Further tags

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.

Εκ του Francis Ford Copprola.

- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατίθασος και έχων μικρό πέος ομοφυλόφιλος, με παρουσιαστικό παραπλήσιο με αυτό ενός τρωκτικού που επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία στον στοματικό έρωτα.

- Αχ καλέ Γιάννη ομόρφυνες πολύ!!!
- Πωωωω!!! Πάλι να μου πάρεις τσιμπούκι θες ρε πουσταρά τσιμπουκομικρούλη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι γκέι και σαδομαζοχιστής ταυτόχρονα.

- Τά 'μαθες, ο Γιώργος είναι γκεϊστάπο!!!
- Έλα ρε από πότε;
- Από τότε που τον γάμησα κανονικά και μετά τον γάμησα και στο ξύλο.
- Εμ τα ήθελε ο κώλος του.

(από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί γεμάτο άντρες.

Πάμε ρε μαλάκα να φύγουμε από' δω μέσα που με έφερες. Αρχιδόμαντρο ειναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη που παραπέμπει σε υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να τα γράφεις όλα στ' αρχίδια σου.

- Ρε συ, κόψε το σταρχιδιαμόλ και κάτσε δούλεψε λιγάκι...

Σχετικό λήμμα: γραψαρχιδίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχός εν στύσει. Κατ' ορισμένους, χρόνια κατάσταση.

- Ξέρεις και τι λέει ο λαός... «Φυλάξου από τα πισινά του μουλαριού και τα μπροστινά του καλόγερου»...
- Του καυλόγερου εννοείς...
- 'Εεεετσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.

- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified