Αν και θεωρητικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε κάθε θηλυκιά ανθρώπινη ύπαρξη με αυτόν τον όρο (σε κάθε αιδοιοφορέα δηλαδή), εν τούτοις αποκαλούμε έτσι τη γκομενάρα, το πιπίνι, το έξαλλο και το προκλητικό θηλυκό. Αποκαλούμε δηλαδή έτσι τη γκόμενα της οποίας το αιδοιακό πλαίσιο υποστήριξης της αναδεικνύει τη θηλυκότητα και την κάνει αξιαγάμητη.

Το πλαίσιο αυτό αποτελεί το σασί, τη μόστρα, τη βιτρίνα, το περιτύλιγμα, το αμπαλάζ της και απαρτίζεται από οτιδήποτε η γυναίκα κουνάει, φοράει ή δε φοράει ώστε να κάνει αξιοποιήσιμο το αιδοίο της και να κάνει την ίδια αξιαγάμητη.

Η τεχνική της κίνησης της είναι καθοριστική στην προβολή της. Γιατί συμβαίνει αυτό; Aφού η εικόνα ισοδυναμεί με 1000 λέξεις και αφού η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με (25 εικόνες/δευτερόλεπτο), συνάγεται πως η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με 25.000 λέξεις/δευτερόλεπτο. Άρα η εμμονή στις σωστές τεχνικές κίνησης δίνει μετοχές στην αιδοίο φέρουσα, κάτι που οδηγεί στην αύξηση της ταχύτητας σεξουαλικών περιπτύξεων της (αριθμός σεξουαλικών περιπτύξεων/στη μονάδα του χρόνου).

Αν όμως... αν... η αιδοιο...φέρουσα καταστεί ενδιαφέρουσα, τότε μοιραία οι μετοχές της παίρνουν την κατιούσα.

- Χθες μιλάμε είχαμε πάει για πιπινοκατάσταση στο μπαρ της γωνίας.
- Πώς ήταν τα πράγματα;
- Είχε μαλάκα παρκαρισμένα αιδοιοφόρα παντού. Είχε μποτιλιάρει το σύμπαν από γκομενάκια.
- Άσε το μποτιλιάρισμα και πες μου. Έγινε τίποτα ή το μόνο που αποκόμισες από το μποτιλιάρισμα ήταν να μείνεις μπουκάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.

Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!

Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.

Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.

- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για gay κομμουνιστή, εκ των αρσενοκοίτης και κνίτης.

Για τα μάτια του κόσμου, οι καθαρόαιμοι κομμουνιστές ισχυρίζονται ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί υποπροϊόν του καπιταλιστικού λαϊφστάιλ.

Το λαϊφστάλιν κρατάει μεν κλειστό το ντουλαπάκι στα αδιάκριτα μάτια των μικροαστών, στην πράξη όμως δεν αποτρέπει τους μυημένους προλετάριους όλους του κόσμου να ενώνονται σε ένα νον-στοπ ομοερωτικό καμπαρέ που μυρίζει θυμάρι, φασκόμηλο και εργατιά!

Ασιστ: Τζιμάκος Πανούσης

Πανούσης: - Με το γεγονός ότι αρνήθηκες να αναλάβεις μάνατζερ του Εφραίμ και της Πελέκη για να βοηθήσεις να βγουν από τα δύσκολα, αληθεύει ότι στην έπεσε ο Αρσένιος τραμπούκικα ως πρώην Κνίτης;

Ψινάκης: - Όταν συμβαίνει ένα τέτοιο γεγονός δεν πρέπει να κάνουμε και τόση πλάκα όταν είναι επαγγελματικό το θέμα...

Πανούσης: - Όχι, εγώ το λέω σοβαρά, από αυτά που έχω διαβάσει το ξύλο που σου έριξε ο αρσενοκνίτης είχε επιπτώσεις στο προσωπικό σου τράβηγμα ή τα βρήκατε μετά και...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος μεταξύ αιδοίου και πρωκτού, που ανατομικά ονομάζεται περίνεο.

Η βίαιη και επαναλαμβανόμενη πρόσκρουση των όρχεων στην ανωτέρω περιοχή κατά τη διάρκεια της συνουσίας, εξηγεί την προέλευση της λέξης.

- Και πάω που λες να πέσω με τα μούτρα στο νιμού και τι να δω...;;; Μαύρη δίπλα η αρχιδοπαλαίστρα!!! Την παρατάω λοιπόν την γκόμενα και σηκώνομαι και φεύγω!
- Και καλά της έκανες! Άμα είναι βρωμιάρα η άλλη... Άσ' τα να πάνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το περίνεο, ο περιορισμένος χώρος μεταξύ αιδοίου και πρωκτού.

Κατ' ευφημισμόν πάρκινγκ, καθ όσον εκεί θαλασσοδέρνονται οι όρχεις κατά τη διάρκεια κατά τη διαδικασία εξαγωγής και εκροής του γαλακτικού οπού των.

Όρα και «δυο δάχτυλα και κάτι».

Στην εφηβική καφετέρια:
- Σιγά μη λεγετ' έτσι ρε μαλάκα. Αρχιδοπάρκινκ λέγεται.

(από iwn, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τύπος που κάνει πάρτι με κάθε ευκαιρία, παρτομανιακός.

  2. Ο τρελός γαμιάς, γαμίκουλας.

-Κάνει πάρτι αύριο ο Μάνος
-Τον βαρέθηκα το Βονα-πάρτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γεροντομούνω, -α: Γυναίκα άνω των 45, η οποία παραμένει σεξουαλικά ενεργή και δεν το κρύβει. Το πρώτο συνθετικό της λέξης δίνει το στίγμα της ηλικίας, το δε δεύτερο προδίδει την αυξημένη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Η γεροντομούνω είναι συνήθως ανύπαντρη ή χωρισμένη και σε αρκετές περιπτώσεις η σεξουαλικότητά της είχε καταπιεστεί κατά τη νεότητά της.

Ήρθε το ξαδερφάκι μου από τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε για καφέ Γλυφάδα χθες. Φίλε, τον είχε σταμπάρει μία γεροντομούνω και τον έπαιζε άγρια, αν έκανε κίνηση πιστεύω θα την έπαιρνε επί τόπου.

Δεν ξέρω στα νιάτα της τι έκανε, τώρα πάντως γαμεί και δέρνει. (από joe909, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified