να γυρίσεις άρτιος στην κοπελιά και στους δικούς σου!
    Δες

  2. (Απαξιωτική χρήση)
    3 μέρες πριν φύγω με αγγαρέψανε να πάρω κάτι νέοπαρντ να κουβαλήσουμε λέει καλώδια και εκεί τσακώθηκα και τους τα έχωσα με την εξουσία της παλαιότητας και της μισής σαρδέλας μου. Δες

(από GATZMAN, 02/06/09)Μαύρος Λόχας vs Νέοπαρντς. Αφιερωμένο στον Γκατζ. (από Jonas, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποφορά (όχι σώνει και καλά οσφρητική), που δημιουργείται όταν αποδομούμενες οι τρασιές παράγουν δυσώδη τρασίλα.
Κατά το τραγίλα, μουνίλα, καφρίλα, αριστερίλα και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός, εκ του trash και της κατάληξης -ίλα.
H μπίχλα στην πατούσα είναι το αισθητικό κερασάκι στην όλη τρασίλα

  1. Πάλι καλά εχω να πω που εκεί στο μέγκα σκεφτήκανε οτι όλοι όσοι θέλουν την πχοιότητα έχουν κ αρκετή τρασίλα μέσα τους! (εδώ)
  2. Ιάπωνες αυνανίζονται τραγουδώντας... (και μετά λέμε οτι έχουμε τρασίλα κι εμείς στην τηλεόραση). (εδώ)
  3. Διαψεύδει τον ΓΑΠ ο Ιβάν Σαββίδης, αυτόν επικαλούνται οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Γουστάρω τρασίλα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πηγαίνεις κάπου και δεν το ξέρει κανείς, (αφού κανείς δεν ασχολείται μαζί σου), φροντίζεις να το μάθουν όλοι (μήπως και ασχοληθεί κάποιος).

Στον κόσμο των εξυπνόφωνων τα check-ins έγιναν καθημερινή συνήθεια. Ανακοινώνουμε στον ψηφιακό μας περίγυρο πού πάμε για καφέ, πού τρώμε, πού πίνουμε, πού χορεύουμε, πού διασκεδάζουμε, πού κοιμόμαστε.

Αλλά επειδή ο χρόνος είναι χρήμα και εμείς τεμπέλικα όντα, θελήσαμε να γίνονται όλα αυτόματα. Και φτάσαμε να μη μας ρωτάει κανείς αν θέλουμε να διαλαλήσουμε την παρουσία μας σε ένα δημόσιο (ή μη) μέρος, με αποτέλεσμα πολλές... παρεξηγήσεις και άβολες καταστάσεις. Γιατί ποιος δεν έχει πέσει ποτέ θύμα ενός check-in;

Είναι αλήθεια, σχεδόν κανείς δεν έχει γλιτώσει. Και αν είστε από τους τυχερούς, δεν αργεί η στιγμή που θα την πατήσετε, χωρίς να λάβετε τα κατάλληλα μέτρα. Κάποιο check-in θα σας βρει στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή και κάποιο συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια που δε θέλετε να το δει, θα το δει. Και τότε θα είναι αργά. Δε χρειάζεται να επεκταθούμε με συγκεκριμένα παραδείγματα, νομίζω όλοι καταλάβατε πως η τεχνολογία μπορεί να μας «κάψει» σε τέτοιες περιπτώσεις.

1. «Ας κάνουμε ένα ομαδικό τσεκιν οτι βλέπουμε Παπαφλέσσα. Παλιοακατέδεκτοι» (τουίτ για την Πρώτη φορά Αριστερή παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2015)

2.
- Έλα ρε που είσαι - Για ποτακι - Γιαυτό σε πήρα μια χάρη φιλαράκι θα με κάνεις ένα τσεκιν να μη βγαίνω βραδιατικα;

  1. Σημερα στο φμπ εχει περισσότερα «καλημέρα και καλή βδομαδαααα» κ απο τσεκιν στο Βέρτη τη κυριακη

  2. Ελεος ρε μαλακα η αλλη εκανε τσεκιν στο νεκροταφειο!!ψόφος κωλοζωα

  3. Πήγαμε για καφέ με την @milediiiiiii σε μια εκπληκτική καφετέρια ξεχάσαμε να κάνουμε τσεκίν και τώρα ντύνομαι πάω να την πάρω να ξαναπάμε

  4. Βλεπω τσεκιν σας με φωτο στο φβ και σκεφτομαι κι' εγώ ετσι για τον πουτσο φαίνομαι οταν κανω τα ίδια;

  5. Η αλλη και σε βόθρο να κανει τσεκιν ο πρωην μου λαικ θα της κανει

8.
ό λ α
ε ί ν α ι
δ ρ ό μ ο ς
αλλά κυρίως τσεκίν

(από Khan, 26/03/15)Το "τσεκίν σε νεκροταφείο" που λέει κι η Σούλτω... (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κουνουπακιστάν είναι η μακρινή πατρίδα του κουνου-κουνουπιού που αγάπησε (και αγαπήθηκε, αλλά με την καλή έννοια, από) το κοριτσάκι Μυρτώ στο παιδικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι.

Σλανγκιστί, κουνουπακιστάν αποκαλείται κάθε καλοκαιρινός παραθαλάσσιος προορισμός όπου με την δύση του ηλίου εφορμούν μιλιούνια τα πεινασμένα μεταλλαγμένα κουνούπια και σου πίνουν μπαμπέσικα το αίμα. Συνήθως οι διαφημιστικές μπροσούρες και οι ιστιοσελίδες των εν λόγω θέρετρων αποκρύπτουν στο φαινόμενο.

Κουνουπακιστάν επίσης αποκαλείται το Πακιστάν μετά από τις συνέπειες του εγκέλαδου σύμφωνα με τον Gatzman στα σχόλια του λήμματος Αυνανιστάν.

Σλανγκασίστ: Ε. Τριβιζάς, Gatzman και Vrastagirl (η κόρη μου) που σλανγκοποίησε τον λήμμα όταν είχα την φαεινή ιδέα να επισκεφτούμε την Σκαφιδιά Ηλείας.

Το κουνουπάκι άρχισε να ντρέπεται και ζουζούνισε με συντριβή: ΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖ...
Δε σε τσίμπησα πολύ
αλλά λίγο, πολύ λίγο,
ήταν σχεδόν φιλί.
Αν όμως θες να φύγω
Αν θες, λέω αν,
Θα φύγω και θα πάω
Στο Κουνουπακιστάν!
(Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι, Ε. Τριβιζά)

- Ρε μπαμπά στο κουνουπακιστάν βρήκες να μας φέρεις καλοκαιριάτικα;;; (Vrastagirl)

Η Μυρτώ και του Κουνουπάκι (από Vrastaman, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδεολογία του Διαδικτύου, όπως ο ασιγματισμόσ, ο ατονισμος, ο ανορθογραφισμός, ο πολυτονισμός. Επειδή γίνεται κυρίως για λόγους ευκολίας, μοιάζει πιο πολύ με τους δύο πρώτους. Ο ορισμός του γκρηκλισμού είναι να βαριέσαι ανυπόφορα να κάνεις το ταυτόχρονο Αλτ-Σιφτ (όπως εγώ τώρα) κι έτσι είτε 1) Να γράφεις ελληνικά με αγγλικούς χαρακτήρες, είτε 2) αγγλικά με ελληνικούς.

  1. α) Η πρώτη περίπτωση πολλές φορές λειτουργεί ως το καμουφλάζ του ανορθόγραφου. Δηλαδή ένας που δεν μπορεί να ορθογραφήσει, αντί να πάρει μια γενναία στάση και να ενταχτεί στο κίνημα του ανορθογραφισμού προασπίζοντας τα πιστεύω και τα ταξικά συμφέροντα των ανορθόγραφων, κρύβεται πίσω από τα γκρήκλις, όπου τα γράφει όλα «i» και «o», και καθάρισε!

β) Όσοι δεν είναι ανορθόγραφοι, γράφουν το ωμέγα ως «w», το ήτα ως «h», το χι ως «x», το θήτα ως οκτώ «8», και το ξι αναλυτικά ως «ks», κι ενώ καταργούν έτσι κάθε κανόνα φωνολογικής αντιστοιχίας, μπορεί και να κατηγορήσουν κάποιον που δεν το κάνει ως «ανορθόγραφο».

γ) Μια τρίτη κατηγορία είναι οι αρχαιόκαυλοι γκρηκλιστές. Αυτοί απεχθάνονται τα γκρήκλις, αλλά είτε λόγω προκεχωρημένης ηλικίας, είτε επειδή ζουν στην κοσμάρα τους, είναι τραγικοί e-tard και δεν έχουν μάθει την ύπαρξη των πλήκτρων Αλτ-Σιφτ. Αλλά επειδή απεχθάνονται την δεύτερη φράξια, ακολουθούν την επιστημονική φωνολογική μεταγραφή από τα αρχαία ελληνικά στα λατινικά. Δηλαδή: Οι πιο μετριοπαθείς γράφουν το ήτα ως «e» και το ωμέγα ως «o», οπότε βρίσκονται σε διαμάχη με την δεύτερη φράξια για το ποιος ορθογραφεί. Οι πιο ακραίοι θέλουν να δηλώσουν και την αρχαιοελληνική ποσότητα των φωνηέντων, οπότε γράφουν το ήτα ως «ee» και το ωμέγα ως «oo». Οι ακόμη πιο ακραίοι είναι ταυτοχρόνως γκρηκλιστές και πολυτονιστές, οπότε προσθέτουν και ένα «h», για να δηλώσουν την δασεία, ενώ χρησιμοποιούν και υπογεγραμμένη ως παραγεγραμμένο «i»! Λ.χ. η λέξη «ερμηνεία» θα γραφεί από αυτούς ως «hermeeneia», το «δόξα τω Θεώ» θα γραφεί «doxa too Theooi» κ.ο.κ. Εννοείται ότι αυτοί λοιδωρούν τα οκτάρια θήτα από τις άλλες φράξιες και τις υπόλοιπες συμβάσεις τους.

δ) Ένα άλλο είδος είναι ο υβριδικός γκρηκλιστής που δεν έχει κανόνα και χρησιμοποιεί όποια σύμβαση του καυλώσει ανά πάσα στιγμή. Λ.χ. δεν έχει ιδεολογικό πρόβλημα να γράψει «tha epi8umousa na ypodeixo» ανακατεύοντας συμβάσεις από όλες τις φράξιες. Συναφές ζήτημα είναι αν το ύψιλον γράφεται με «u» ή με «y».

2) Το αντίστροφο είδος είναι ο γκρηκλιστής που βαριέται να γυρίσει το πληκτρολόγιο από τα ελληνικά στα αγγλικά. Έτσι γράφει στα ελληνικά τα αγγλικά ονόματα ή και εκφράσεις, όπως «σο», «το καλύτερο έβερ», «πρόπαμπλυ», «γουάτσοέβερ», «λολ», «λόλσομ», «φακ» κ.ο.κ. Αν είναι αυτοσαρκαστικός θα διανθίσει για ξεκάρφωμα τον λόγο του και με τα «παρεπίπταμπλυ» και «ανπέκταμπλ» κ.ο.κ. Ο τοιούτος γκρηκλιστής βολεύεται πολύ από τις καθαρευουσιάνικες ελληνοποιήσεις λ.χ. «Σακεσπύρος» για τον «Shakespeare», «Αμστελόδαμον» για το «Άμστερνταμ» κ.ο.κ. Επίσης, από τις σλανγκικές τοιαύτες, όπως δωδ, φατσοβιβλίο, σωλήνας κ.ο.κ.

Το παρόν λήμμα δεν προτίθεται να καλύψει τις περιπτώσεις γκρηκλισμού των ελληνισμών που μεταφράζονται στην αγγλική ομιλία, ή αντιστρόφως των ελληνοαμερικάνικων, που καλύπτονται σε άλλα λήμματα ενδελεχώς βλ. λ.χ. δώσε κώλο στον ρουφιάνο!.

Σλανγκασίστ: Mes.

  1. Έστωσαν πέντε γκρηκλιστές διαλεγόμενοι σε κουβεντοδωμάτιο για τις αντίστοιχες φράξιες, όπου:
    1.α.= Λάουρα.
    1.β.= Λίλιαν
  2. γ. = Επαμεινώνδας
  3. δ. = Αμαλία.
  4. = Μένιος.

Λάουρα: Ax ti oraia perasame x8es sto retire, itan iperoxa!
Αμαλία: Ne, ki egw perasa 8aumasia, pote tha to ksanakanoume to xeskisma;
Μένιος: Παρεπτίπαμπλυ, μιλώντας για ξέσκισμα, πολύ φάκαμπλ αυτή η φίλη σου, η Καλλιόπη! Το καλύτερο σουίνγκερ φακ έβερ! Πραγματικά ανπέκταμπλ! Σο, μπορείς να μου φοργουορντάρεις το εμαίιλ της; Ή την διεύθυνσή της στο φατσοβιβλίο; Ή ο,τιδήποτε γουατσοέβερ...
Λίλιαν: Menio, ti einai auta pou les sthn kopela; 8a h8eles mhpws na arxisoume ki emeis na zhtame ta emails twn agoriwn me tis ompreles;
Επαμεινώνδας: Meen sugxuzesthe agapeetee mou Lilian. Tooi onti eeto thespesia ee korasis! Me ekane na thumeethoo ta neiata mou, hotan hupeerksa xipees. Ta deonta teei mamai sas, despoinis Amalia.

kai outoo katheksees, kai outo ka8exis, kai outw ka8ekshs, ετσέτερα ετσέτερα...

  1. (Στο φόρουμ του Αθηνοράματος, ανάρτηση γκρηκλιστί ενός κριτικού με αυξημένο δείκτη σλανγκικής ευφυίας, για την ταινία «Daisy» του Wai-Keung Lai):

Daisy is a cataplectic and catapeltic, detectivic, caramelodramatic, psychocathartic, hard-Koreatic, engangsteric, hyperrelativistic esoteric movie in an exoteric co-prototypic tensor product environment hyperfocusing on Jeon, a deadendstreeting artist, painting Heineken bottles in the port of Amsteldamned-if you do, Zaglodvan damned if you dont you forget about me, kikiriki kee, o protokotos to kikirikoy ekbaleto. [...] Protoclassatic acting, zoopanegyris of the senses, philosophistication of Aegina, [...]ο σχιζοφρενής Κορεάτης μες στην οθόνη, όλος ο Κορεάτικος κινηματογράφος έχει βγει από εκπομπή της καραμουζοπάνια, αλλά προ Χαρδακαρβέλα, Χαράδρα, Καραβέλα,ας Χαρδαβελάξουμε Μά-αύ-ρηηηη, Μαύροι με βρακοπαντέλονα απ' τα πάνω Πετράλωνα. Θέλω να πώ, ο έγκριτος σκηνοθέτης Αντριου Καταφερτζαφέρης Λάου κάνει μπέ-ε-ε-ε και ξέρει τι κάνει ή κουτουλάχιστον έτσι φαντάζομαι.

Αντίθετο: engreek.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Απ' το αρχαίο ελληνικό και μετέπειτα αλεξανδρινό «σάπφειρος» > ζαφείρι: Ορυκτός πολύτιμος λίθος, από ανοιχτό γαλάζιο και πράσινο μέχρι σκούρο μπλε, χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων για κοσμήματα κλπ.

Β. Κατά μίαν εκδοχή, ήταν/είναι τα κιτρινο-γαλαζο-πράσινα φλέματα που προκύπτουν απ' τον τσιγαρόβηχα, το κρυολόγημα, τη φθίση, κλπ., που σου στέκονται στο λαιμό και δε μπορείς να τα φτύσεις, ούτε να τα καταπιείς ... μπλιαχ! (πιθανά συνώνυμα: ροχάλα, τάλιρο, λίρα, κλπ.)

Γ. Ήταν / είναι οι καπνίλες, οι στάχτες, τα ρετσίνια, τα λάδια και άλλα κατάλοιπα στο νερό του ναργιλέ (نرجيلة, narguil, narguilé, pipe à eau, pipa de agua, water pipe, water bong) ή της συνώνυμης شيشة «shisha» και, κατ' επέκταση, στο λαρύγγι του χρήστη, μαζί με τη σχετική πικρίλα.

Ίσως να' χεις καπνίσει το εκ Ζωνιανών ορμώμενο χορταράκι, ή άλλα, πιο διαδεδομένα στις Αμερικές και αλλαχού, όπως Acapulco Gold, Panama Red, Jamaican Spliff, Pot , ή την πιο διάσημη Marijuana (στις λατινογενείς γλώσσες, οι διάφορες Μαρίες-Ιωάννες έχουν δανείσει/χαρίσει τ' όνομά τους σε πλείστες όσες ονομασίες: Maria-Juana, Marie-Jeanne, Mary Jane = Μαριχουάνα, Bloody Mary = Βότκα+ντομάτα+ ..., Marie-couche-toi-là = Εύκολη γκόμενα, ανοιχτομπούτα, κρεβατάμπλ, Dame Jeanne = Νταμιτζάνα, κλπ.) που, αρχικά, σήμαινε το φτηνό ταμπάκο. Μέχρι που οι λατινομαθείς τη βαφτίσανε cannabis sativa indica, οι ελληνομαθείς ινδικήν κάνναβιν και οι πιο περπατημένοι, μαστούρηδες, αφιονισμένοι (απ' το αρχαίο ελληνικό «όπιον» μέσω του περσο-τουρκικού afyon) κι ωραίοι σημερινοί σλανγκιστές, ανά τον κόσμο, την είπαν joint, stick (US), pétard, bédo (FRA), porro, cano, mota (ESP), baseado, toco (POR), canna, spinello (ITA), στριφτό, γεμιστό, μαύρη, τσιγαρλίκι, (ΕΛΛ), «الحشيش القنب الهندى» (ΑRΑ, αλ χασίς αλ κάναμπ αλ χίντι = δλδ το «χασισάκι») κλπ.

Αφού το καπνίσεις και «φτιαχτείς», εκτός απ' τη ζαλάδα/θολούρα, σε πιάνει και μια λιγούρα, άλογο πράμα, λιμπίζεσαι κάτι να φας, βρε παιδί μου, οπότε ζητάς να μασουλήσεις καμιά μπουκιά, κάτι να κατευνάσει την πείνα σου, να σου διώξει την πικρίλα απ' το λαρύγγι και να σε φέρει στα ίσα σου, να στανιάρεις, να ξεπήξεις απ' την κατακεφαλιά της τετραϋδροκανναβινόλης (THC). Το περί ου ο λόγος μπινελίκι ήταν το de rigueur (συνηθισμένο/υποχρεωτικό) σοροπιαστό γλυκό που κατανάλωναν το πάλαι ποτέ οι χασικλήδες حشيشي (ελάχιστη σχέση με τους παλιούς τρομοκράτες حشيشين -haschaschin=assassins=δολοφόνους-) μετά που είχαν «κάνει» ή «φουμάρει» ή «πιει» τη τζούρα τους, ώστε να πάνε κάτω τα ζαφείρια και να μην είναι ο στόμας τους τσαρούχι, σα να λέμε, κάτι με μπόλικα σορόπια/πετιμέζια: κανταϊφάκι, μπακλαβαδάκι, φοινίκι/μελομακάρονο, γαλατομπούρεκο, σάμαλι, κτλ., να φύγει η πίκρα. Το λουκούμι συνηθιζόταν αργότερα σαν πιο εύχρηστο, πιο βολικό και πιο φτηνό. Μεταγενέστερο (αλλά ersatz) κατάλοιπο της συνήθειας (που εγώ πρόλαβα) είναι η καραμέλα που πάντα δίνανε παλιά οι καφετζήδες (και κάθε αξιοπρεπής κάπελας/ταβερνιάρης) με το απλό κονιάκι (sic) στους μπεκροκανάτες βαρελόφρονες.

Ανέλιξη του να πάνε κάτω τα ζαφείρια ίσως είναι η πιο γνωστή έκφραση να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μεταφορικά, τα ντέρτια κι οι καημοί, χωρίς σχέση με τσιγαρλίκια και τεκέδες. Δείγμα από ένα παμπάλαιο ρεμπέτικο:

[I]Στο απόμερο το ταβερνάκι
Τα πίνω με δυο γεροντάκια
Άιντε ακόμα ένα ποτηράκι
Να πάνε κάτω τα φαρμάκια.[/I]

- -Άσε, μωρ' αδερφέ μου! Με κεράσανε κάτι σέρτικα Λαμίας κι είναι ο καταπιώνας μου γεμάτος ξυλόπροκες ... Πιάσε κάνα μπινελίκι να πάνε κάτω τα ζαφείρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O φαξ σέρβερ (fax server), ο εξυπηρετητής των φαξ δηλαδή, π.χ., αποτελεί την πύλη εισόδου/εξόδου των φαξ που αποστέλλονται και λαμβάνονται μέσω των διαφόρων υπολογιστών, ενός εταιρικού δικτύου και ασχολείται με τη διαχείρισή τους.

Κάνοντας μια μικρή παράφραση, το τοπίο αλλάζει δραματικά. Προκύπτει ο φακ σέρβερ, που, ω της περιπτώσεως, το τελευταίο γράμμα της πρώτης λέξης (κ) με το πρώτο της δεύτερης (σ) κάνουν τον όρο φακ σέρβερ, να προσεγγίζει την εκφορά του όρου, φαξ σέρβερ.

Όταν δε η παύση μεταξύ των δυο λέξεων είναι μικρότερη, η προσέγγιση είναι μεγαλύτερη και η πιθανότητα παραπλάνησης του άλλου είναι μεγαλύτερη. Στην παραπλάνηση βέβαια του άλλου συμβάλλει το γνωστικό υπόβαθρο κάποιου ακροατή για τέτοια θέματα, η αντιληπτική του ικανότητα, τα συμφραζόμενα καθώς και ενδεχόμενα ακούσματα του όρου που αυτός μπορεί να διαθέτει.

Ποιος είναι όμως ο φακ σέρβερ;

Η φράση σχηματίζεται από την αγγλική λέξη fuck (συνουσιάζομαι) κι από την επίσης αγγλική λέξη server (εξυπηρετητής). Μιλάμε λοιπόν για εξυπηρετητή σεξουαλικών περιπτύξεων.

Ως φακ σέρβερ, θεωρούμε κάποιον που συνουσιάζεται με έναν ή παραπάνω παρτενέρς. Λόγω όμως ότι η λέξη σέρβερ παραπέμπει περισσότερο σε δικτυακή χρήση αρκετών τερματικών (λοιπών δικτυακών υπολογιστών), ο όρος κολλάει περισσότερο στην περίπτωση παρτούζας.

Επειδή δε ο όρος σέρβερ παραπέμπει σε εξυπηρέτηση δικτυακών υπολογιστών και γι' αυτό πρέπει να 'ναι ταχύτατος και να διασυνδέεται σε dt με τα τερματικά, ο όρος φάκ σέρβερ δένει καλύτερα με έναν ταχυπηδήκουλα που διαθέτει επαναληπτική καραμπίνα.

Αν τώρα διαβαίνει κι άλλος άνδρας τη γέφυρα του ποταμού γαμάει, ως φακ σέρβερ θεωρείται αυτός που κατά τη γενική ομολογία των συναθλητών, είναι ο... εξυπηρετητής (κριτήρια: αντοχή, τεχνική, κεντρικότητα ρόλου).

Λάουρα: Καλλιόπη σήμερα που κατά την Πετρούλα και την Πούτση έχει πουτσόκρυο, προτείνω να έρθεις απ' το σπίτι για να ζεσταθούμε συλλογικά.
Καλλιόπη: A..
Λάουρα: Έχω φτιάξει που λες στο μαλακοπίτουρα το Μένιο, μια κατσαρόλα θαλασσινό βιάγκρα. Θα είναι φακ σέρβερ με τα όλα του ο Μένιος απόψε. Δε θα πέσει σε φάση nietwork όπως τις προάλλες. Στο εγγυώμαι.
Καλλιόπη: Μα τι σχέση έχουν τα fax με το θαλασσινό βιάγκρα; Ξέρω εγώ να στέλνω fax;
Λάουρα: Μην το κουράζουμε. Έλα για τρίο.
Καλλιόπη: Τρίο Κιτάρα;
Λάουρα: Είσαι ωραία αλλά ξανθιά γαμώ την αγανάκτηση. Κοίτα για αυτό που θα γίνει το βράδυ δε χρειάζεται μυαλό. Μια παρτουζίτσα θα κάνουμε μωρή ηλίθια.
Καλλιόπη: Και το φαξ τι το θέλουμε; Θα κάνουμε καμιά περίεργη στάση που χρειάζεται αυτό το ρημάδι;
Λάουρα: Σκάσε και έλα.

(από GATZMAN, 07/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «ντεκαφεϊνέ». Εκφράζει με αστείο τρόπο τον ξενέρωτο, τον βαρετό, αυτόν που φέρει ως αποτέλεσμα το αντίθετο της κάβλας.

- Πώς περάσατε στο τραπέζι;
- Ντε καβλεϊνέ, πολύ κυριλάδικο, βαρεθήκαμε τελείως με τους μεγάλους... Και δεν είχα και κάρτα να στείλω μήνυμα σε κανέναν να περνάει η ώρα...

βλ. και ντεκαυλέ, ντεκαβλέ, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified